* Ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Κωστόπουλος είναι Ιεροκήρυκας της Ι. Μ. Πατρών και δρ. Θεολογίας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Πελοπόννησος” στις 3/10/2021
Αρχιμ. Κύριλλος Κωστοπούλος: Ο άνθρωπος διακατέχεται από έναν βαθύ πόθο: Να μπορεί να κατακτά την αλήθεια. Δεν αναπαύεται στην λήθη.
Αγωνιά, θέλει να βρίσκει την αλήθεια (α – λήθη). Τότε αναπαύεται σ’ αυτήν. Για τον λόγο αυτό, όταν ευρίσκεται στηνανάγκη να απονείμει δικαιοσύνη, χρειάζεται την αλήθεια. Η δικαιοσύνη είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αλήθεια, διότι δικαιοσύνη χωρίς αλήθεια είναι αδικία.
Για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος εφεύρε ποικίλους τρόπους και μεθόδους για την ανεύρεση της αληθείας. Ένας από τούς τρόπους αυτούς είναι και ο όρκος, ο οποίος χρησιμοποιείται στη Βουλή, στα Δικαστήρια, στις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και στην ιδιωτική ζωή.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο όρκος είναι πανάρχαιος καί θεωρούνταν από τούς θεούς και τούς ανθρώπους ως εγγύηση για την διασφάλιση της αληθείας. Στην Ιλιάδα ευρίσκουμε τό εξής: «Τοιούτων όρκων μάρτυς ήν ο Ζεύς» (Η/, 69).
Σε άλλο σημείο ο Όμηρος μάς ομιλεί για τα «όρκια», αναφερόμενος στίς ιεροτελεστίες και στις θυσίες, οι οποίες ελάμβαναν χώρα κατά τήν ορκωμοσία συνομολογήσεως κάποιας σοβαρής συνθήκης: «κήρυκες αγαυοί όρκια πιστά θεών σύναγον» (Ιλιάδα Γ/, 269). Ο δε Θουκυδίδης σε πολλά σημεία της Ιστορίας του διασώζει στοιχεία πού φανερώνουν την ευρεία χρήση τού όρκου στην εποχή του, ως μέσου αξιοπιστίας και εγγυητικής βεβαιότητος: «Ώρκωσαν πάντας τούς στρατιώτας τούς μεγίστους όρκους» (Η, 75, 25).
Κατά την μυθολογία ο Όρκος είναι γιός τού Αιθέρα και της Γής. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος έχει άμεση σχέση μέ αυτόν.
Στήν Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιείται ο όρκος «κατ’ ανοχήν». Ο Θεός δεν τον επέβαλε ποτέ. Η εντολή τού Θεού ήταν: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου τού Θεού σου επί ματαίω» (Έξ. 20, 7). Η ανοχή αυτή τού Θεού υπήρχε επειδή ο λαός βρισκόταν στο χώρο τού Νόμου και όχι της Χάριτος και έτσι ο όρκος γινόταν ανεκτός ως αναγκαίο κακό. Ο Ίδιος ο Θεός λέγει στόν προφήτη Ιερεμία: «Οι υιοί σου εγκατέλιπόν με και ώμνυον εν τοις ουκ ούσι θεοίς» (5, 7).
Παρά ταύτα υπάρχει αυστηρή απαγόρευση της επιορκίας. Στο βιβλίο των Αριθμών διαβάζουμε: «Άνθρωπος ός […] ομόση όρκον […] πάντα όσα άν εξέλθη εκ τού στόματος αυτού, ποιήσει» (Αριθμ. 30, 3). Επομένως
διαπιστώνουμε ότι στην Παλαιά Διαθήκη διαφοροποιείται το φαινόμενο τού όρκου σέ μιά διάσταση εντελώς ξένη πρός εκείνη τής Αρχαίας Ελλάδος.
Στην Καινή Διαθήκη η ανοχή αυτή τού Θεού ως πρός τόν όρκο δέν συνεχίζεται. Εδώ τα πάντα συμπληρώνονται και ολοκληρώνονται από τον Σαρκωθέντα Λόγο τού Θεού Πατρός. Αυτός ο Θεάνθρωπος είπε: «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, Ουκ επιορκήσεις […] εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως μήτε εν τώ ουρανώ […] μήτε εν τή γή […] μήτε εν τή κεφαλή σου ομόσης» (Ματθ. 5, 33-36). Σε αντικατάσταση δε τού όρκου, ο οποίος εθεωρείτο αναγκαίος για την κατοχύρωση της αληθείας, θεσπίζει ο Χριστός ως ισοδύναμο, τον απλούν λόγο. «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναί, ού ού, τό δέ περισσόν τούτων εκ τού πονηρού εστιν» (Ματθ. 5, 37).
Ακολούθως ο Αδελφόθεος Ιάκωβος παραγγέλλει: «μή ομνύετε, μήτε τόν ουρανόν μήτε τήν γήν μήτε άλλον τινά όρκον ήτω δέ υμών τό Ναί ναί καί τό Ού ού, ίνα μή υπό κρίσιν πέσητε» (Ιάκ. 5, 12). Αβιάστως, λοιπόν, εξάγεται τό συμπέρασμα ότι ο όρκος στην Καινή Διαθήκη, στη Θεανθρώπινη ζωή, απαγορεύεται ως αθέμιτος.
Οι αυθεντικοί ερμηνευτές της Αγίας Γραφής, οι Άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, απαγορεύουν τον όρκο παντελώς. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (691) στόν 94ο κανόνα της διαλαμβάνει τά εξής: «Τούς ομνύοντας όρκους ελληνικούς ο κανών επιτιμίοις καθυποβάλλει καί ημείς τούτοις αφορισμόν ορίζομεν» (Πηδάλιον, σ. 301). Ο δε Μ. Βασίλειος στον 64ο κανόνα του επιβάλλει στους επιόρκους δεκαετή απομάκρυνση από τη Θεία Κοινωνία.
Επίσης ο Ιερός Χρυσόστομος στην Η΄ Ομιλία του μάς λέγει: «Τί λέγεις; Ο Θεός διέταξε να μην ορκίζεσαι και τολμάς να ερωτήσης εάν είναι δυνατόν να φυλάξης τόν νόμον; Αδύνατον είναι τό νά μήν τόν φυλάξης» (ΕΠΕ 32, 233).
Όπως έγινε κατανοητό από τά όσα συντόμως παρετέθησαν ο όρκος καί πολύ περισσότερο η επιορκία αντιστρατεύονται στήν όλη Ορθόδοξη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Πατερικής διδασκαλίας.