Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ/ 31 – 46 – 31 Όταν δέ έλθη ο υιός τού ανθρώπου εν τή δόξη αυτού καί πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού…
32 καί συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τά έθνη, καί αφοριεί αυτούς απ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τά πρόβατα από τών ερίφων, 33 καί στήσει τά μέν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τά δέ ερίφια εξ ευωνύμων. 34 τότε ερεί ο βασιλεύς τοίς εκ δεξιών αυτού δεύτε, οι ευλογημένοι τού πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου
35 επείνασα γάρ καί εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα καί εποτίσατέ με, ξένος ήμην καί συνηγάγετέ με, 36 γυμνός καί περιεβάλετέ με, ησθένησα καί επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην καί ήλθετε πρός με. 37 τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα καί εθρέψαμεν, ή διψώντα καί εποτίσαμεν; 38 πότε δέ σε είδομεν ξένον καί συνηγάγομεν, ή γυμνόν καί περιεβάλομεν; 39 πότε δέ σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή καί ήλθομεν πρός σε;
40 καί αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς αμήν λέγω υμίν, εφ όσον εποιήσατε ενί τούτων τών αδελφών μου τών ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. 41 Τότε ερεί καί τοίς εξ ευωνύμων πορεύεσθε απ εμού οι κατηραμένοι εις τό πύρ τό αιώνιον τό ητοιμασμένον τώ διαβόλω καί τοίς αγγέλοις αυτού 42 επείνασα γάρ καί ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα καί ουκ εποτίσατέ με,
43 ξένος ήμην καί ου συνηγάγετέ με, γυμνός καί ου περιεβάλετέ με, ασθενής καί εν φυλακή καί ουκ επεσκέψασθέ με. 44 τότε αποκριθήσονται αυτώ καί αυτοί λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή καί ου διηκονήσαμέν σοι;
45 τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων αμήν λέγω υμίν, εφ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων τών ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. 46 καί απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ/ 31 – 46
31 Οταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου με όλην την δόξαν αυτού και μαζή με αυτόν όλοι οι άγγελοί του, τότε θα καθίση στον θρόνον του, τον λαμπρόν και ένδοξον.
32 Και θα συναχθούν εμπρός του όλα τα έθνη της γης από της δημιουργίας του Αδάμ μέχρι της συντελείας του κόσμου και θα χωρίση αυτούς μεταξύ των με όσην ευκολίαν χωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια. 33 Και θα θέση τα μεν πρόβατα εις τα δεξιά του τα δε ερίφια εις τα αριστερά.
34 Τοτε θα στραφή ο βασιλεύς εις εκείνους που θα ευρίσκωνται εις τα δεξιά του και θα πη· ελάτε σεις οι ευλογημένοι του Πατρός μου και κληρονομήσατε την βασιλείαν των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθή για σας από τότε που εθεμελιώνετο ο κόσμος. 35 Διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και με εποτίσατε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μείνω, και με επήρατε στο σπίτι σας.
36 Ημουν γυμνός και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε. 37 Τοτε θα αποκριθούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πουν· Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον και σε εθρέψαμε η διψασμένον και σου εδώσαμε νερό;
38 Ποτε δε σε είδαμεν ξένον και σε περιμαζέψαμε η γυμνόν και σε ενεδύσαμεν; 39 Ποτε δε σε είδαμε ασθενή η φυλακισμένον και ήλθαμε εις επίσκεψίν σου;
40 Και θα αποκριθή εις αυτούς ο βασιλεύς· Αληθινά σας λέγω, κάθε τι που εκάματε, δια να εξυπηρετήσετε ένα από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα εις την κοινωνίαν, το εκάματε εις εμέ (Ο Χριστός, ο βασιλεύς, που είναι ο Υιός του Θεού αλλά και υιός του ανθρώπου, τους πάσχοντας, τους πτωχούς και γυμνούς, αυτούς τους οποίους οι ματαιόδοξοι και υπερήφανοι περιφρονούν, τους θεωρεί αδελφούς του, τέκνα του ουρανίου Πατρός και τους περιβάλλει με όλην του την αγάπην. Δι’αυτό και κάθε βοήθειαν που τους προσφέρεται την θεωρεί ως προσφερομένην εις αυτόν τον ίδιον).
41 Τοτε θα πη και εις εκείνους, που στέκονται εις τα αριστερά του· φύγετε μακρυά από εμέ σεις οι καταράμενοι και πηγαίνετε στο αιώνιον πυρ, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους πονηρούς αγγέλους του. 42 Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε. 43 Ξενος ήμουν και δεν με επήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε.
44 Τοτε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντες, Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο η διψασμένον η ξένον η γυμνόν η ασθενή η φυλακισμένον και δεν σε υπηρετήσαμεν; 45 Τοτε θα αποκριθή εις αυτούς και θα είπη· αλήθεια σας λέγω· εφ’ όσον δεν εκάματε τα καλά αυτά εις ένα από αυτούς, που ο κόσμος θεωρεί πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ εκάματε.
46 Και θα απέλθουν αυτοί μεν εις την αιωνίαν κόλασιν μαζή με τον διάβολον, οι δε δίκαιοι εις την αιωνίαν ζωήν μαζή με τον Θεόν. (Ετσι η δικαία κρίσις θα έχη γίνει, το δίκαιον θα αποδοθή και η ασάλευτος αποκατάστασις θα πραγματοποιηθή).