«Γέροντας Μάξιμος (1904 – 1999), ο πνευματικός και προσμονάριος της Παναγίας Πορταΐτισσας, Ι.Μ. Ιβήρων»
Μπαλδιμτσής Νικόλαος, Ιατρός
Η Παναγία Πορταΐτισσα είναι η προστάτις και έφορος του Αγίου Όρους. Κάθε προσκυνητής που αξιώνεται να επισκεφτεί αυτόν τον άγιο τόπο, απαραίτητα θα προσκυνήσει τη Χάρη Της.
Έτσι και εγώ από την πρώτη φορά που αξιώθηκα να επισκεφτώ το Άγιον Όρος, πήγα στο Μοναστήρι των Ιβήρων και προσκύνησα την αγία εικόνα Της.
Εκεί γνώρισα τον πνευματικό Γέροντα Μάξιμο που ήταν για δεκαετίες προσμονάριος* στο παρεκκλήσι της Παναγίας. Πήγα και τον επισκέφτηκα στο απέριττο κελάκι του.
Ήταν καθισμένος σε ένα καναπεδάκι που ήταν στρωμένο με ένα υφαντό. Το πρόσωπό του και το βλέμμα του δημιουργούσαν αισθήματα χαρμολύπης. Όλη του η εμφάνιση ήταν ασκητική. Με το καλογερικό σκουφάκι του και τα σταυρωμένα του χεράκια. Τα λόγια του ήταν μετρημένα και με πνευματική βαρύτητα. Στην ομιλία του χρησιμοποιούσε την ποντιακή διάλεκτο. Ο Γέροντας πάντα τόνιζε ότι είναι ολιγογράμματος.
Οι αμέτρητες όμως ακολουθίες, οι Παρακλήσεις και το Ψαλτήρι που διάβαζε, ήταν βέβαιο ότι του είχαν χαρίσει την πραγματική μόρφωση. Και αν ήθελε θα μπορούσε να μιλάει με την λόγια λειτουργική γλώσσα.
Η επιμονή του να μιλάει την ποντιακή διάλεκτο ήταν ενσυνείδητη επιλογή του. Ήταν ο ομφάλιος λώρος που τον συνέδεε με την πατρίδα του, την Τραπεζούντα του Πόντου. Μέχρι τα δεκαοχτώ του χρόνια έζησε στον Πόντο με την οικογένειά του. Εκεί ριζώθηκε βαθιά μέσα του η χριστιανική πίστη.
Τα οικογενειακά τους προσκυνήματα στην Παναγία Σουμελά και στα μοναστήρια Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος και Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα δυνάμωσαν την πίστη του και τα βιώματά του που ήταν καλογερικά και γι’ αυτό γνήσια. Πιστεύω ότι η Παναγία, ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Άγιος Γεώργιος άρχισαν από τότε να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την μελλοντική αφιέρωσή του στο Θεό.
Με συγκίνηση διηγείτο το βίαιο ξεριζωμό του σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, από την πατρίδα του, Τραπεζούντα του Πόντου και την περιπετειώδη πορεία, με την μητέρα του και άλλους συντοπίτες του, στα δύσβατα μονοπάτια των παγωμένων ορεινών όγκων του Καυκάσου και τελικά την σωτηρία τους στη γη της Μακεδονίας.
Ο Γέροντας σε ηλικία εικοσιτριών ετών, το 1927, ήρθε στο Άγιον Όρος. Παρακάλεσε την Παναγία να τον οδηγήσει και με θαυμαστό τρόπο κατέληξε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, στην Παναγία Πορταΐτισσα. Εκεί με απόφαση των προϊσταμένων της Μονής, παρά τις αντιρρήσεις του, χειροτονήθηκε Ιερομόναχος και πνευματικός και τοποθετήθηκε ως προσμονάριος στο παρεκκλήσι της Παναγίας Πορταΐτισσας, όπου υπηρέτησε για πενήντα χρόνια.
