Ναυπάκτου Ιερόθεος: “Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει έργο να κατευθύνει τους Χριστιανούς στην ένωση και κοινωνία με τον Χριστό”
Στά πλαίσια τού Διεθνούς Φόρουμ τών Δελφών πού πραγματοποιήθηκε στό Ζάππειο Αθηνών, κατά τό πλείστον μέ τηλεδιασκέψεις λόγω τών υγειονομικών μέτρων, ομίλησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, μαζί μέ τούς Σεβ. Μητροπολίτες Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο καί Νέας Ιωνίας κ. Γαβριήλ, μέ συντονιστή τόν καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Ιωάννη Παναγιωτόπουλο καί μέ θέμα «Η Εκκλησία στήν εποχή τής πανδημίας». Ο κάθε ομιλητής είχε τήν δυνατότητα μικρής εισήγησης 10΄ καί απάντησης σέ μία ερώτηση.
Δημοσιεύεται στήν συνέχεια τό πλήρες κείμενο τής εισήγησης τού Σεβασμιωτάτου κ. Ιεροθέου μέ τίτλο «Η διακονία στήν Εκκλησία κατά τήν περίοδο τής πανδημίας», σύνοψη τής οποίας εκφώνησε στό Ζάππειο.
Η διακονία στήν Εκκλησία κατά τήν περίοδο τής πανδημίας
Τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
(Τό πλήρες κείμενο τής εισήγησης στό 6ο Φόρουμ Δελφών, στό Ζάππειο Αθηνών, 13 Μαΐου 2021)
Τόν προηγούμενο χρόνο ενέσκυψε καί στήν Πατρίδα μας, λόγω τής παγκοσμιότητας, η πανδημία τού ιού sars-cov-2, πού προκάλεσε τήν λοίμωξη-ασθένεια covid-19, η οποία ταλαιπώρησε πολλούς ανθρώπους καί πολλούς οδήγησε στόν θάνατο.
Αυτή η πανδημία εξελίχθηκε σέ δύο φάσεις, η πρώτη από τόν Φεβρουάριο μέχρι τόν Μάρτιο τού 2020 καί η δεύτερη από τόν Οκτώβριο μέχρι τέλους τού 2020 καί συνεχίζεται καί εφέτος.
Καί στίς δύο φάσεις κλήθηκα, χωρίς νά τό επιδιώξω, νά παίξω έναν ρόλο, συγκεκριμένα νά διακονήσω τήν Εκκλησία, τήν μέν πρώτη φορά ως Εκπρόσωπος Τύπου τής Ιεράς Συνόδου, τήν δέ δεύτερη φορά ως επιλεγείς νά κάνω τό εμβόλιο κατά τού κορωνοϊού από τούς πρώτους, στήν θέση τού Αρχιεπισκόπου Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, γιά ποικίλους καί διαφόρους λόγους.
Θεωρώ ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος χειρίσθηκε τό θέμα αυτό μέ θαυμαστή διάκριση, ακολουθώντας τήν αριστοτελική αρετή, η οποία βρίσκεται μεταξύ τής υπερβολής καί τής ελλείψεως.
Στήν μικρή αυτή εισήγηση θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω μέ κάθε συντομία τέσσερεις συγκρούσεις, οι οποίες άρχισαν νά εμφανίζονται μέσα στήν κρίση αυτή, η οποία ήταν καί κοινωνική καί εκκλησιαστική, καί τήν οποία κλήθηκα νά αντιμετωπίσω. Τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όσο καί ο εκπρόσωπός της κληθήκαμε νά αντιμετωπίσουμε τέσσερεις αναφυόμενες συγκρούσεις.
Η πρώτη σύγκρουση πού θά μπορούσε νά γίνη ήταν μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας. Υπάρχουν διακριτοί ρόλοι μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας καί αυτοί οι ρόλοι φαίνονται από τήν όλη παράδοση τού Γένους μας καί τής Εκκλησίας, αλλά διατυπώθηκαν καί στό εν ισχύι Σύνταγμα τής Χώρας.
