Άγιος Παϊσιος: Στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος [του Αγίου Όρους], όταν πήγαινε [ο Ιερομόναχος Άνθιμος ο διά Χριστόν σαλός], δεν έμπαινε μέσα, αλλά έμενε και αυτός εκεί που έμεναν οι εργάτες της Μονής και στην ίδια τράπεζα των εργατών καθόταν να φάη.
Ο Ηγούμενος της Μονής φαίνεται κάτι πληροφορήθηκε και είπε στο διακονητή Μοναχό να φροντίζη τον Γέροντα Ασκητή, Πατέρα Άνθιμο.
Έκτοτε ο Διακονητής, ο τραπεζάρης των εργατών, τον είχε σε ευλάβεια και τον βοηθούσε και τον παρακολουθούσε. Έτσι απέκτησε και ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και μπορούσε να καταλάβη και ορισμένες απ’ τις κρυφές αρετές του.
Μια από τις μεγάλες του αρετές ήταν και το χάρισμα που είχε στο θέμα της νηστείας· μπορούσε να νηστεύη πολλές μέρες!
Κάποτε είχε πάει στο Ρωσικό Μοναστήρι, πριν την νηστεία των Αγίων Αποστόλων, πολύ εξαντλημένος, και ο Διακονητής τον δέχθηκε με πολλή χαρά και του ετοίμασε να φάη.
Ο Γέροντας άρχισε να τρώη, ενώ ο Διακονητής, που υπηρετούσε, μπαινοέβγαινε και κοίταζε τον Γέροντα, που έτρωγε συνέχεια, και τον κατέκρινε: «Τέτοιος ξηραμένος και αδύνατος Μοναχός μπορούσε να φάη τόσο πολύ!»
Έτσι συγχυσμένος από αυτούς τους λογισμούς της κατακρίσεως ο Τραπεζάρης έφυγε για το κελλί του.
Ο Πατήρ Άνθιμος, αφού τελείωσε το φαγητό του, πήγε και κάθισε στην πόρτα του κελλιού του αδελφού. Βλέποντας τον φίλο του πως ήταν συγχυσμένος από αυτούς τους λογισμούς, τον λυπήθηκε και, για να τον βοηθήση, αναγκάστηκε να του αποκαλύψη την αιτία, ώστε να είναι προσεκτικός για τους άλλους, να μη κατακρίνη, αλλά και εμείς οι άλλοι να ωφεληθούμε από αυτό και να προσέχουμε την κατάκριση.
Παίρνοντας τον λοιπόν από το χέρι, τον ρώτησε:
‐ Μήπως ξέρεις, αδελφέ μου, τι θα πη ταπεινοφροσύνη;
Ο αδελφός από συστολή του απήντησε:
‐ Όχι, δεν ξέρω.
Τότε ο Γέροντας του είπε:
‐ Η ταπεινοφροσύνη συνίσταται σε τούτο: στο να μην κατακρίνης κανέναν, αλλά να λογιάζης τον εαυτό σου χειρότερο από όλους. Να, μόλις τώρα πλανέθηκες και με κατέκρινες, επειδή έφαγα πολύ. Αλλά δεν ήξερες πόσες μέρες δεν έχω φάει καθόλου. Θυμάσαι, όταν ήμουν εδώ τελευταία και έφαγα;
Ο αδελφός απήντησε:
‐ Θυμάμαι, Πάτερ. Εδώ μαζί μας ήσουν την Κυριακή του Θωμά* και έφαγες, αλλά από τότε δεν σε είδα.
Ο Γέροντας του είπε:
‐ Ε, βλέπεις πόσες μέρες δεν έχω φάει; Εσύ όμως με κατέκρινες, επειδή έφαγα πολύ. Αδελφέ μου, τα θεία χαρίσματα είναι διάφορα. Στον καθένα μας κάτι δίνεται από τον Θεό. Να, σ’ εμένα ο Θεός έδωσε την δύναμη να υποφέρω το κρύο και την πείνα. Μήπως θα μπορούσες να βαστάς κι εσύ τόσο; Μπορείς να ταπεινωθής, να βγάλης το ζωστικό, και να πάμε ως το γειτονικό Μοναστήρι, και μ’ αυτά τα ρούχα να περάσης τον χειμώνα στην κορυφή του Άθωνα; Αλλά κι εσύ σαν ψάλτης, πώς ψάλλεις στον Θεό; Οι σκέψεις σου βρίσκονται περισσότερο αλλού, στον περισπασμό, παρά στον Θεό. Άκουσε κι εμένα πώς θα ψάλω.
Ο Πατήρ Άνθιμος σήκωσε τα χέρια του στον Ουρανό και με δυνατούς λυγμούς έψαλε Αλληλούια, και δάκρυα πολλά έρρεαν συνέχεια από τα μάτια του.
Ο Τραπεζάρης τα έχασε και ένιωσε μεγάλη συντριβή.
Έπειτα είπε ο Γέροντας στον Μοναχό:
‐ Βλέπεις, αδελφέ μου, μην κατακρίνης κανέναν, διότι δεν ξέρεις εσύ, σε ποιον δίνεται κάποιο χάρισμα, αλλά πρόσεξε περισσότερο τον εαυτό σου.
Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και ζήτησε συγχώρεση θαυμάζοντας την προόραση του Γέροντα. Από τότε και μετά ο Γερο‐Άνθιμος άρχισε να εμπιστεύεται όλο και περισσότερα στον Τραπεζάρη.
* Δηλαδή είχε να φάη από την Κυριακή του Θωμά μέχρι την νηστεία των Αγίων Αποστόλων!
Απόσπασμα από το κεφάλαιο, ο «Ιερομόναχος Άνθιμος, ο δια Χριστόν σαλός» του βιβλίου του Γέροντος Παϊσίου Μοναχού [νυν οσίου Παϊσίου], «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα», των εκδόσεων του Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Πηγή: pemptousia.gr