Στη δεκαετία του 1960 πληροφορήθηκε ότι κάποιοι ευσεβείς και ριψοκίνδυνοι χριστιανοί μετέφεραν τη θαυματουργή μαρμάρινη εικόνα του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, από το ομώνυμο μοναστήρι του Πόντου, μαζί με άγια λείψανα πέντε αγίων και δυο περιστύλια από το Ιερό της Μονής. Τότε ο ζηλωτής Γέροντας, που τόση ευλάβεια είχε στον Άγιο Γεώργιο, βγήκε από το Άγιον Όρος και ξεκίνησε έρανο για την ανοικοδόμηση ναού του συμπατριώτη του Αγίου.
Μας διηγήθηκε ότι: Έκανα έρανο πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι των προσφύγων πατριωτών μου λέγοντάς τους: «Ο Άγιος Γεώργιος είναι στο ύπαιθρο, στη βροχή. Πάνω σε τρία ξύλα. Βοηθήστε να χτίσουμε εκκλησία για τον Άγιο». Τελικά, αυτοί που βοήθησαν δεν ήταν οι πλούσιοι, αλλά οι φτωχοί άνθρωποι του μόχθου.
Κάποτε, ένας γνωστός μου πήγε να εξομολογηθεί στον π. Μάξιμο. Ο Γέροντας του φανέρωσε όλες τις αμαρτίες της ζωής του, φανερώνοντας έτσι το διορατικό του χάρισμα. Όταν ανέφερα στον π. Εφραίμ τον Κατουνακιώτη αυτό το θαυμαστό περιστατικό, μου είπε: Τόσα χρόνια διακόνησε την Παναγία. Ήταν ποτέ δυνατόν να μην του δώσει χαρίσματα;
Από τις συναντήσεις που είχα με τον π. Μάξιμο, θα αναφέρω ορισμένες πνευματικές εμπειρίες και αξιόλογες διηγήσεις του. Έλεγε: Όταν ήμουν νέος μοναχός πολεμήθηκα πολύ από το δαιμόνιο του ύπνου. Την ώρα της προσευχής και της Ακολουθίας αγωνιζόμουν όρθιος. Ακόμη και σε μια αγρυπνία της Μεταμορφώσεως στην κορυφή του Άθωνα, παρά τη συνεχή ορθοστασία και την προσπάθεια που έκανα, και ενώ το κρύο τη νύχτα ήταν τσουχτερό, όρθιος κοιμόμουνα!
Ήταν τρομερός ο πόλεμος που είχα! Απαλλάχτηκα δε με τη Χάρη της Παναγίας απ’ αυτόν τον πειρασμό σιγά, σιγά και τώρα κοιμάμαι πολύ λίγο και με δυσκολία.
Μου έλεγε ότι είχε και αισθητό πόλεμο του διαβόλου. Δείχνοντάς μου το τζάκι που υπήρχε στο δωμάτιό του, μου είπε για έναν πειρασμό που κατέβηκε από εκεί με μορφή στρατιώτη και του επιτέθηκε. Η Χάρη της Παναγίας μας πάλι με έσωσε, είπε.
Ο Γέροντας από τους μακροχρόνιους πνευματικούς του αγώνες και τη ζωντανή παρουσία της Παναγίας πήρε το χάρισμα να διώχνει τα δαιμόνια από τους ανθρώπους τους οποίους αιχμαλώτιζαν. Φρόντιζε βέβαια, όπως όλοι οι άγιοι, να κρύβει το χάρισμά του. Και αναφέρουμε ένα χαριτωμένο περιστατικό. Δυο μοναχοί μετά από κάποια λογομαχία, έχασαν την εν Χριστώ αγάπη και ειρήνη τους.
Ο ένας εξ’ αυτών κατέφυγε στον όσιο Γέροντα για να τον βοηθήσει. Ο Γέροντας του έδωσε δυο λεμόνια και του είπε: Πήγαινε στον αδελφό που έχεις τη διαφορά και πες του: «Αυτά τα λεμόνια σου τα στέλνει ο πνευματικός μαζί με τις ευχές του». Όταν αυτός εκτέλεσε την εντολή, η πνευματική θεραπεία και των δυο τους ήταν άμεση.
