Ένα άγνωστο επεισόδιο στο σίριαλ της τουρκικής επιθετικότητας που έφερε τις δύο χώρες “στο χείλος του πολέμου”.
Στην πραγματικότητα ήταν μια σειρά επεισοδίων μεταξύ 13 και 18 Σεπτεμβρίου 1997, απόρροια της τουρκικής συμπεριφοράς απέναντι στην προσπάθεια διάρρηξης του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου, η οποία προσπάθεια δικαιώθηκε το 1999 όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου ζήτησε να πάψει η μεταστάθμευση ελληνικών μαχητικων στην αεροπορική βάση “Ανδρές Παπανδρέου” της Πάφου.
Την εβδομάδα από 13 έως και 18 Οκτωβρίου του 1997, όσο κράτησε η ελληνική άσκηση “Τοξότης” που γεφύρωνε την αμυντική διάταξη Ελλάδας κααι Κύπρου, η τουρκική Αεροπορία συγκέντρωσε στο Αιγαίο και στην Α.Μεσόγειο το μεγαλύτερο μέρος των αεροπορικών δυνάμεων της με αποτέλεσμα να απαντήσει η ΠΑ και να μετατραπεί σε ένα τράστιο πεδίο αεροπορικής αναμέτρησης η περιοχή.
Πρακτικά είχαμε τις σκληρότερες και μαζικότερες εικονικές αερομαχίες που έχουν σημειωθεί μετά τον Β΄ΠΠ στην Ευρώπη και μόνο μια σπίθα αρκούσε για να ξεσπάσει η φωτιά του πολέμου.
Βετεράνος πιλότος της εποχής μας διηγείται χαρακτηριστικά ότι : “Αν το επεισόδιο της πτώσης του τουρκικού μαχητικού το 1996 στην Χίο ή του Ηλιάκη στην Κάρπαθο συνέβαινε εκείνες τις ημέρες νομίζω ότι η τουρκική Αεροπορία θα έπαιρνε ένα αξέχαστο μάθημα”…
Για περισσότερες από τέσσερις ημέρες πάνω από 220 μαχητικά αεροσκάφη και των δύο χωρών έδιναν ένα πρωτόγνωρο αγώνα επικράτησης πάνω από το Αιγαίο.
Η ένταση έφτασε στην κορύφωσή της όταν ένα ζεύγος τουρκικών μαχητικών έβαλε σε κίνδυνο την ασφάλεια της πτήσης του ελληνικού C-130H που επέστρεφε από την Κύπρο μεταφέροντας τον τότε υπουργό Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλο.
Η 16η Οκτωβρίου 1997 ήταν η μέρα που το Αιγαίο και η περιοχή μεταξύ Ροδου και Κύπρου είχε “σκεπαστεί” από τα μαχητικά των δύο χωρών
Την ημέρα εκείνη η ΠΑ πραγματοποίησε 198 εξόδους(!) ενώ οι εμπλοκές ανήλθαν σε 90 – αριθμοί πρωτόγνωροι ακόμη και για τα σκληροτράχηλα ελληνικά readiness.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πραγματοποίησε τις ίδιες εξόδους στο πενθήμερο που διήρκεσε ο πρόσφατος “Παρμενίων”!
Οι ελληνικές επιτυχίες ήταν σημαντικές σε όλα τα επίπεδα, πρακτικά κατανικήθηκε και “έσπασε” ο τουρκικός τσαμπουκάς: Κατάφεραν να φτάσουν και να επιστρέψουν από την Κύπρο τα ελληνικά βομβαριδστικά, ενώ οι επιτυχίες στις αερομαχίες “μετρήθηκαν” ότι ήταν περίπου 3:1 υπέρ των ελληνικών φτερών, παρά το γεγονός ότι είχαν εμπλέξει περισσότερα μαχητικά τρίτης γενιάς και γενικά περισσότερα αεροσκάφη οι αντίπαλοι της ΠΑ.
Εκείνη η ημέρα θεωρείτι “σταθμός” στην αναχαίτιση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο, αφού δεν “έσπασε” ούτε λεπτό ο υρθμός της Πολεμικής Αεροπορία (μεγάλη η επιτυχία και της υπσοτήριξης στο έδαφος που έστελνε τα μαχητικά μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο πίσω στη “μάχη”.
