ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Έλεγαν για κάποιον γέροντα στη Σκήτη ότι πέθαινε, και οι αδελφοί στάθηκαν γύρω στο κρεβάτι του, τον τακτοποίησαν και άρχισαν να κλαίνε.
Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και γέλασε· μετά από λίγο πάλι γέλασε· έπειτα γέλασε και τρίτη φορά.
Τον παρακάλεσαν τότε οι αδελφοί:
– Πες μας, αββά, γιατί εμείς κλαίμε και εσύ γελάς;
Εκείνος τους αποκρίθηκε:
– Την πρώτη φορά γέλασα, γιατί όλοι σας φοβάστε τον θάνατο· τη δεύτερη, γιατί δεν είστε έτοιμοι και την τρίτη φορά γέλασα, γιατί από τον κόπο πηγαίνω στην ανάπαυση.
Μόλις το είπε αυτό, αμέσως κοιμήθηκε.
Ευεργετινός τ. Δ’, σ. 58, των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας.