Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, βαπτίσθηκε Χριστιανός με την οικογένειά του κατά το έτος 52 μ.Χ. Τρία χρόνια αργότερα αφού έμαθε ότι ζει στα Ιεροσόλυμα η Μήτηρ Του Κυρίου λαχτάρισε να τη δεί.
Πήγε λοιπόν στα Ιεροσόλυμα και τον οδήγησαν στο σπίτι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου όπου ζούσε η Υπεραγία Θεοτόκος μετά τη Σταύρωση Του Χριστού .
Γράφει σχετικά με την επίσκεψη αυτή σε μίαν επιστολή.
Δέν πίστευα , το ομολογώ ενώπιον Τού Κυρίου, ω! θαυμάσιε οδηγέ καί ποιμένα μας Ιωάννη , ότι εκτός από Τόν ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να υπάρχει οποιοδήποτε πρόσωπο πού να είναι γεμάτο από θεία δύναμη και θεία χάρη.
Όμως, κανένας άνθρωπος δέν μπορεί να φανταστεί αυτό πού είδα και κατάλαβα όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια αλλά και με τα σωματικά . Είδα, λοιπόν, με τα μάτια μου τη θεόμορφη και αγιότερη απ’ όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα Τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ήταν ένα δώρο τής χάριτος Τού Θεού, της συγκαταβατικότητας του κορυφαίου αποστόλου (Ιωάννου), καθώς καί τής απέραντης καλοσύνης, ευσπλαχνίας και ευμένειας τής ίδιας Τής Παρθένου.
Ομολογώ ξανά και ξανά μπροστά στόν παντοδύναμο Θεό, μπροστά στόν πανάγαθο Σωτήρα και μπροστά στην ένδοξη και πάντιμη Μητέρα Του, πώς, όταν με οδήγησε σ’ εκείνην, τη θεόμορφη και Παναγία Παρθένο, ο Ιωάννης, η κεφαλή τών ευαγγελιστών καί τών προφητών πού, ενώ ζει με σάρκα, λάμπει όπως ο ήλιος στόν ουρανό, με τύλιξε μία θεία λάμψη, λάμψη ζωηρή καί αμείωτη, φωτίζοντάς με όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, καθώς καί μία υπερκόσμια, μία υπέροχη ευωδία με συνεχείς εναλλαγές.
Ούτε το πνεύμα μου ούτε το αδύναμο σώμα μου μπορούσαν να βαστάξουν τόσα και τέτοια σημεία, πού συνιστούσαν πρόγευση τής αιώνιας μακαριότητας καί δόξας. Παρέλυσε η καρδιά μου και σχεδόν έσβησε το πνεύμα μου από τη θεία δόξα καί χάρη της.
Βεβαιώνω μπροστά στόν Θεό πώς, αν δεν είχα φυλάξει στήν καρδιά μου καί στόν νεοφώτιστο νού μου τίς θεόπνευστες διδαχές καί υποθήκες Του, θά είχα θεωρήσει Τήν Παρθένο θεό καί θά τήν είχα προσκυνήσει έτσι όπως προσκυνούμε Τόν μόνο αληθινό Θεό. Γιατί κανένας νούς δέν μπορεί να φανταστεί γιά άνθρωπο δοξασμένο από Τόν Θεό δόξα ανώτερη από τη δόξα εκείνη πού αξιώθηκα εγώ, ο ανάξιος, να δώ, ούτε μακαριότητα μεγαλύτερη από τη μακαριότητα πού αξιώθηκα να γευθώ.
Ευχαριστώ Τόν ύψιστο καί πανάγαθο Θεό μου,
Τήν Παναγία Παρθένο, τόν κορυφαίο Απόστολο Ιωάννη, καθώς κι εσένα, τήν ανώτατη καί επισημότατη κεφαλή της Εκκλησίας, πού σπλαχνικά μου φανέρωσε μια τέτοια ευεργεσία.