Η Πολιτεία καλείται νά υπηρετήση τόν άνθρωπο στίς κοινωνικές του σχέσεις καί νά ενδιαφερθή γιά τήν κατοχύρωση τής κοινωνικής του ελευθερίας, τήν διαφύλαξη τών ατομικών του ελευθεριών, τήν ανάπτυξη τής προσωπικότητός του διά τής παιδείας, τήν αρμονική συνύπαρξη όλων τών ανθρώπων σέ ένα κοινωνικό σύνολο.
Μέσα σέ αυτές τίς υποχρεώσεις τής Πολιτείας είναι καί η προστασία τής υγείας τών πολιτών.
Στό Σύνταγμα μέ τό άρθρο 3 καθορίζονται οι σχέσεις τής Πολιτείας καί τής Εκκλησίας, μέ τό άρθρο 13 προστατεύεται η ελευθερία τής θρησκευτικής συνείδησης καί η απόλαυση τών ατομικών καί πολιτικών δικαιωμάτων, καί μέ τό άρθρο 5 προστατεύεται τό δικαίωμα τής ελεύθερης ανάπτυξης τής προσωπικότητος τού ανθρώπου, η απόλαυση τής απόλυτης προστασίας τής ζωής, τής τιμής καί τής ελευθερίας τών πολιτών χωρίς διακρίσεις, καθώς επίσης απαγορεύονται οι περιορισμοί τής ελεύθερης κίνησης καί εγκατάστασης στήν Χώρα καί προστατεύεται τό δικαίωμα καθενός στήν προστασία τής υγείας καί τής γενετικής του ταυτότητας.
Όμως, στό συγκεκριμένο άρθρο (5ο) πού αναφέρεται στήν απαγόρευση μέτρων πού περιορίζουν σέ οποιονδήποτε Έλλληνα τό ατομικό του δικαίωμα γιά τήν ελεύθερη κίνηση προστίθεται ερμηνευτική δήλωση, πού έχει ισχύ συνταγματικού άρθρου, κατά τήν οποία δέν περιλαμβάνονται (στήν απαγόρευση) «η λήψη μέτρων πού επιβάλλονται γιά τήν προστασία τής δημόσιας υγείας ή τής υγείας ασθενών, όπως ο νόμος ορίζει».
Βάσει αυτής τής συνταγματικής διατάξεως εξεδόθησαν αφ’ ενός μέν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, αφ’ ετέρου δέ οι διυπουργικές αποφάσεις, πού αναφέρονται στήν «προστασία τής δημόσιας υγείας, ή τής υγείας τών ασθενών».
Η Εκκλησία τής Ελλάδος, τής οποίας αρμόδιο όργανο είναι η Ιεραρχία τής Εκκλησίας καί η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, έχει έργο νά κατευθύνη τούς Χριστιανούς στήν ένωση καί κοινωνία μέ τόν Χριστό, νά διδάσκη στούς Χριστιανούς τό θέλημα τού Θεού, νά θεραπεύη τά ψυχικά τους ασθενήματα, νά τηρή τούς όρους καί τούς κανόνας τών Τοπικών καί Οικουμενικών Συνόδων καί όλα εκείνα πού σχετίζονται μέ αυτά.
Φυσικά, η Εκκλησία ζή καί εργάζεται μέσα στήν ιστορία, καί μέσα από τό σύστημα τής συναλληλίας αποδέχεται τήν καλώς ευνομούμενη Πολιτεία, προσεύχεται υπέρ τών αρχόντων, ώστε νά νομοθετούν γιά τήν διαβίωση τών πολιτών καί τήν κοινωνική ειρήνη. Όμως, σέ θέματα πίστεως ιχύει ο λόγος τού Αποστόλου Πέτρου «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πρ. ε΄, 29).
Επειδή κατά βάση οι πολιτικοί ηγέτες είναι βαπτισμένα μέλη τής Εκκλησίας, η ρήξη μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας δέν είναι έντονη, αλλά οπωσδήποτε πρέπει νά καθορίζονται τά όρια μεταξύ τους καί οι διακριτοί ρόλοι τους.