Ας δούμε το σκηνικό εκείνων των ημερών: Από την πρώτη ημέρα της άσκησης κιόλας ξεκίνησε από την πλευρά των κατεχομένων εδαφών μια πρωτοφανής προσπάθεια ηλεκτρονικής δραστηριότητας με χρήση συστημάτων υποκλοπής και παρεμβολών κατά των συστημάτων επικοινωνίας της κυπριακής εθνοφρουράς.
Ομως τίποτα δεν θα σταματούσε μια τεράστια ελληνική δύναμη που είχε σχηματιστεί για να βοηθήσει στις πλέον κοντινες με την πραγματικότητα, συνθήκες την βοήθεια που είχε αρνηθεί η Ελλάδα στην μαρτυρική Μεγαλόνησο το 1974:
Από πλευράς ΠΑ ζεύγη αεροσκαφών A-7H και F-16C θα προχωρούσαν σε προσβολές με πραγματικά πυράρουκετών και βομβών Mk 83 των 500 λιβρών, ενώ αεροσκάφος C-130H θα προχωούσε ρίψη μικτής -από Έλληνες και Κυπρίους- δύναμης αλεξιπτωτιστών.
Στις 12/10 τρία αεροσκάφη A-7H συνοδεύομενα από 2 F-16C Block 30 προχώρησαν σε προσβολή στόχων εδάφους βόρεια της Πάφου.
Στις 13/10 τρία A-7H και τέσσερα F-16C προχώρησαν σε προσβολές θαλάσσιων στόχων, απεικονίζοντας οι τελευταίοι την εχθρική αποβατική δύναμη. Την ίδια ημέρα δύο αεροσκάφη F-4E προσγειώθηκαν –η πρώτη φορά για αεροσκάφη του τύπου- και παρέμειναν για 24 ώρες στην αεροπορική βάση της Πάφου.
Στις 14/10 και στην τελική φάση της άσκησης 4 A-7H και 4 F-16C πραγματοποίησαν σειρά προσβολών σε διαφορετικά σενάρια της άσκησης και στις 16 Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια της παρέλασης τέσσερα F-16C πραγματοποιούσαν διελεύσεις.
“Στην άλλη πλευρά του λόφου” η τουρκική Αεροπορία είχε προχωρήσει σε “ανησυχητικές” κινήσεις διασποράς των μαχητικών της.
Η ΠΑ έχοντας αντιληφθεί τις προθέσεις των Τούρκων είχε προχωρήσει και αυτή σε εκτεταμένη μετακίνηση αεροσκαφών σε αεροδρόμια εκτός των μητρικών τους βάσεων (διασπορά).
Έτσι, αεροσκάφη F-4E είχαν αναλάβει καθήκοντα readiness από τα αεροδρόμια Σαντορίνης και Σούδας (115ΠΜ), 10 F-16C των Μοιρών 330Μ και 346Μ είχαν μετασταθμεύσει στο Καστέλι (133 ΣΜ), όπως και 10 Mirage 2000EG στο αεροδρόμιο Ηρακλείου (126 ΣΜ), μαζί με αεροσκάφη F-1CG καθώς την εποχή εκείνη η 126ΣΜ φιλοξενούσε την 334Μ, ενώ από Τανάγρα και Σκύρο άλλα Mirage 2000 και F-1CG επιτηρούσαν το κεντρικό Αιγαίο.
Σημειώνεται πως τα αεροσκάφη F-16C Block 50, είχαν αρχίσει τα παραλαμβάνονται στις 25 Ιουλίου του 1997 εντασσόμενα στο δυναμικό της 347Μ και φυσικά μέχρι τον Οκτώβριο δεν είχαν προλάβει να μεταπέσουν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Η «απάντηση» της τουρκικής Αεροπορίας στην ελληνική κινητοποίηση ήταν λυσσώδης από την πρώτη στιγμή.
Ήταν αποφασισμένοι να δώσουν ένα “μάθημα” στην ΠΑ και να αποδείξουν ότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κόψουν στη μέση” τον λεγόμενο Ενιαίο Αμυντικό Χώρο.
