ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΙ ΧΙΤΩΝΕΣ: Οι Πατέρες χρησιμοποίησαν τόν όρο τής Γραφής «δερμάτινοι χιτώνες», γιά νά περιγράψουν καί νά ερμηνεύσουν τήν μετά τήν πτώση κατάσταση τού άνθρωπου.
Μέ τόν όρο δηλαδή «δερμάτινοι χιτώνες» αποδίδεται η κατάσταση τής νεκρότητας καί τής φθοράς, τήν οποία περιβλήθηκε ως δεύτερη φύση του, μετά τήν πτώση του, ο άνθρωπος.
Οι δερμάτινοι χιτώνες ταυτίζονται από τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης μέ τά πρόσκαιρα φύλλα τής υλικής ταύτης ζωής, άπερ τών ιδίων καί λαμπρών ενδυμάτων γυμνωθέντες, κακώς εαυτοίς συνεράψαμεν. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, συνεχίζοντας τό παραπάνω χωρίο, προσδιορίζει τά φύλλα τής υλικής ζωής καί λέει ότι είναι οι τρυφές καί οι εφήμερες τιμές καί δόξες, η ηδονή, ο θυμός, η γαστριμαργία, η απληστία καί τά όμοια. Σύμφωνα δέ μέ μία περιεκτική φράση τού αγίου Γρηγορίου, οι δερμάτινοι χιτώνες είναι τό φρόνημα τής σαρκός.
Ενώ, πρίν ντυθεί ο άνθρωπος τούς δερμάτινους χιτώνες, φορούσε θεοΰφαντη στολή, τό ψυχοσωματικό ένδυμά του ήταν υφασμένο μέ τή Χάρη, μέ τό φώς καί τή δόξα τού Θεού. Στό ένδυμα εκείνο έλαμπε η πρός τό Θείον ομοίωσις, πού τή συνιστούσαν, όχι ένα σχήμα ή ένα χρώμα, αλλά η απάθεια, η μακαριότητα καί η αφθαρσία, τά χαρακτηριστικά μέ τά οποία τό θείον θεωρείται κάλλος. Καί η ψυχή τού ανθρώπου ήταν ανοικτή στίς αγγελικές δυνάμεις καί τό Θεό, δέν έφερνε αντίσταση, επικοινωνούσε άνετα τόσο μέ τόν αγγελικό πνευματικό κόσμο, όσο καί μέ τό Πνεύμα τού Θεού.
Υπήρχε τότε, γράφει ο θεηγόρος επίσκοπος Νύσσης, μία ενιαία χοροστασία τής λογικής φύσεως, αγγελικής καί ανθρώπινης, πρός έναν βλέπουσα, τόν τού χορού Κορυφαίον. Αλλά τήν ένθεον εκείνην διέλυσε τού χορού συνωδίαν η αμαρτία, πού άπλωσε κάτω από τά πόδια τών πρώτων ανθρώπων, τών ταίς αγγελικαίς δυνάμεσι συγχορευόντων, τήν γλίστρα τής απάτης, κι ο άνθρωπος έπεσε, αναμίχθηκε μέ τή λάσπη, αυτομόλησε πρός τόν όφη, ντύθηκε τά νεκρά δέρματα κι έγινε πτώμα». Γι αυτό καί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης τονίζει στό Μεγάλο Κανόνα του;
«Κατέρραψε, τούς δερματίνους χιτώνας, η αμαρτία καμοί,γυμνώσασά με τής πρίν θεοϋφάντου στολής».
