Αντιμήνσιο: Μια παράξενη, αλλά γοητευτική ιστορία κρύβεται πίσω από το ταξίδι τον 18ο αιώνα ενός ρωσικού αντιμήνσιου από την ονομαστή Μητρόπολη του Κιέβου, κοιτίδας των Ρως, σε ένα εκκλησάκι – πιθανόν μοναστήρι – της Κουνουπιάς, ενός ορεινού ( 800 μέτρα) οικισμού του όρους Πάρνωνα, ακόμη και σήμερα σχεδόν απομονωμένου, στα σύνορα μεταξύ Αρκαδίας και Λακωνίας.
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Το αντιμήνσιο είναι ιερό λειτουργικό άμφιο, το οποίο αντικαθιστά την Αγία Τράπεζα όταν δεν υπάρχει, ή όταν υπάρχει, αλλά δεν είναι καθιερωμένη. Γράφει διάταξη του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νείλου του Κεραμέως (1380-1388): «Στρατηγοί ή βασιλείς πολλάκις απέρχονται εις ταξίδια και εις τόπους αλλοφύλων, ένθα ουκ έστι θείος ναός, αλλά και ευλαβείς τινές ιερωμένοι εξέρχονται των ιδίων πόλεων ή του μοναστηρίου και απέρχονται δι’ έρωτα ησυχίας τε και αναχωρήσεως εις έρημον τόπον…Δια ταύτας τας αιτίας, επειδή έχουσιν ανάγκην ούτοι αγιάζεσθαι, εύρομεν εκδεδομένον παρά των αγ. πατέρων των θείων και ιερών Συνόδων, ότι δέδοται αυτοίς ή δια σανίδος, ή δια πανίου ιερά Τράπεζα καθιερωμένη και τιθέασιν αυτήν οι λαβόντες εν ιδίω τόπω…και ιερουργούσιν..» (Πρωτ. Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν Αυτώ», Εκδ. Γρηγόρη, Εκδ. 5η, Αθήνα, 1969, σελ. 173).
Ο Άγιος Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (; – 1429) γράφει για τα ιερά αντιμίνσια (Σημ. γρ. γράφεται και ιώτα, ο Κων. Καλλίνικος θεωρεί ορθότερη τη γραφή με ήτα): «Αυτά είναι εξ υφάσματος λιναρίου και αντί τραπέζης ιεράς γίνονται, τα οποία δε ραπτόμενα ετοιμάζονται κατά τον τρόπον, κατά τον οποίον η διάταξις γράφει…Όταν δε το καλέση ο καιρός, ως αγιασθέντα ήδη τελείως, εξαποστέλλονται αυτά με την γνώμην και την άδειαν του αρχιερέως εις τόπους, όπου δεν είναι θυσιαστήρια και τελείται επάνω εις αυτά η θεία των μυστηρίων ιερουργία» (Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης «Τα Άπαντα», Εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη, ακριβής ανατύπωσις εκδ. εν έτει 1882, σελ. 134).
Κατά τον Θεσσαλονίκης Συμεών η τελετή καθαγιασμού των θείων αντιμηνσίων είναι ομοία με εκείνη του καθαγιασμού της Αγίας Τραπέζης και όπως σημειώνει τα αντιμήνσια πρέπει να είναι εκ λινού υφάσματος
«επειδή παριστάνουσι τα πάθη του Σωτήρος και είναι από γης ως εντάφια…Βάλλονται δε και εις αυτά, καθώς και εις την αγίαν τράπεζαν τέσσερα μέρη υφάσματος εις τύπον των τεσσάρων Ευαγγελιστών, των οποίων επιγράφει και τα ονόματα». (Αυτ. σελ. 142).
Υπάρχει λοιπόν στην Κουνουπιά ένα ρωσικό αντιμήνσιο, το οποίο είναι σε ικανοποιητική κατάσταση και, όπως φαίνεται καθαρά σε αυτό, το υπέγραψε ο Μητροπολίτης Κιέβου Τιμόθεος (Σερμπάτσκι) στις 10 Μαΐου 1755. Ο Τιμόθεος ήταν ένας εμπνευσμένος κληρικός, με Ορθόδοξη πνευματικότητα και διετέλεσε, μεταξύ των άλλων, Ηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου. Τον Σεπτέμβριο του 1744 η Τσαρίνα Ελισάβετ επισκέφθηκε το Κίεβο και δέχθηκε την πρόταση του Τιμοθέου να φιλοξενηθεί στο Μοναστήρι. Εκεί είχε συζητήσεις μαζί του και πολύ τον εξετίμησε. Όταν εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Κιέβου Ραφαήλ (Ζαμπορόβσκι), εξελέγη το 1747, από αρχιμανδρίτης, στη θέση του και ενθρονίστηκε στις 6 Μαρτίου του 1748. Το 1757 ζήτησε να αποσυρθεί από τα καθήκοντά του και να εγκαταβιώσει σε Μοναστήρι, αλλά η Σύνοδος δεν εδέχθη την παραίτησή του και αντί αυτής τον εξέλεξε Πατριάρχη Μόσχας. Τελικά απεσύρθη το 1767 και τον ίδιο χρόνο απεβίωσε.
Από τα υπάρχοντα στοιχεία το αντιμήνσιο της Κουνουπιάς, το οποίο φέρει την υπογραφή του Μητροπολίτη Κιέβου και μετά Πατριάρχου Μόσχας Τιμοθέου, είναι από τα ολίγα που διασώζονται με την υπογραφή του συγκεκριμένου πρωθιεράρχου και εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγάλης αξίας, ως λειτουργικό κειμήλιο και ως εξαιρετικό, για τον 18ο αιώνα, τεχνούργημα. Είναι αρίστης ποιότητας χαλκογραφία σε λινό ύφασμα πλουσίως διακοσμημένο και ακολουθεί την ελληνική Ορθόδοξη Παράδοση. Υπάρχει σε αυτό η Αποκαθήλωση, ο Θεός Πατέρας, το Άγιο Πνεύμα, η Παναγία, οι Ιωσήφ και Νικόδημος, αι Μυροφόροι και στις τέσσερις γωνίες οι Ευαγγελιστές, με τα σύμβολά τους, ο Ματθαίος με τον άγγελο – άνθρωπο, ο Μάρκος με τον λέοντα, ο Λουκάς με τον βουν και ο Ιωάννης με τον αετό. Ο Θεός Πατήρ είναι στην κορυφή και εντίς τριγώνου αναγράφεται η λέξη ΘΕΟΣ σε φόντο πολύ φωτεινό και περιβάλλεται από αγγέλους. Στο πλάϊ παρίστανται τα όργανα του Μαρτυρίου και της Σταυρώσεως του Κυρίου. Στην Αποκαθήλωση, που είναι στο κεντρικό και δεσπόζον μέρος του αντιμηνσίου, εμφανίζονται στην κεφαλή ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και στους πόδες του Κυρίου ο Άγιος Νικόδημος, που φρόντισαν για τον ενταφιασμό Του. Πίσω από το Άγιο Σώμα εξ αριστερών προς τα δεξιά ιστορούνται ο Άγιος
Ιωάννης ο Θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, στον οποίο εμπιστεύθηκε την Μητέρα Του, η του Κλωπά, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου – στο κέντρο της παράστασης –, η Μαρία η Μαγδαληνή και η του Ιακώβου.
Επί του αντιμηνσίου είναι γραμμένα στα ρωσικά τα ακόλουθα:
«Το ιερότατο Αντιμήνσιο, ήτοι η Αγία Τράπεζα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αγιάσθηκε από την χάρη του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος και την ευλογία της Αγιωτάτης Διοικούσης Συνόδου και ευλογήθηκε από τον Ορθόδοξο ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπο – Μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας ΤΙΜΟΘΕΟ». Και σε άλλο σημείο αναγράφεται: «Επί βασιλείας της Ευσεβεστάτης Μεγάλης Ηγεμονίδος μας αυτοκράτειρας ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΕΤΡΟΒΝΑΣ, αυτοκράτειρας πασών των Ρωσιών, κατά το έτος από κτίσεως κόσμου 7163, από γεννήσεως Ιησού Χριστού 1755, μήνα Μάϊο, ημέρα 10η, επ’ αυτού ιερουργήθηκε η Θεία Λειτουργία στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ελληνική χώρα, στο νησί Αμορένσκι και στη μονή Κονφίισκι». (Από το βιβλίο της Βενετίας Γεωργοστάθη – Ντάσκα «Η Παναγία της Κουνουπιάς», 2011, σελ. 54. Η Μονή πρέπει να είναι η Παναγία της Κουνουπιάς ).
Το συναρπαστικό στην περίπτωση είναι ότι στο περιθώριο του αντιμηνσίου υπάρχουν κείμενα στα ελληνικά που πρέπει να είναι τυπωμένα την ίδια εποχή και εν όψει να τον φέρουν στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Κουνουπιά. Το ένα γράφει σε μεγαλογράμματη γραφή:
«Επί του κράτους της ευσεβεστάτης Μεγάλης ημών ιμπερατρίσης Ελισάβετ Πετρόβνας αυτοκρατορίσης Ρωσίας εν έτει από κτίσεως κόσμου 7163 από Χριστουγέννων 1755 10η μηνός Μαΐου».
Σε άλλο σημείο αναγράφονται, πάλι σε μεγαλογράμματο γραφή, τα ακόλουθα: (Σημ. Για την ευκολία του αναγνώστου γράφεται σε μικρογράμματη γραφή και ελαφρώς διορθωμένο ορθογραφικά και εννοιολογικά:
« Αντιμήνσιον, τουτέστιν Τράπεζα καθιερωθέν Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Καθιερώθη τη χάριτι του Παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος ευλογία της Αγιοτάτης Διοικήσεως της Συνόδου χειροποιηθέν και ευλογηθέν δια του Ορθοδοξάτου Θεία Θελήσει Μητροπολίτου Κιέβου και Γαλητσίας Τιμοθέου».
Το, πέραν όλων των προηγούμενων, εντυπωσιακό στοιχείο του αντιμηνσίου είναι ότι αναγράφεται ελληνικά και μεγαλογράμματα κάτι έχει φθαρεί πολύ από τον χρόνο και φαίνεται ότι φωτίζει την ιστορία και
το ταξίδι του αντιμήνσιου από την τρανή πόλη του Κιέβου και υπογραφόμενο από τον Ιεράρχη της Τιμόθεο, που εξελέγη στη συνέχεια Πατριάρχης Μόσχας. Γράφει: «Εις τον ιερουργούντα επαυτώ την Θείαν Λειτουργίαν εν τω Ναώ της (Παναγίας) Μητρός Κοιμήσεως και εις μέρος Νησί Μορέως εις την Κυνουρίαν Λακεδαίμονος, Μέρος Κουνουπιά (;)». (Σημ. Το «Κουνουπιά» δεν φαίνεται καθαρά).
Πώς βρέθηκε το αντιμήνσιο στην πολίχνη της Κυνουριακής Κουνουπιάς από το Κίεβο; Η Κουνουπιά τον 18ο αιώνα δεν είχε καθόλου εύκολη πρόσβαση ακόμη και προς τα σχετικά κοντινά κέντρα της Κυνουρίας Πραστό και Άγιο Πέτρο. Τότε και με τα μέτρα της εποχής ήταν ένα σχετικά κατοικημένο χωριό. Στην απογραφή που διενήργησαν οι Ενετοί το 1700 η Κουνουπιά περιλαμβανόταν στην Επαρχία των Χρυσάφων. Σε αυτήν το πιο κατοικημένο μέρος ήταν ο Πραστός, με 373 οικογένειες και 1230 κατοίκους. Η Κουνουπιά είχε 91 οικογένειες και 290 κατοίκους. Για σύγκριση το κοντινό της χωριό Μαρί είχε 17 οικογένειες και 51 κατοίκους. (Βασίλη Παναγιωτόπουλου «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου – 13ος – 18ος αιώνας», Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα, 1985, σελ. 282-283). Το εμπόριο των προϊόντων της Κουνουπιάς γινόταν δια μέσου της θαλάσσης και κυρίως δια μέσου του στην Λακωνία ευρισκομένου μικρού λιμένος του Κυπαρισσίου.
