Τον Δ’ Αιώνα ζούσε στην Αίγυπτο ένας Άγιος Γέροντας, που είχε και αυτός το χάρισμα των ιαμάτων• από αυτό είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη δόξα.
Γρήγορα όμως παρατήρησε, ότι η υπερηφάνεια τον εξουσίαζε, και ότι δεν ήταν σε θέση να την νικήση με τις δικές του δυνάμεις. Και τότε με πολύ θερμή προσευχή κατέφυγε στο Θεό. Και Τον παρακάλεσε να επιτρέψη να δαιμονισθή• για να ταπεινωθή.
Και ο Θεός εισάκουσε το ταπεινό αίτημα του δούλου Του. Και άφησε τον σατανά να μπη μέσα του. Ο Γέροντας άφησε τον εαυτό του σε όλες τις επιθέσεις του διαβόλου. Αυτό κράτησε πέντε μήνες. Στο διάστημα αυτό του φορούσαν ράκη. Ο κόσμος, που προηγουμένως έτρεχε σ’ αυτόν και τον δόξαζε για μεγάλο άγιο, τώρα τον εγκατέλειψε! Όλοι έλεγαν, πως τρελάθηκε! Μα ο γέροντας απαλλαγμένος πια από την δόξα των ανθρώπων και την υψηλοφροσύνη, που τον μάστιζε εξ αιτίας της, ευχαριστούσε το Θεό που τον έσωσε.
Η σωτηρία του ολοκληρώθηκε με λίγη ταλαιπωρία και λίγη (κατά την κρίση των σαρκικών ανθρώπων) ατιμία. Οι σαρκικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο διάβολος με τη δική τους τιμή του έσκαβε το λάκκο. Και πολύ περισσότερο δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποτέ, πως με τη δαιμονοληψία ξαναγύρισε στον ασφαλή δρόμο της θείας ευσπλαχνία.