Ένα βράδυ, μετά τον Εσπερινό, παρακάλεσα τον Γέροντα να μείνω για λίγο στο παρεκκλήσι της Παναγίας. Η εικόνα Της ευωδίαζε έντονα. Πίσω από το τζάμι, είχαν σχηματιστεί μεγάλες κηλίδες από άγιο μύρο. Μετά από αρκετή ώρα μου λέει ο Γέροντας: Φτάνει τόσο! Πάμε τώρα. Το πρωί στις τέσσερις μου είπε: Μαζί με την παρέα σου να με περιμένετε πίσω από την εξώπορτα της Μονής, να πάμε στο εξωκλήσι, στο βουνό για Λειτουργία.
Όταν πήγα στο δωμάτιό μου, πριν κοιμηθώ, βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε πανσέληνο και το Μοναστήρι φωτιζόταν, σαν να ήταν μέρα. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι και έφερνε κατά κύματα την ευωδία της εικόνας της Παναγίας. Όλο το Μοναστήρι ευωδίαζε. Το πρωί ο Γέροντας με έναν μοναχό και δυο, τρεις προσκυνητές ανηφορίσαμε το μονοπάτι που οδηγούσε προς το παρεκκλήσι της Παναγίας, που οικοδόμησε ο Γέροντας μετά από εντολή Της. Το εκκλησάκι ήταν μικρό. Ίσα που χωρούσε πέντε, έξι άτομα.
Ο Γέροντας λειτουργούσε λέγοντας τις ιερατικές εκφωνήσεις με πολύ χαμηλή και κατανυκτική φωνή. Επίσης και ο ψάλτης μοναχός έψαλλε το ίδιο σύντομα και κατανυκτικά. Όταν ο Γέροντας έκανε τη Μικρή και την Μεγάλη Είσοδο, σχεδόν ακουμπούσαμε στα άμφιά του. Ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία!
Αφού γυρίσαμε στο Μοναστήρι και συναντήσαμε αργότερα τον Γέροντα, ο οποίος μετά από παράκλησή μας, μας διηγήθηκε πώς χτίστηκε αυτό το εξωκλήσι. Το εξωκλήσι αυτό κτίστηκε μετά από εντολή της Παναγίας στο σημείο που εμφανίστηκε η Χάρη Της και έδωσε το φλουρί στον πεινασμένο προσκυνητή (είναι γνωστό το ιστορικό του θαύματος). Μέχρι να χτιστεί το εξωκλήσι, στο σημείο αυτό υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας στερεωμένη σε ένα δέντρο.
Εγώ πολλές φορές ανηφόριζα το μονοπάτι μέχρις εκεί. Κάτι με “τραβούσε”. Μια φορά, στο σημείο αυτό, άκουσα τη φωνή Της. «Εδώ θέλω να μου χτίσεις ναό». Εγώ σκεπτόμενος ότι δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα, απάντησα: «Δεν δύναμαι». Και η Χάρη Της συνέχισε: «Ξεκίνησε και εγώ θα σε βοηθήσω». Από εκείνη τη στιγμή, άρχισα να μεταφέρω με την πλάτη, άμμο και χαλίκι από τη θάλασσα. Αλλά με τα υπόλοιπα υλικά και τους μαστόρους, τι θα έκανα; Το Μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο και φτωχό.
Σκέφτηκα μετά από φώτισή Της, να φυτέψω αμπέλια. Έσκαψα κάποια χέρσα και από χρόνια ακαλλιέργητα κομμάτια γης της Μονής και φύτεψα αμπέλια. Γρήγορα μεγάλωσαν και η σοδειά ήταν πολύ μεγάλη. Από τα σταφύλια έβγαζα τσίπουρο το οποίο το διέθετα στα μοναστήρια και στα κελιά. Έτσι οικονόμησε η Παναγία και τα χρήματα να χτιστεί και να αγιογραφηθεί το παρεκκλήσι.