Στήν περίπτωση τής πανδημίας, η οποία αναφέρεται στήν σωματική υγεία τού ανθρώπου, ενδιαφέρονται τόσο η Εκκλησία όσο καί η Πολιτεία, γιά διαφορετικούς σκοπούς η κάθε μιά από αυτές. Κατά τήν Εκκλησία η σωματική υγεία δέν απολυτοποιείται, αλλά βοηθά γιά τήν πνευματική υγεία τού ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος είναι τό συναμφότερο, αποτελείται από ψυχή καί σώμα. Έπειτα, καί η Εκκλησία ενδιαφέρεται γιά τήν μή μετάδοση τής ασθένειας στούς άλλους από αγάπη, γιατί η ασθένεια είναι ένας πειρασμός.
Έτσι, μέ όσα υποστήριξα στίς δημόσιες εμφανίσεις μου, επεδίωκα νά βρώ μιά χρυσή τομή, ώστε νά εξυπηρετήται ο όλος άνθρωπος καί, φυσικά, νά μή γίνη σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας στό θέμα τής πανδημίας πού αφορά τήν υγεία τών πολιτών.
Η δεύτερη σύγκρουση πού θά μπορούσε νά γίνη τήν περίοδο αυτή ήταν η σύγκρουση μεταξύ Πίστεως καί Επιστήμης. Πρέπει νά τονισθή ότι στήν μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση, όπως καθορίσθηκε κυρίως από τούς Πατέρας τού 4ου αιώνος, δέν έγινε σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί επιστήμης. Οι Πατέρες, όπως τό βλέπουμε στόν Μέγα Βασίλειο, τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης κ.ά., δέχονταν τά πορίσματα τής επιστήμης τής εποχής τους, σπούδασαν αυτήν τήν επιστήμη καί δέν έρχονταν σέ διάσταση μαζί της.
Ο Μέγας Βασίλειος στήν «Εξαήμερο», δηλαδή στήν ερμηνεία πού έκανε τής δημιουργίας τού κόσμου, προσέλαβε τά επιστημονικά δεδομένα τής εποχής του καί τά ενέταξε μέσα στήν προοπτική τής θείας Αποκαλύψεως. Αυτό γίνεται κυρίως μέ τήν ιατρική επιστήμη, πού αποβλέπει στήν θεραπεία ποικίλων ασθενειών.
Όμως, η σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί επιστήμης έγινε στήν Δύση κατά τόν Μεσαίωνα, αλλά μέ άλλη προοπτική, γιατί αυτή η σύγκρουση έγινε μεταξύ τού κοσμοειδώλου τής μεταφυσικής καί τής αναπτύξεως τών επιστημών, μέ τήν αποδέσμευσή τους από τήν μεταφυσική. Αντίθετα, οι Πατέρες τής Εκκλησίας ποτέ δέν αποδέχθηκαν τό κοσμοείδωλο τής μεταφυσικής, γι’ αυτό δέν ήλθαν σέ αντίθεση μέ τήν επιστήμη τής εποχής τους.
Ακριβώς, αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίο υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ πίστεως καί επιστήμης. Η πίστη είναι «επιστήμη τών θείων», όπως τήν αποκαλεί ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, καί αυτή η γνώση γίνεται μέ τόν νού, ενώ η ανθρώπινη επιστήμη ασχολείται μέ τά αισθητά, τά κτιστά καί χρησιμοποιεί ως όργανο τήν λογική. Οπότε, υπάρχει διττή μεθοδολογία ως πρός τήν γνώση τού Θεού καί τήν γνώση τού κόσμου, πού σημαίνει ότι δέν υπάρχει ενιαία μεθοδολογία.
Έπρεπε, λοιπόν, στό θέμα τής πανδημίας πού ανέκυψε νά κρατήσουμε τήν ισορροπία μεταξύ πίστεως καί επιστήμης, μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης, μεταξύ «επιστήμης τών θείων» καί «επιστήμης τών ανθρωπίνων», δηλαδή νά βρεθούν τά όρια μεταξύ τους, ώστε νά μή φθάσουμε στόν Μεσαίωνα όπου έγιναν τρομερές συγκρούσεις γιά επιστημονικά ζητήματα, ήτοι καύση βιβλίων, θάνατοι διά τής πυράς κ.ά.
Φυσικά, η επιστήμη πρέπει η ίδια νά θέτη κανόνες βιοηθικούς, αλλά καί η θεολογία νά προσδιορίζη τόν τρόπο μέ τόν οποίο θά εκφράζεται, γιατί υπάρχουν πολλά καί ποικίλα θεολογικά ρεύματα πού κυκλοφορούν σήμερα καί γι αυτό πρέπει νά τίθενται σταθερά καί αυθεντικά θεολογικά κριτήρια.