Για τις προμήθειες τους έως και τη δεκαετία του 1960, οι κάτοικοι της Κουνουπιάς προτιμούσαν να μεταβαίνουν με τα ζώα μέσα από μονοπάτια στο Γεράκι της Λακωνίας, που είναι στις υπώρειες της άλλης, της δυτικής, πλευράς του Πάρνωνα. Η βυζαντινή κωμόπολη του Γερακίου συνέχισε την ιστορία της, μια συνεχή ιστορία αιώνων, επί ενετοκρατίας και τουρκοκρατίας έχοντας αρκετό για την εποχή πληθυσμό και σημαντικές αγροτικές, βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες. Στην απογραφή του 1700 το Γεράκι είχε 1009 κατοίκους και ήταν 14ο σε πληθυσμό στην Πελοπόννησο. Πρώτο σε πληθυσμό ήταν το Ναύπλιο, με 6.548 κατοίκους, δεύτερη η Πάτρα με 3832, έκτη η Καλαμάτα με 1.362, ένατος ο Πραστός των Τσακώνων με 1.230 και δωδέκατος ο Μυστράς, με 1.048 κατοίκους.
Το Γεράκι είναι αποδεδειγμένο ότι είχε εκκλησιαστικές σχέσεις με τη Ρωσία. Στον μεταβυζαντινό (ανηγέρθη το 1702) Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γερακίου υπάρχει εικόνα της Μεγαλόχαρης, η οποία είναι ιστορημένη στη Μόσχα. Την δώρισε στο ναό της ιδιαίτερης πατρίδας του ο αγιορείτης ιερομόναχος Δανιήλ, ο οποίος την αγόρασε
από το ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος. Επί της αργυράς εικόνος της Παναγίας γράφεται η αφιέρωσή του: «Εγράφη η εικών του ΘΥ ΜΟΥ της μητρός M.P.C. εν Μοσχοβία τη κλητή, δια δαπάνης της εμής Δανιήλ προηγουμένου και ελαχίστου, του εν τω Αγίω Όρει του Άθωνος, εκ της Μονής των Ρούσων, του Αγίου Παντελεήμονος, ον η Πατρίς Πελοπόννησος, η κώμη η εμή Ιεράκι κράζεται και νυν. Ο πατήρ δε ο εμός Γεώργιος Εκοσταμπράτης. Οι προσκυνούντες δε Αυτήν εύχεσθαι υπέρ εμού του ταπεινού. Ινδικτιώνος 12 1690 Μαρτίου Στ΄» (Νίκου Π. Βατσούρη, άρθρο γραμμένο στο περιοδικό «Λακωνικά», τεύχος 45, 1971, σελ. 77). Η ρωσική εικόνα στο Γεράκι είναι μια ακόμη απόδειξη, ότι υπήρχε επαφή των ελλήνων ιερομονάχων, μοναχών και λαϊκών με τους ρώσους, είτε με επισκέψεις στη Ρωσία, για οικονομική ενίσχυση, είτε δια μέσου της αγιορείτικης μονής του Αγίου Παντελεήμονος.
Δεν αποκλείεται μια τέτοια περίπτωση, όπως αυτή του Γερακίου, να είναι της Κουνουπιάς. Ιερομόναχος δηλαδή που καταγόταν από το εν λόγω χωριό να είχε σχέση με την Ρωσία να υπηρέτησε ως κληρικός σε αυτήν, να έφερε το αντιμήνσιο από εκεί και με αυτό να τελούσε τη Θεία Λειτουργία στις εκκλησιές των πολλών χωριών της περιοχής, των οποίων οι Άγιες Τράπεζές τους δεν είχαν καθαγιαστεί. Ο ίδιος μπορεί να έφερε και τις αξιόλογες ρωσικές εικόνες, που επίσης φυλάσσονται στο Ναό της Παναγίας, στην Κουνουπιά. Ποιος είναι ο ανώνυμος κληρικός, ο ευεργέτης της Κουνουπιάς και όχι μόνο; Έκανε μεγάλο ταξίδι με τα μεταφορικά μέσα της εποχής και έφερε πολύτιμα κειμήλια στο χωριό, που ήταν σχεδόν απρόσιτο στο ανατολικό ορεινό άκρο της Πελοποννήσου. Οι ρωσικές εικόνες της Παναγίας και του Κυρίου Ιησού Χριστού έχουν και σημαντικό βάρος…Κάποια στιγμή ίσως να βρεθεί ποιος είναι….