Είναι όμως σωστό, επειδή πείσθηκε ο Αδάμ τόσο εύκολα στόν πονηρό σύμβουλο, καί έφαγε τόν καρπό, νά υφιστάμεθα τώρα καί εμείς τά αποτελέσματα καί μάλιστα τό θάνατο;
Πολλοί κατηγορούν τόν Αδάμ καί τήν Εύα, μάς λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πού αθέτησαν τή συμβουλή τού Θεού καί οδήγησαν όλο τό ανθρώπινο γένος στό θάνατο. Αλλά ο Αδάμ δέν γνώριζε μέ τήν πείρα τί σήμαινε θανάσιμο βότανο καί τί ήταν τελικά αυτός ο θάνατος. Ενώ εμείς γνωρίζουμε τί είναι θάνατος, γι αυτό είμαστε περισσότερο κατακριτέοι από τόν Αδάμ. Βέβαια δέν υπάρχει «τό ξύλο τής γνώσεως» μπροστά μας, ως στοιχείο ασκήσεως τής ελευθερίας καί τής τελειώσεώς μας, αλλά υπάρχει η υποχρέωση τής τηρήσεως τών εντολών τού Θεού, πού είναι τό ασφαλιστικό κιγκλίδωμα γιά τή σωτηρία μας καί μάς οδηγούν στήν ένθεη ζωή. Καί όμως, παρότι γνωρίζουμε ότι, άν αθετήσουμε τό θέλημα τού Θεού, οδηγούμαστε στόν πνευματικό θάνατο, προτιμούμε νά κάνουμε τό θέλημα τού διαβόλου ή καί τό προσωπικό μας θέλημα καί μέ αυτό τόν τρόπο «εκπίπτουμε» από τή ζωή τού Θεού, «τήν εντός ημών Βασιλεία» καί γευόμαστε τήν Κόλαση «από τού νύν καί έως τού αιώνος».
Ο ίδιος ο Κύριός μας βέβαια, μάς λύτρωσε από τήν καταδίκη αυτή τού θανάτου, μέ τή σταύρωση καί τήν ανάστασή Του καί μάς έδωσε τή δυνατότητα, μέ τόν προσωπικό μας αγιασμό καί τή μετοχή μας στά μυστήρια τής Εκκλησίας, νά γινόμαστε μέλη τού αναστημένου Σώματός Του καί νά ζούμε ήδη απ αυτή τή ζωή στόν Παράδεισο τής Βασιλείας Του. Δέν έχουμε κανένα πρόβλημα λοιπόν ούτε κανένα λόγο νά κατηγορούμε τόν Αδάμ.
Πρέπει όμως νά σκεφτόμαστε καί τό εξής: Μπορεί τό προπατορικό αμάρτημα νά είναι ένα σοβαρό καί οδυνηρό επεισόδιο, αλλά καί «τά μεταπροπατορικά» αμαρτήματα είναι εξίσου σοβαρά καί πρέπει μέ τή συνεχή άσκηση καί τόν κατά Θεό αγώνα νά εξαλείφονται συνεχώς, γιά νά συντελείται η προκοπή καί η τελείωση σέ όλους εμάς πού είμαστε λογικά όντα.
Αλλά γιατί ο Θεός δημιούργησε τόν άνθρωπο, αφού προγνώριζε ότι θά φθάσει στήν πτώση καί στό θάνατο;
Ο Θεός κινούμενος από αγάπη δημιούργησε «εν χρόνω» τόν άνθρωπο καί απέβλεπε στήν αιώνια μακαριότητά του. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης μάς λέει σχετικά:
«Ο Θεός δέν δημιούργησε τόν άνθρωπο γιατί είχε κάποια ανάγκη ή από κάποια έλλειψη, αλλά τόν έπλασε από μεγάλη αγάπη, διότι έπρεπε τό φώς τού Θεού νά μή μείνει αθέατο καί η δόξα Του νά μή μείνει άγνωστη. Δημιούργησε δηλαδή τό ανθρώπινο γένος, γιά νά απολαμβάνουν καί άλλα όντα τήν αγάπη Του καί νά μή μένουν οι άλλες ενέργειες τού Θεού αργές, χωρίς νά υπάρχει κάποιος πού νά μετέχει σ αυτές καί νά τίς χαίρεται».