Η τρίτη σύγκρουση πού άρχισε κάπως νά εμφανίζεται κατά τήν περίοδο τής πανδημίας ήταν η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ Ιεράς Συνόδου καί μελών τής Εκκλησίας.
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού καί κοινωνία θεώσεως, δέν είναι ένα ανθρώπινο σωματείο, αλλά Θεανθρώπινο Σώμα. Ο τρόπος μέ τόν οποίο λειτουργεί αυτό τό Σώμα προσδιορίζεται καθαρά στίς Οικουμενικές Συνόδους, από τούς Πατέρες, οι οποίοι ήταν Θεόπνευστοι, καί καθόρισαν αυτόν τόν τρόπο μέ όρους, πού είναι τά όρια μεταξύ αληθείας καί πλάνης, καί μέ ιερούς Κανόνας. Έτσι, διασώζεται θαυμαστώς ο ιερός Θεσμός πού συγκροτεί τό Άγιον Πνεύμα -«όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής Εκκλησίας»- καί τό χάρισμα κάθε μέλους τής Εκκλησίας.
Συμβαίνει στήν Εκκλησία ό,τι καί στό Νοσοκομείο-Θεραπευτήριο γιά τίς σωματικές ασθένειες, όπου υπάρχει καί η θεσμική οργάνωση, μέ τήν διοίκηση, αλλά καί τό ιατρικό καί νοσηλευτικό προσωπικό, καί γι’ αυτό δέν πρέπει νά υπάρχη σύγκρουση μεταξύ αυτών, αφού καί οι δύο εξυπηρετούν τόν ίδιο σκοπό, μέ διαφορετικό τρόπο ο καθένας.
Όμως, συχνά παρατηρείται σέ διάφορες κρίσεις, όπως καί στήν πρόσφατη υγειονομική κρίση, νά γίνονται συγκρούσεις -μικρές ή μεγάλες- μεταξύ τού θεσμού τής Εκκλησίας και τών χαρισμάτων τών μελών της. Τό γράφω αυτό πολύ συμβατικά, γιατί καί ο ιερός θεσμός είναι χάρισμα. Εν πάση περιπτώσει πολλές φορές παρατηρείται δυσλειτουργία μεταξύ τών μελών τής Εκκλησίας, γιατί άλλες φορές η Ιερά Σύνοδος μπορεί πρός στιγμή νά ενεργή κατά παρέκκλιση από τίς αρμοδιότητές της, καί άλλοτε οι πιστοί νά υπερβαίνουν τά όριά τους καί νά παρερμηνεύουν τίς αποφάσεις της. Συνήθως τέτοιες παρεκκλίσεις θεραπεύονται μέ τόν χρόνο από τό Άγιον Πνεύμα, πού δρά καί ενεργεί στήν Εκκλησία.
Πάντως, αυτήν τήν περίοδο προσπαθούσαμε νά μήν υπάρξουν μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ Ιεράς Συνόδου καί τών μελών της. Μέ τίς Συνοδικές αποφάσεις καί τόν δημόσιο λόγο επιδιωκόταν νά υπάρχη, κατά τό μάλλον ή ήττον, εξισορρόπηση τών πραγμάτων γιά τό καλό τού ανθρώπου, ο οποίος δέν πάσχει μόνον από σωματικές ασθένειες, αλλά καί από ψυχολογικές, νευρολογικές καί πνευματικές ασθένειες.