Κινήσεις και επαφές μεταξύ των υποδούλων Ελλήνων, κληρικών και λαϊκών, με τη Ρωσία υπήρχαν και στους προηγούμενους του 18ου αιώνες. Ήδη το 1653 έπειτα από παράκληση των παρεπιδημούντων στη Μόσχα Ελλήνων η ρωσική σταυροπηγιακή Μονή του Αγίου Νικολάου περιήλθε σε ελληνικά χέρια: οι μοναχοί της μεταφέρθηκαν αλλού και στη θέση τους εγκαταστάθηκε ο αρχιμανδρίτης Κλήμης από τη Μονή Ιβήρων (Άρθρο Όλγας Αλεξανδροπούλου «Η ελληνική μονή Αγίου Νικολάου στη Μόσχα», Ακαδημίας Αθηνών «Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά», Τόμος 6ος, Αθήνα, 2000, σελ. 111).
Ο Ρώσος ιστορικός ερευνητής Α. Ρόγκοφ γράφει ότι κατά τους 16ο και 17ο αιώνες μαζί με τις πολυάριθμες χρηματικές δωρεές, οι οποίες έρχονταν στην Ελλάδα από τη Ρωσία «εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο ρωσικές εικόνες, καλλιτεχνικά κεντήματα και διάφορα είδη από μέταλλο». Ο ίδιος γράφει ότι το 1632 ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις ενημερώνει τον τσάρο Μιχαήλ Φιοντόροβιτς και τον Πατριάρχη Φιλάρετο, ότι όταν έβαλε στο ναό του Αγίου Γεωργίου τις εικόνες που έλαβε από τη Μόσχα, το έμαθε όλος ο λαός και συνάχθηκε στην εκκλησία. (Α. Ρογκόφ «Οι Ρωσοελληνικές πολιτιστικές σχέσεις από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα έως τον 17ο αιώνα» εις Τόμο «Χίλια Χρόνια Ελληνισμού Ρωσίας», Εκδ. «Γνώση», 1994, σελ. 135).
Οι επαφές έγιναν πυκνότερες από τον Μεγάλο Πέτρο και μετά, έως και τον Νικόλαο Α΄, επί των ημερών του οποίου υπογράφτηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Κατά τον 18ο αιώνα οι προσπάθειες των Ελλήνων, κυρίως κληρικών, να πείσουν τη ρωσική κρατική ηγεσία να βοηθήσει στην απελευθέρωση της Ελλάδος ήσαν μεγάλες και πάντοτε οι Ρώσοι τους απογοήτευαν και τους έριχναν βορά στους βάρβαρους κατακτητές τους. Γράφει ο Παντελής Κοντογιάννης: « Οι Ρώσοι μόνον όταν ενόμιζον τας περιστάσεις ευμενείς εις αυτούς προς καταπολέμησιν των Τούρκων, εφαίνοντο εισακούοντες τας δεήσεις των δεδουλωμένων χριστιανών και επεχείρουν να εξεγείρωσιν αυτούς , ίνα έχωσι επικούρους προς εκπλήρωσιν των ιδιοτελών σκοπών των» ( Παντ. Μ. Κοντογιάννη «Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β΄ Ρωσσοτουρκικόν πόλεμον 1768-1774», Εν Αθήναις, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1903, σελ. 15).
Πρώτος ο σοφός Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669-1707) είχε πολλές συζητήσεις για να πείσει τους Ρώσους να απελευθερώσουν τους Έλληνες και τους Αγίους Τόπους, αλλά αυτοί ουδέν έπραξαν. Περισσότερο ήθελαν να καταλάβουν τους Αγίους Τόπους σε βάρος των Ελλήνων, παρά να εκδιώξουν από αυτούς τους Οθωμανούς. Πλην του Δοσιθέου ο κληρικός Σεραφείμ το 1704 απηύθυνε στον Βογιάρο Γολόβιν έγγραφο, στο οποίο τον ενημέρωσε για τις συζητήσεις που είχε εκ μέρους Ελλήνων ιεραρχών με την πολιτική ηγεσία της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Αγγλίας, προς αποκατάσταση ελευθέρας της Ελλάδος. Όμως, όπως σημειώνει, «κατενόησε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν ήθελον να υποβοηθήσωσι την ελευθέρωσιν των χριστιανών της βαλκανικής χερσονήσου, και ότι ταύτην μόνον δια των ιδίων των δυνάμεων έπρεπε να κατορθώσωσιν» (Αυτ. σελ. 17-18).