Μάλιστα ο μαρμαράς που έστρωσε το δάπεδο, από ευλάβεια, όταν είδε ότι είχα σκάψει και τον τάφο μου δίπλα στην εκκλησία, χωρίς να με ρωτήσει έφερε μάρμαρα να μου κατασκευάσει μνήμα, όπως γίνεται στα νεκροταφεία στον “κόσμο”. Εγώ δεν ήθελα αλλά εκείνος με παρακαλούσε να δεχθώ την προσφορά του. Βλέποντας μερικοί πατέρες τον πολυτελή μαρμάρινο τάφο μου, σκανδαλίστηκαν. Αλλά επειδή δεν ήξεραν το ιστορικό, είπα: «Ας είναι! Ο Θεός γνωρίζει».
Κάποια φορά, συνέχισε ο Γέροντας, σαν με παράπονο είπα: «Πανα(γ)ία μου θα πεθάνω και στους Αγίους Τόπους δεν προσκύνησα». Μετά από λίγες μέρες ήρθε στο Μοναστήρι μας ένας αγιοταφίτης επίσκοπος. Μετά την αρχιερατική Θεία Λειτουργία, όπως συνηθίζεται, προσφέρεται κέρασμα στο επίσημο αρχονταρίκι όπου παρίστανται ιερείς και προϊστάμενοι. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Αλλά οι προϊστάμενοι μου επέμεναν ότι οπωσδήποτε, ως ιερέας και πνευματικός, έπρεπε να παρίσταμαι και εγώ.
Τους είπα: «Πατέρες εγώ είμαι αγράμματος. Τι να πω στο Δεσπότη; Εσείς που ξέρετε γράμματα, ξέρετε να μιλάτε». Επειδή όμως επέμεναν, πήγα. Κατά τη διάρκεια του κεράσματος έγιναν διάφορες συζητήσεις για διάφορα θέματα αγιορείτικα και εκκλησιαστικά σχετικά με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Σε μια στιγμή γυρίζει ο Δεσπότης και μου λέει: «Γέροντα, όλοι μίλησαν εκτός από σένα. Δεν ακούσαμε τη φωνή σου».
Του λέω: «Τι να πω, Δέσποτα; Δεν έχω να πω τίποτα». Τότε μου λέει: «Εσύ δεν έχεις να πεις, αλλά έχω εγώ να σου πω κάτι. Τώρα που θα φύγω θα έρθεις μαζί μου να πάμε στους Αγίους Τόπους, στα Ιεροσόλυμα». Του λέω: «Δέσποτα, δεν γίνεται. Δεν υπάρχουν τα οικονομικά. Ούτε διαβατήριο έχω, ούτε τίποτε». Και μου απάντησε: «Αυτά, άστα σε μένα. Εγώ θα τα τακτοποιήσω». Έτσι λοιπόν, με πήρε μαζί του για έναν ολόκληρο μήνα και με τη συνοδεία του προσκύνησα τον Πανάγιο Τάφο και όλα τα προσκυνήματα και τα μοναστήρια. Ο Δεσπότης ήταν συνέχεια μαζί μου. Όπου πηγαίναμε, όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές.
Όταν γύρισα στο Μοναστήρι, πήγα στη Χάρη Της και είπα συγκινημένος: «Ε! Πανα(γ)ία μου! Ένα λόγο σου είπα εγώ και Εσύ τι μου έδωσες! Μεγάλη η Χάρη Σου!»
Άγιε Γέροντα π. Μάξιμε εσύ ήσουν ο πιστός θεράπων της Παναγίας. Σε κάθε παράκλησή σου εύρισκες την ταχεία αντίληψή Της. Και τώρα που βρίσκεσαι κοντά Της παρακάλεσέ Την να ανοίξει και σε μας «τῆς εὐσπλαχνίας τὴν πύλην».