Τού Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ
Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Μέ τήν ευκαιρία τού εορτασμού τής Κυριακής τής Ορθοδοξίας, κατά τόν οποίο ενθυμούμεθα τήν αναστήλωση τών ιερών καί σεπτών εικόνων, ως καί τήν νίκη καί τόν θρίαμβο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τυγχάνει επάναγκες, όπως τονισθεί τό μέγα χρέος τής μαρτυρίας καί αποστολής τής ορθοδόξου πίστεως στούς δυσχερείς καιρούς μας.
Είναι γεγονός, ότι η εποχή μας σημαδεύτηκε από μία υγειονομική κρίση σέ παγκόσμιο επίπεδο. Βιώνουμε ακόμη τά ποικίλα δεινά τής πανδημίας τού Covid-19, σ όλους τούς τομείς τής κοινωνίας. Πρόκειται γιά μία δοκιμασία γιά τόν σύγχρονο άνθρωπο θέτοντας ακόμη καί ερωτήματα ύπαρξης καί κοσμοθεωρίας.
Αναμφίβολα, αυτή η πανδημία, έρχεται καί φέρει μία αναθεώρηση πολλών δεδομένων καί συνθηκών. Τίποτα δέν είναι τό ίδιο, όπως πρίν. Ο τρόπος ζωής τών ανθρώπων, μετά τήν κορωνοϊό εποχή, έχει άλλες, νέες βάσεις. Οι αλλαγές δέ, είναι ριζικές καί καθοριστικές σ όλα τά επίπεδα τού βίου τών ανθρώπων καί τών κοινωνιών.
Ειδικότερα, διαπιστώνουμε μία γενναία επιτάχυνση τής αυτοματοποίησης τής καθημερινότητας, μεγίστη αύξηση τής τεχνολογικής επικοινωνίας μεταξύ τών ανθρώπων, αλλαγές στίς κοινωνικές προτεραιότητες καί στό τί είναι αγαθόν στή ζωή, κατά τό μάλλον ή ήττον, κλείσιμο τών συνόρων καί μία αυξανόμενη πολυπλοκότητα τών προβλημάτων πού παρουσιάζονται σέ σχέση καί μέ τήν λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη. Ακόμη, βλέπουμε, ότι οι άνθρωποι ολοένα καί απομακρύνονται ο ένας από τόν άλλο, η καχυποψία βρίσκεται σέ αύξηση καί συνάμα η κατάθλιψη στά ύψη. Καί βέβαια σχέδια καί προτάσεις γιά οικονομική ανάκαμψη, προγράμματα επενδύσεων καί ανταγωνιστικότητας, λύσεις εξεύρεσης πόρων, δημοσιονομικά μέτρα καί ποικίλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, πάνω απ όλα αυτά, τήν υγιειονομική κρίση, τά οικονομικά μέτρα, τούς μηχανισμούς ανάπτυξης καί τούς ψηφιακούς μετασχηματισμούς, τό μέγα θέμα, Θεός, είναι στό περιθώριο. Η αίσθηση τού θεϊκού παράγοντα απουσιάζει εκκωφαντικά σ όλους τούς τομείς. Όλα εξετάζονται ορθολογιστικά. Όλα επιτελούνται ερήμην τού Θεού. Ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί τόν εαυτό του αυτάρκη.
Δέν τού χρειάζεται ο «ουρανός». Ο Θεός είναι εξόριστος. Από τό άλλο μέρος όμως, παρ ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δείχνει νά μή θέλει τό Θεό, η ζωή συνεχίζεται νά είναι ως ένα «μαγκανοπήγαδο» καί πλανώνται τά ερωτήματα: Γιατί δέν πληρούται τό είναι τού ανθρώπου; Γιατί εξακολουθεί νά υπάρχει η βάσανος στή ζωή του; Τά χάπια δέν λυτρώνουν από τήν πίκρα τής ζωής καί τόν πόνο; Καί τό κυριώτερο, τό βασικώτερο ερώτημα: Γιατί δέν σταματά μέ τό κύρος καί τήν δύναμη του ο άνθρωπος τόν θάνατο;
Υπάρχει όμως τό αξίωμα: «Παντός αρχομένω καί λόγον καί πράγματος προσήκει εκ Θεού τε άρχεσθαι καί εις Θεόν αναπαύεσθαι» (Γρηγ. Θεολ.), άλλως, «Εγγύς Κύριος πάσι τοίς επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία» (Ψαλμ. ρμδ, 18). Δηλ. μέ άλλους λόγους δέν μπορεί ο άνθρωπος νά εκμηδενίσει τόν Θεό; Δέν μπορεί νά διακηρύξει ως άλλος σύγχρονος Νίτσε, ότι «σκότωσε τόν Θεό». Καί τούτο, γιατί στήν ανέφικτη αυτή προσπάθειά του νά διώξει τόν Θεό από τήν ζωή του, εκμηδενίζει καί θανατώνει τόν ίδιο τόν εαυτό του.