Από την αρχή φάνηκε ότι το κύριο μέλημα της ΤΗΚ ήταν η όσο το δυνατόν πιο κοντινή προσέγγιση των αεροσκαφών A-7H αλλά και F-16C για να διαπιστωθεί ο οπλισμός που αυτά μετέφεραν.
Ενώ τα μαχητικά της ΠΑ είχαν την αποστολή προστασίας των «πακέτων» βομβαρδισμού, τα τουρκικά μαχητικά δεν εμπλέκονταν με τα ελληνικά. Αντίθετα, συνέχιζαν την πορεία τους «κυνηγώντας» πρακτικά τα αεροσκάφη που όδευαν για τη συμμετοχή τους στην άσκηση «Νικηφόρος».
Έτσι αν και τα ελληνικά μαχητικά συνοδείας είχαν εξασφαλισμένες παραμέτρους βολής βλημάτων IIR AIM-9L και πυροβόλων, δεν μπορούσαν να εμποδίσουν πρακτικά τα τουρκικά να πλησιάσουν τα επιθετικά αεροσκάφη.
Στόχος των Τούρκων δεν ήταν άλλος από το να αναγκάσουν τα A-7H κυριότερα -αλλά και τα F-16C και ειδικότερα αυτά που μετέφεραν οπλισμό, όπως βόμβες Mk 83- να εμπλακούν μαζί τους, γνωρίζοντας από πριν τα μειωμένα περιθώρια σε καύσιμο αλλά και ελιγμούς λόγω των τριών δεξαμενών για τα F-16 και των δύο για τα A-7H.
Η ελπίδα τους ήταν βέβαια να αναγκαστούν να αποχωρήσουν τα ελληνικά μαχητικά που προορίζονταν για την άσκηση «Νικηφόρος/Τοξότης» καθώς η εμπλοκή θα τα έβγαζε ενδεχομένως εκτός χρονοδιαγράμματος άσκησης.
Αυτός βέβαια ήταν ο σκοπός τους, αλλά δεν επιτεύχθηκε καθώς τα αεροσκάφη συνοδείας δεν επέτρεψαν παρά την προσέγγιση των αεροσκαφών της ΤΗΚ τη διεξαγωγή εμπλοκών, αλλά ακόμη και αν αυτό γινόταν όπως έγινε στη «Νικηφόρο 96»- υπήρχαν πάντα εφεδρικά αεροσκάφη στον αέρα για να αναπληρώσουν το κενό της ακύρωσης κάποιου που ήταν στο σκέλος της μετάβασης στην Κύπρο.
Τα τουρκικά αεροσκάφη έφεραν μια κοιλιακή δεξαμενή των 300 USG και τέσσερα βλήματα AIM-9L, κάτι που τα καθιστούσε περισσότερο ευέλικτα σε σχέση με αυτή της ΠΑ.
Ο σχεδιασμός της ελληνικής πλευράς από την άλλη προέβλεπε την τοποθέτηση αεροσκαφών περιπολίας σε διαμόρφωση CAP, κατά μήκος της διαδρομής που θα ακολουθούσαν τα αεροσκάφη προς την Κύπρο.
Την ίδια αποστολή είχαν λάβει και τα Mirage F-1CG κοντά όμως στην Κρήτη. Σε κάποιες περιπτώσεις έγιναν και παραπλανητικές κινήσεις με αεροσκάφη F-4E και A-7H που δεν μετείχαν στην άσκηση αλλά που στόχο είχαν να τραβήξουν τα τουρκικά μαχητικά μακριά από αυτά που κατευθύνονταν στην «Νικηφόρος».
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και την 14η και 15η Οκτωβρίου όταν τα ελληνικά μαχητικά πήραν μέρος στην τελική φάση της άσκησης αλλά και στην παρέλαση μετά τη λήξη της άσκησης και η ένταση λόγω της τουρκικής προκλητικότητας έφτασε στο υψηλότερο σημείο φέρντοντας τις δύο χώρες στο χείρλος της σύγκρουσης.
Όμως, η Τουρκία κατάφερε πολύ σύντομα με αυτή την συμπεριφορά να κερδίσει αυτ΄πο που ήθελε: Τον επόμενο χρόνο, το 1998 ήταν η τελευταία χρονιά που ελληνικά μαχητικά προσγειώθηκαν