Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΡΑΣΟΦΟΡΙΑ: Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου ποικίλλει, ανάλογα με τον άνθρωπο που απαντάει. Οι περισσότεροι λένε ότι είναι επάγγελμα, αφού οι κληρικοί είναι μισθωτοί του δημοσίου, αγνοούν όμως τι εννοούμε όταν λέμε επάγγελμα και τι όταν λέμε διακονία και λειτούργημα.
Υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Και ο λειτουργός πληρώνεται, αλλά δεν είναι επαγγελματίας. Εργάζεται αδιάκοπα. Δεν στοχεύει στην αύξηση των εσόδων του. Είναι εθελοντής. Το ρασοφορείν είναι πολύ πέρα και πάνω από το επάγγελμα. Ας δούμε τη μεγάλη διαφορά.
Το επάγγελμα έχει συγκεκριμένες ώρες καθημερινής εργασίας και υποχρεώσεις που ισχύουν κατά το χρόνο που ασκείται. Τα δύο τρίτα του εικοσιτετραώρου ο κάθε επαγγελματίας είναι ελεύθερος για οποιαδήποτε άλλη επιλογή, χωρίς καμιά δέσμευση. Υπάρχουν επίσης επαγγέλματα που απαιτούν ειδική στολή από τους εργαζομένους. Είναι οι αξιωματικοί, οι αστυνομικοί, οι πυροσβέστες, οι υγειονομικοί, οι ανώτεροι δικαστικοί κλπ. Η στολή δίνει λάμψη και υπενθυμίζει τα καθήκοντα αυτών που τη φορούν και τις υποχρεώσεις των υφισταμένων τους. Χωρίς τη στολή δεν ισχύει τίποτα. Παύουν τα καθήκοντα και οι εργαζόμενοι ξανοίγονται σε χώρους της επιλογής τους. Φεύγοντας από το χώρο εργασίας, αδιαφορούν για καθετί που έχει σχέση με το επάγγελμα. Και βέβαια, όταν συνταξιοδοτηθούν, παύει κάθε επαγγελματική υποχρέωση.
Αντίθετα, ο ιερέας είναι ισόβιος ρασοφόρος. Όσο ζει, φορεί το ράσο. Και όταν από ανώτερη βία δεν το φορεί, έχει την αίσθηση ότι είναι γυμνός και ντρέπεται. Δεν θέλει να τον βλέπουν οι άνθρωποι με πολιτικά ενδύματα. Η αίσθηση αυτή τον ακολουθεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Η συνταξιοδότησή του δεν αλλάζει τίποτα. Και όταν υπάρχουν δυνάμεις, σωματικές και πνευματικές, συνεχίζει τα ιερατικά του καθήκοντα ως φυσική συνέχεια.
Ο ιερέας δεν έχει ώρες εργασίας. Είναι πάντα σε επιφυλακή και η προθυμία του για προσφορά παραμένει πάντα αμείωτη. Όπου να πάει είναι διακριτός. Οι περισσότεροι άνθρωποι τον προσέχουν με αυξημένη περιέργεια. Μοιάζει με πόλη που είναι χτισμένη στο βουνό. Η παρουσία του στην αγορά εντυπωσιάζει και γίνεται αντικείμενο σχολιασμού. Άλλοι τον επαινούν και άλλοι τον κατηγορούν.
Ο συνειδητός και άξιος ιερέας είναι άγρυπνος φύλακας της πίστεως, ακούραστος διακονητής και ζηλωτής και δεν λέει ποτέ όχι στα αιτήματα των ενοριτών του, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, όταν εργάζεται σε πόλη. Το έργο του όμως μερικές φορές επισκιάζεται από τα «κατορθώματα» αναξίων ιερέων, που δύσκολα αντιμετωπίζονται. Ο Φώτης Κόντογλου, αναφερόμενος στους ανάξιους κληρικούς, τονίζει: «Πάντα, σε κάθε εποχή, υπήρχαν οι ανάξιοι κληρικοί, κοντά στους αγίους ρασοφόρους. Αλλά σήμερα το πράγμα εχειροτέρεψε κατά πολύ. Μια από τις πολλές αιτίες αυτής της θλιβερής καταστάσεως είναι το ότι γίνονται συχνά κληρικοί κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν κλίση στη θρησκεία και που γι’ αυτούς το ρασοφορείν είναι ένα επάγγελμα. Ο ιερεύς όχι μοναχά πρέπει να έχει κλίση στη θρησκεία, αλλά να φλέγεται από πίστη και αγάπη προς τα θεία, να είναι «τω πνεύματι ζέων», όπως λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Και να τελεί τη θείαν μυσταγωγία με τέτοια κατάνυξη, που πολλές φορές να δακρύζει μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ιερουργώντας με φόβο και με τρόμο. Ενώ πολλοί από τους σημερινούς ρασοφόρους, αντί η ευσέβειά τους και η κατάνυξή τους να συνεπάρει τους εκκλησιαζόμενους, τους παγώνει η ατονία, η αδιαφορία και η ψυχρότητα, με την οποία εκτελούν τις ιεροτελεστίες».
Ρασοφόροι όμως δεν είναι μόνο οι κληρικοί. Είναι και οι αξιοθαύμαστοι μοναχοί και μοναχές, που είναι αφοσιωμένοι στο Θεό, τηρούν την παράδοση της Εκκλησίας και πάντα αποφεύγουν τον ου κατ’ επίγνωσιν ζήλο, αλλά και τις τυφλές υπερβολές, οι οποίες αποδεικνύουν την απουσία της ταπείνωσης και της γενικής αγάπης προς τους αδελφούς. Οι μοναχοί δεν ξεχνούν την αποστολή τους και δεν γίνονται ανεύθυνοι διδάσκαλοι και φαντασιόπληκτοι «προφήτες». Μελετούν το λόγο του Θεού, τηρούν τις τρεις βασικές αρετές, παρθενία, ακτημοσύνη και υπακοή και δεν ασχολούνται με κοσμικές υποθέσεις.
Το ρασοφορείν λοιπόν δεν είναι επάγγελμα. Είναι σύμβολο αφοσίωσης στο Θεό και ταπεινή διακονία προς τον πλησίον.
Ορθόδοξος Τύπος