Η τέταρτη σύγκρουση πού θά μπορούσε νά δημιουργηθή ήταν μεταξύ Εκκλησίας καί Μέσων Γενικής Ενημέρωσης. Η Εκκλησία έχει μιά παράδοση πού προέρχεται από τό παρελθόν, από τόν 19ο αιώνα πρό Χριστού μέ τήν αποκάλυψη τού Θεού στόν Πατριάρχη Αβραάμ μέχρι τόν 21ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή παράδοση σαράντα περίπου αιώνων. Τά Μέσα Γενικής Ενημέρωσης λειτουργούν μέ έναν σύγχρονο τρόπο, πού καθορίζει ο Κυβερνοχώρος, καί αναφέρεται στήν ενημέρωση τού συγχρόνου ανθρώπου καί επηρεάζεται από τήν νοοτροπία του. Οι άνθρωποι πού εργάζονται στά Μέσα Γενικής Ενημέρωσης έχουν υπ όψη τους τόν νεωτερικό καί μετανεωτερικό άνθρωπο πού διακρίνεται από τήν κυριαρχία τής λογικής, τών αισθήσεων ή τήν αμφισβήτησή τους, καί τήν πολυπλοκότητα τών σχέσεων, απηλλαγμένων από αναστολές, ηθικά συστήματα κ.ά.
Όταν, λοιπόν, ο λόγος τής Εκκλησίας πρέπει νά περάση στά Μέσα Γενικής Ενημέρωσης πρέπει νά γίνεται μέ έναν ιδιαίτερο καί προσεκτικό τρόπο. Οι δημοσιογράφοι, πού εκφράζουν, συνήθως, τίς κυρίαρχες τάσεις πού υπάρχουν στήν κοινωνία καί αποβλέπουν στήν ενημέρωση τού μετανεωτερικού ανθρώπου, κάνουν τό έργο τους μέ τά σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα τής επιστήμης τής επικοινωνίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο Εκπρόσωπος Τύπου τής Εκκλησίας πρέπει νά γνωρίζη καλά τόν ρόλο του, τίς αποφάσεις τής Ιεράς Συνόδου, τήν όλη θεολογική παράδοση τής Εκκλησίας, αλλά καί τόν σύγχρονο επικοινωνιακό λόγο, μέσα από τόν οποίο θά περάση αυτό τό μήνυμα, ώστε κατά τό δυνατόν, νά μή προκαλέση μέ τρόπο αρνητικό ούτε τούς αθέους, ούτε τούς αδιαφόρους, ούτε τούς θερμόαιμους Χριστιανούς.
Είναι, όντως, δύσκολο αυτό τό έργο, γιατί άλλη είναι η γλώσσα μέ τήν οποία πρέπει ο Κληρικός νά ομιλή στό εκκλησίασμα, μέ τό κήρυγμα, καί άλλη είναι η γλώσσα μέ τήν οποία πρέπει νά ομιλή στόν δημόσιο λόγο μέσα από τά ποικίλα Μέσα Γενικής Ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, ιστοσελίδες) καί στούς ποικίλους εκπροσώπους τών Μέσων αυτών.
Τό συμπέρασμα είναι ότι κατά τόν καιρό τής πανδημίας, τόσο στήν πρώτη όσο καί στήν δεύτερη περίοδό της πού κλήθηκα νά διακονήσω τήν Εκκλησία στόν καίριας σημασίας ρόλο τού Εκπροσώπου Τύπου τής Ιεράς Συνόδου καί τού Αρχιεπισκόπου, είχα βαθύτατη επίγνωση όλων αυτών τών κινδύνων πού προανέφερα, εννοώ τών ενδεχομένων συγκρούσεων μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας, μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης, μεταξύ Ιεράς Συνόδου καί μελών τής Εκκλησίας, μεταξύ Εκκλησίας καί Μέσων Γενικής Ενημέρωσης, καί προσπαθούσα μέ όσες δυνάμεις έχω νά τίς αποτρέψω.
Βεβαίως, ήταν επαχθές τό έργο αυτό, επικίνδυνο, σχεδόν «αυτοκαταστροφικό», όπως τό χαρακτήρισε ένας δημοσιογράφος. Δέχθηκα επαίνους καί ψόγους από όλες τίς πλευρές, αλλά τό έκανα μέ υπακοή στήν Εκκλησία, χωρίς ατομική ιδιοτέλεια καί μέ τήν βεβαιότητα ότι θά τό κρίνη η ιστορία καί οπωσδήποτε ο Θεός, ο Οποίος βλέπει τό βάθος τής καρδίας μας. Καί τελικά χαίρομαι επειδή θά μέ κρίνη ο Θεός πού βλέπει «τόν έσω άνθρωπο» καί όχι οι άνθρωποι, οι οποίοι βλέπουν εξωτερικά καί, συνήθως, είναι πολύ σκληροί.
pentapostagma.gr