Ακριβώς στό σημείο αυτό καί ιδιαίτερα στίς μέρες μας, είναι ανάγκη νά τονισθεί η σωτήρια στροφή πρός τόν Μεγαλοδύναμο καί Φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό. Αλλά έρχεται από κοντά καί ο προβληματισμός: Μήπως ο Θεός καθεύδει καί υπνώττει ή αδιαφορεί; Ίσως ρωτήσουμε μέ τόν προφήτη Ησαία: «Μή ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου τού σώσαι ή εβάρυνε τό ούς αυτού τού μή εισακούσαι;» (Ησ. νθ, 1).
Μήπως ακόμη ισχύει, τού ιδίου Προφήτου, ο λόγος: «Η γή ηνόμησε διά τούς κατοικούντας αυτήν, διότι παρήλθοσαν τόν νόμον καί ήλλαξαν τά προστάγματα, διαθήκην αιώνιον, διά τούτο αρά έδεται τήν γήν ότι ημάρτοσαν οι κατοικούντες αυτήν»; (Ησ. ιδ, 5). Όχι, ζεί Κύριος ο Θεός καί αγαπά ο Θεός. Καί τό Ευαγγέλιο τής Κυριακής τής Ορθοδοξίας αυτό τονίζει εμφαντικά, τό «έρχου καί ίδε» τού Φιλίππου πρός τόν δυσπιστούντα Ναθαναήλ. Σ αυτήν ακριβώς τήν αποστολική πρόσκληση «έρχου καί ίδε» κρύβεται καί διασώζεται τό καταπληκτικό θαύμα, τό συνεχώς ανανεούμενο καί εκτεινόμενο αιώνες τώρα, αυτό τούτο τό χριστιανικό μήνυμα, τό περιεχόμενο τού ορθοδόξου ήθους. Τό «έρχου καί ίδε» αληθώς κρύβει, τήν «Θεού δύναμη καί τήν Θεού σοφία».
Κατ ακολουθίαν, πώς νά μήν τονισθεί τό μέγα χρέος τής μαρτυρίας καί αποστολής τής ορθοδόξου πίστεως στόν σύγχρονο κόσμο, αυτής τής μετακορωνοϊού εποχής. Η τρέχουσα επακριβώς υγιειονομική κρίση κατέδειξε, ότι ένας εικονικός χριστιανισμός δέν επαρκεί. Τά ημίμετρα ορθοδοξίας είναι επίφαση καί δέν ωφελούν. Χρειαζόμεθα τήν αυθεντικότητα τής ορθόδοξης χριστιανικής ζωής καί πνοής. Οφείλουμε έτσι νά προχωρήσουμε σέ μία συνεχή αποκάλυψη καί φανέρωση τών χριστιανικών αξιών, όπως υπάρχουν καί ορίζονται στό Ευαγγέλιο καί όπως ερμηνεύονται από τούς θεοφόρους αγίους Πατέρες καί Διδασκάλους τής Εκκλησίας. Οι αξίες αυτές είναι τά αιώνια ρήματα, υπεράνω από τά ρέοντα ανθρώπινα λόγια. Καί εν προκειμένω, η δεοντολογία επιτάσσει νά δοθεί έμφαση στίς εξής προτεραιότητες:
Πρώτον: Επανακατήχηση, μέ πρώτο θέμα, τό: «Εκκλησία καί τά Ιερά Μυστήρια αυτής» καί τούτο γιατί εξακολουθεί νά πλανάται μία συγκεχυμένη καί λανθασμένη αντίληψη γιά τήν έννοια, ουσία καί τόν ρόλο τής Εκκλησίας, καί κατά συνέπειαν εμφανίζεται ακατανόητη καί η προσέγγιση τών ιερών Μυστηρίων καί δή τού κορυφαίου τής Θείας Ευχαριστίας καί τής Θείας Μεταλήψεως.
