Ιερωσύνη: Είναι βέβαιο πως ο κόσμος μας θεωρεί εμάς τους κληρικούς ως προνομιούχους και σ’ αυτό, πιστεύω, πως δεν έχει άδικο.
Διότι το μέγα προνόμιο της Ιερωσύνης είναι η άρση του Σταυρού, η σιωπηλή άρση, κι ας νομίζει ο κόσμος πως η βιοτή και η διακονία ενός συνειδητού παπά είναι ταυτισμένη με την πολυτέλεια, την ευμάρεια, την ηρεμία και την ξεκούραση. Βλέπεις, η άγνοια με την ιεροκατηγορία συμβαδίζουν πάντοτε.
Ωστόσο, το βασικό έδρανο, πάνω στο οποίο υψώνεται και στηρίζεται η Ιερωσύνη είναι, και θα παραμείνει να είναι έως της συντελείας, ο μαρτυρικός λόφος του Γολγοθά. Εκεί που υψούται κι ο σταυρός του κάθε κληρικού που με εύορκο συνείδηση και θεοπειθή μαρτυρία διακονεί «τον Κύριον των Πάντων».
Γιατί, τι άλλο είναι η Αγία Τράπεζα, η στολισμένη με ματωμένα λείψανα Αγίων και στεφανωμένη με την παρουσία του Εσταυρωμένου; Ένας νοητός Γολγοθάς, που οφείλει, κάθε γιορτή και κάθε Κυριακή (γιατί όχι και κάθε μέρα;) να ανεβεί ο κάθε κληρικός, οποιασδήποτε ιερατικής βαθμίδος, μορφώσεως και υπεροχής αν είναι. Διότι μπροστά Του «διάκονοι πάντες εσμέν».
Και τι διάκονοι… Ο κάθενας με τον σταυρό του, αυτόν που προτίμησε να λάβει, αυτόν που η θεία Χάρις του επέδωσε γνωρίζοντας πολύ καλά το γιατί: Ένα γιατί φαρμακωμένο και επαχθές κάποτε, όπως της Μ. Εβδομάδας οι μέρες, οι οποίες, ωστόσο, οδηγούν αλάνθαστα στην Ανάσταση, την έκρηξη αυτή της χαράς και της αγαλλιάσεως.
Της ειρήνης και του ανασασμού της ψυχής που αναμένει, όπως οι νεοσσοί στις φωλιές περιμένουν την προσφορά των γονιών τους. Και για τον κάθε συνειδητό κληρικό ο Θεός είναι ο γονιός που τον υπεραγαπά, κάποτε περισσότερο από τους σαρκικούς του γονείς.
Γιατί, κακά τα ψέματα, πόσοι και πόσοι των κληρικών δεν πικράθηκαν από την αρνητική στάση και τον απαξιωτικό λόγο των γονιών τους όταν θέλησαν ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο της Ιερωσύνης…
Στο περιθώριο όλων αυτών που προειπώθησαν, απομένει ως φωτεινός αστήρ, που οδηγεί όπως ο άλλος αστέρας κάποτε (Μτθ. 2, 10), στη σωτηρία, ο Σταυρός του Κυρίου.
Το καύχημα του Απ. Παύλου (Γαλ. 6, 14), αλλά και του κάθε κληρικού. Και πιστεύω, πως δίπλα στον Εσταυρωμένο μοναχό που ζωγράφισαν, πρέπει να τοποθετηθεί κι ο σταυρωμένος κληρικός: Έγγαμος ή άγαμος. Γιατί δεν είναι και λιγοστά τα βέλη που δέχονται, μήτε και άλλης αξίας από εκείνη των μοναχών. Και μη λησμονούμε πως το τροπάριο που ψάλλεται κατά την Εξόδιο Ακολουθία των κληρικών στα ευλογητάρια, συμπυκνώνει όλη την σταυρική πορεία τους και δικαίως ο υμνωδός αναφέρει: «Οι τον Σταυρόν ως ζυγόν αράμενοι και εμοί ακολουθήσαντες εν πίστει, δεύτε απολαύετε ά ητοίμασα υμίν βραβεία και στέφη τα ουράνια».
Το γιατί μας το επεξηγεί θαυμάσια ο ι. Χρυσόστομος, ο οποίος και αναφέρει για τον συνειδητό και αφιερωμένο κληρικό, που αγόγγυστα ανεβαίνει τον προσωπικό του Γολγοθά αίροντας τον σταυρό του και ακολουθώντας τα χνάρια της πορείας Εκείνου που διακονεί και παράλληλα δέχεται την άφατο φιλανθρωπία Του.
«Προσπίπτω και δέομαι δάκρυσι και στεναγμοίς ίνα εσοπτρίσωμαι εις τούτον τον θησαυρόν της ιερωσύνης, τοις αυτόν φυλάττουσιν αξίως και οσίως» (ι. Χρυσόστομος).
Όπως το κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, μία εκ των οποίων είναι πάντα ορατή, έτσι κι η Ιερωσύνη: πίσω από τα βαρύτιμα άμφια, τον διάκοσμο και τα όσα άλλα εντυπωσιάζουν υπάρχει η αθέατη πλευρά της, η σταυρωμένη Ιερωσύνη, με το πλήθος των ματωμένων πληγών, που ξέρει πολύ καλά να τις φροντίζει και θεραπεύει η Αγάπη Του.
Πρωτ. Κωνσταντίνου Καλλιανού,
Εφημ. Ι. Ν. Αγίου Παντελεήμονος Σκοπέλου, Ι. Μ. Χαλκίδος
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» τεύχος 9 – Σεπτέμβριος 2014