Οι υποσχέσεις και ο εμπαιγμός συνεχίστηκε και το 1730. Τότε ο στρατάρχης Μούνιχ έπεισε την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Άννα (1730-1740) ότι «πάντες οι Έλληνες εθεώρουν αυτήν ως την νόμιμον κυρίαρχόν των… και ότι έπρεπε να ωφεληθώσιν οι Ρώσοι τον ενθουσιασμόν αυτών και τας ελπίδας και να βαδίσωσι κατά της Κωνστατινουπόλεως, διότι ουδέποτε ίσως αι συμπάθειαι των Ελλήνων θα ήσαν θερμότεραι και αι περιστάσεις ευνοϊκώτεραι» Η αυτοκράτειρα ενέκρινε το σχέδιο. Απόστολοι εντεταλμένοι από τον Μούνιχ, διέσπειραν άφθονον χρυσόν και προκηρύξεις εν Θετταλία και Ηπείρω και εκάλουν τους Έλληνας εις επανάστασιν κατά της Πύλης. Πλήρεις ελπίδων οι Έλληνες περιέμεναν το σύνθημα της εξέγερσης. Αυτό ουδέποτε δόθηκε. Το 1739 η Ρωσία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς… Μια ακόμη απογοήτευση για τους Έλληνες. (Αυτ. σελ. 30).
Στην εποχή της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ (1741-1762) νέοι απόστολοι διέδωκαν φήμες στη Μάνη, όπου εμφανίστηκε κάποιος Ρώσος ιερέας, που γύριζε σε διάφορα μέρη και προπαγάνδιζε ότι επίκειται ρωσοτουρκικός πόλεμος. Από την πλευρά της η Ελισάβετ «έπεμπε πάμπολλα αφιερώματα εις τας ελληνικάς εκκλησίας και εις τας μονάς του Άθωνος, διένεμε περιτραχήλια εις τους ιερείς, ίνα κρατή αυτούς προσηλωμένους εις την Ρωσίαν, διετήρει μισθωτούς αποστόλους εν Αλβανία και εν Ελλάδι, οίτινες εντολήν είχον να υποθάλπωσι την αφοσίωσιν των υποδούλων χριστιανών εις την κραταιάν αυτοκρατορίαν του βορρά, διένεμε δε και άφθονα ελέη πανταχού της Ανατολής. Ούτω δεν εξεπληρώθησαν αι ελπίδες των Ελλήνων και επί της Ελισάβετ». (Αυτ. σελ. 31).
Δύο τυπικές ρωσικές εικόνες υπάρχουν επίσης στην Κουνουπιά, εκ των οποίων η μία θεωρείται δωρεά της Μεγάλης Αικατερίνης και ενισχύει την άποψη του Παντελή Κοντογιάννη ότι στέλλονταν εικόνες από τη Ρωσία για τη σύσφιγξη των σχέσεών της με τους Έλληνες. Βεβαίως πάντα παραμένει το αναπάντητο ερώτημα γιατί η δωρεά στην Κουκουπιά, ένα μικρό χωριό απομονωμένο, πάνω στον Πάρνωνα και όχι σε μια μεγάλη πόλη.
Το αντιμήνσιο μπορεί να φέρει την υπογραφή του τότε Κιέβου Τιμοθέου, με χρονολογία το 1755, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνη τη χρονιά τούτο ήρθε στην Κουνουπιά. Η Ελισάβετ αποθνήσκει το 1762 και αναλαμβάνει το θρόνο της η Αικατερίνη Β΄, μετά από ένα βραχύτατο χρονικό διάστημα όπου έμεινε στο θρόνο ο σύζυγός της Πέτρος, Αυτής τον σεβασμό και την εκτίμηση απολάμβαναν οι εξαίρετοι Κερκυραίοι
κληρικοί και λογάδες του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης. Επί των ημερών της Αικατερίνης συνέβησαν τα τραγικά για τους Έλληνες λεγόμενα Ορλωφικά. Κατ’ αυτά πάλι οι Έλληνες παρασύρθηκαν σε θανάσιμη παγίδα. Λόγω της επιθυμίας τους να ελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό, πάλι πίστεψαν ότι οι Ρώσοι θα τους βοηθούσαν αποφασιστικά και πάλι αυτοί τους άφησαν στο έλεος των ισλαμιστών τούρκων και αλβανών.