Δεύτερον: Επανάκτηση τής ιερότητας. Καί η ιερότητα έχει μέσα της τόν φόβο τού Θεού, τήν ευσέβεια, τήν ευλάβεια. Εννοούμε τήν ορθή ευλάβεια καί όχι βέβαια τήν προπέτεια τής ψευδοευλάβειας καί τόν τυπικισμό. Η απώλεια εξάλλου τής ιερότητας οδηγεί σ ένα ομιχλώδες «πιστεύω», σέ παραβατικές συμπεριφορές καί σέ κυριαρχία τών παθών. Η απεμπόλιση τής εννοίας τού ιερού από τήν ζωή τών ανθρώπων έχει τελικά τραγικές συνέπειες. Γι αυτό, επειδή η ζωή τού ανθρώπου μεταλαμπαδεύεται σ αυτόν από τό Θεό, ως θείο δώρο, ο άνθρωπος είναι ως γράφει ο Ι. Χρυσόστομος «ουχ όστις απλώς χείρας καί πόδας έχει ανθρώπου, ουδ όστις εστι λογικός μόνον, αλλ όστις ευσέβειαν καί αρετήν μετά παρρησίας ασκεί» (PG 49, 232).
Τρίτον: Επιστήριξη στόν σημερινό άνθρωπο, πού βασανίζεται μέ τίς ποικίλες οδυνηρές δοκιμασίες καί αποτυχίες καί συνάμα κατατρύχεται από τήν σκέψη ότι ζεί σ ένα κόσμο χωρίς προοπτική καί ελπίδα, σ ένα κόσμο χωρίς, νόημα καί σκοπό. Καί η θλίψη τών προβλημάτων καί ασθενειών δέν διακρίνει πλούσιο ή πτωχό, μορφωμένο ή αγράμματο, ούτε ακόμη η πίκρα τής ζωής ξεχωρίζει φύλο, φυλή, ηλικία, συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Έρχεται ο πόνος καί δοκιμάζει τήν υπομονή καί τήν ελπίδα. Σ αυτές τίς ώρες ακούγεται εξαιρετικά προσφιλής, προσιτή καί αναγκαία η δέηση τών ημερών τής Μεγ. Τεσσαρακοστής: «Κύριε τών δυνάμεων μεθ ημών γενού». Αλλά ποιός θά τό πεί αυτό; Καί,
Τέταρτον: Αποδοχή τού θείου Νόμου. Δέν είναι ορθό νά εξαπατηθεί ο σημερινός άνθρωπος καί νά θεωρήσει ότι δέν υφίσταται καί περαιτέρω δέν λειτουργεί ο νόμος τού Θεού. Είδη δέ νόμων, τρία: Νόμος ο τής φύσεως, νόμος ο τού γράμματος, ο τώ Μωϋσεί δοθείς καί νόμος ο τής χάριτος. Καί βέβαια «ο φυλάσσων νόμον Κυρίου κρατεί τού εννοήματος αυτού καί συντέλεια τού φόβου Κυρίου σοφία» (Σειράχ, κα, 11). Αλλ όμως παρατηρείται τό λυπηρόν.
Ακολουθείται μία πορεία αντίθετη μέ τόν θείο νόμο καί συνάμα μία εύκολη περιφρόνησή του. Έτσι, η αντιθρησκευτική νοοτροπία τής Γαλλικής επανάστασης, ο δυτικός Διαφωτισμός, ο μηδενισμός καί ο αγνωστικισμός συχνά διαποτίζουν τήν όλη κοινωνία μας καί χάνεται η περίσκεψη, η σοβαρότητα, η υπευθυνότητα, ο φόβος τού Θεού. Εγείρονται θεομάχοι, ο ένας ξεσηκώνεται εναντίον τού άλλου, οι μηνύσεις πληθαίνουν, η κακία αυξάνει, η απανθρωπία κυριαρχεί καί τό «βδέλυγμα τής ερημώσεως» δέν αργεί.
Ωστόσο, άν ανακαλύψουμε μέ τήν αυτογνωσία μας, ότι «ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν ενώπιόν τού Θεού», τότε, ως αναφέρει ο Νεεμίας θά ισχύσει τό: «Ο λαός ησθάνθη τάς αμαρτίας του καί ωρκίσθη φυλάσσεσθαι καί ποιείν πάσας τάς εντολάς Κυρίου καί τά κρίματα αυτού καί τά προστάγματα αυτού» (Νεεμίας ι, 29). Καί ο δρόμος τής μετανοίας είναι πάντοτε ανοικτός καί λυτρωτικός, γιατί τό «μετανοείτε» είναι ένας ατέλειωτος δρόμος. Άλλωστε η Εκκλησία είναι τό «πανδοχείον τής χάριτος» πού συνεχώς εφημερεύει.
Συνελόντ ειπείν, είναι καιρός, «η παγά λαλέουσα» τής ορθοδόξου διδασκαλίας νά αναβλύσει, ακόμη περισσότερο, «ύδωρ τό ζών». Αυτό έρχεται καί σηματοδοτεί καί η τής Ορθοδοξίας ημέρα.