ΕΛΕΟΣ ΘΕΟΥ: Κάποτε που συνάχθηκαν οι πατέρες χάριν ωφελείας, σηκώθηκε ένας και πήρε το μαξιλάρι που ήταν πάνω στο κάθισμά του. Το έβαλε στους ώμους του, και κρατώντας το με τα δύο του χέρια πήγε στη μέση του χώρου, στράφηκε προς την ανατολή και προσευχήθηκε: «ο Θεός, ελέησόν με».
Και απαντούσε ο ίδιος στον εαυτό του λέγοντας: «αν θέλεις να σε ελεήσω. άφησε κάτω αυτό που κρατάς και τότε σε ελεώ».
Εκείνος ξαναέλεγε: ο Θεός ελέησόν με. Και απαντούσε πάλι στον εαυτό του: «σου είπα, άφησε αυτό που βαστάς και τότε θα σε ελεήσω».
Αυτό το επανέλαβε μερικές φορές, και έπειτα κάθισε. Τον ρωτούν οι πατέρες: πες μας, τι σημαίνει αυτό που έκανες;
Κι εκείνος απάντησε: το μαξιλάρι που κρατούσα στον ώμο μου είναι το θέλημά μου, και, χωρίς να το αφήνω, παρακαλούσα τον Θεό να με ελεήσει. Αλλά μου απαντούσε άφησε το θέλημά σου και τότε θα σε ελεήσω. Κι εμείς αν θέλουμε να ελεηθούμε απ’ τον Θεό, πρέπει να αφήσουμε τα δικά μας θελήματα, και τότε θα λάβουμε το θείον έλεος.
Γεροντικό