Οι επί εννιά χρόνια σφαγές των Πελοποννησίων από τους Αλβανούς ωρίμασαν τους Έλληνες, όπως γράφει ο Τάσος Γριτσόπουλος. Πύκνωσαν τα ένοπλα σώματα της πελοποννησιακής κλεφτουριάς, προς άμυνα στις αγριότητες των Αλβανών και αυτά αποτέλεσαν τη μαγιά για την Επανάσταση του 1821. Χωρίς να παύσουν να προσδοκούν ενίσχυση από Βορρά οι Έλληνες απέδειξαν στην πράξη ότι η περιπέτεια 1770 – 1779 τους δίδαξε να στηρίζονται στις δυνάμεις τους, να αναπτύσσουν άμιλλα εις κάθε έργο προόδου, να συντηρούν μονίμως τον αναβρασμό των πνευμάτων και να οπλίζονται με θάρρος. Και επιλέγει ο Γριτσόπουλος: « Κατά ταύτα την καταιγίδα διεδέχθη ηρεμία, μείζων δραστηριότης, πείσμα και χρησιμοποίησις της κτηθείσης πείρας, ώστε εντός της τεσσαρακονταετίας η χώρα ολόκληρος ανασυνεκροτήθη και εξ αυτής αφωρμήθη ο νέος και νικηφόρος Αγών του 1821». (Τάσου Γριτσόπουλου «Τα Ορλωφικά – Η εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής», «Μνημοσύνη», Ετήσιον περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεωτέρου Ελληνισμού, Παράρτημα υπ’ αριθμόν 1, Εν Αθήναις, 1967, σελ. 180).
Οι μετά την αποτυχία της Επανάστασης του 1770 φόνοι, εμπρησμοί και λεηλασίες των αλβανών σε βάρος των Ελλήνων, κυρίως στην Πελοπόννησο, είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί να καταφύγουν στα δυσπρόσιτα ορεινά χωριά της Κυνουρίας, ένα από τα οποία ήταν η Κουνουπιά. Τους περισσότερους συγκέντρωσε ο Πραστός. Οι κάτοικοι διέξοδο είχαν την θάλασσα και πολλοί πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, εκεί πλούτισαν, δάνεισαν κεφάλαια στους ναυτικούς της Ύδρας και των Σπετσών και διενήργουν και εμπόριο ακτοπλοΐας με λιμάνια το Άστρος, το Λεωνίδιο και για την Κουνουπιά και τα γύρω χωριά, Μαρί, Χούνη, Κρεμαστή, το Κυπαρίσσι.
Σήμερα η Κουνουπιά είναι ένας μικρός ορεινός οικισμός του Δήμου Νότιας Κυνουρίας, που έχει έδρα το Λεωνίδιο. Κατά την απογραφή του 2011 έχει 51 κατοίκους, οι οποίοι τον χειμώνα γίνονται λιγότεροι. Συνδέεται με άσφαλτο με το Λεωνίδιο, από το οποίο απέχει 31
χλμ. Συνδέεται επίσης με άσφαλτο με τη Λακωνία. Το ευχάριστο γεγονός για την Κουνουπιά είναι ότι οι λίγοι κάτοικοί της είναι πολύ πιστοί σε αυτήν. Αυτοί διατηρούν το Ναό της Παναγίας σε αρίστη κατάσταση και αυτοί διαφύλαξαν τα πολύτιμα κειμήλια, όπως είναι το αντιμήνσιο και οι ρωσικές εικόνες. Αυτοί επιμελούνται κάθε 15Αύγουστο το πανηγύρι, το οποίο συγκεντρώνει πλήθος πιστών από την Αρκαδία και τη Λακωνία. Οι ίδιοι επιμελούνται την κατά το δυνατόν συντήρηση των πολύτιμων εικόνων του τέμπλου, τις οποίες έχει ιστορήσει ο Φώτης Κόντογλου, από τις λίγες που έχει αγιογραφήσει εκτός της Αττικής. Οι κάτοικοι της Κουνουπιάς περιμένουν τους ειδικούς από τη Ρωσία και την Ελλάδα να ανακαλύψουν περισσότερα στοιχεία για το ταξίδι του αντιμήνσιου από το Κίεβο στην Κουνουπιά και για την προέλευση των ρωσικών εικόνων. Όλα φυλάσσονται στο Ναό της Παναγίας, ως πολύτιμα κειμήλια. Και μόνο η περιπέτεια της αναζήτησης και της έρευνας αξίζει τον κόπο.