Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Γ/ 1 – 18 – 1 Εν έτει δέ πεντεκαιδεκάτω τής ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τής Ιουδαίας, καί τετραρχούντος τής Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δέ τού αδελφού αυτού τετραρχούντος τής Ιτουραίας καί Τραχωνίτιδος χώρας, καί Λυσανίου τής Αβιληνής τετραρχούντος,
2 επί αρχιερέως Άννα καί Καϊάφα, εγένετο ρήμα Θεού επί Ιωάννην τόν Ζαχαρίου υιόν εν τή ερήμω. 3 καί ήλθεν εις πάσαν τήν περίχωρον τού Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών, 4 ως γέγραπται εν βίβλω λόγων Ησαίου τού προφήτου λέγοντος Φωνή βοώντος εν τή ερήμω, ε τοιμάσατε τήν οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τάς τρίβους αυτού 5 πάσα φάραγξ πληρωθήσεται καί πάν όρος καί βουνός ταπεινωθήσεται, καί έσται τά σκολιά εις ευθείαν καί αι τραχείαι εις οδούς λείας, 6 καί όψεται πάσα σάρξ τό σωτήριον τού Θεού.
7 Έλεγεν ούν τοίς εκπορευομένοις όχλοις βαπτισθήναι υπ αυτού Γεννήματα εχιδνών, τίς υπέδειξεν υμίν φυγείν από τής μελλούσης οργής; 8 ποιήσατε ούν καρπούς αξίους τής μετανοίας καί μή άρξησθε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τόν Αβραάμ λέγω γάρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ τών λίθων τούτων εγείραι τέκνα τώ Αβραάμ. 9 ήδη δέ καί η αξίνη πρός τήν ρίζαν τών δένδρων κείται πάν ούν δένδρον μή ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται καί εις πύρ βάλλεται. 10 Καί επηρώτων αυτόν οι όχλοι λέγοντες Τί ούν ποιήσωμεν;
11 αποκριθείς δέ λέγει αυτοίς Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τώ μή έχοντι, καί ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω. 12 ήλθον δέ καί τελώναι βαπτισθήναι, καί είπον πρός αυτόν Διδάσκαλε, τί ποιήσωμεν; 13 ο δέ είπε πρός αυτούς Μηδέν πλέον παρά τό διατεταγμένον υμίν πράσσετε. 14 επηρώτων δέ αυτόν καί στρατευόμενοι λέγοντες Καί ημείς τί ποιήσωμεν; καί είπε πρός αυτούς Μηδένα συκοφαντήσητε μηδέ διασείσητε, καί αρκείσθε τοίς οψωνίοις υμών.
15 Προσδοκώντος δέ τού λαού καί διαλογιζομένων πάντων εν ταίς καρδίαις αυτών περί τού Ιωάννου, μήποτε αυτός είη ο Χριστός, 16 απεκρίνατο ο Ιωάννης άπασι λέγων Εγώ μέν ύδατι βαπτίζω υμάς έρχεται δέ ο ισχυρότερός μου, ού ουκ ειμί ικανός λύσαι τόν ιμάντα τών υποδημάτων αυτού αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι αγίω καί πυρί. 17 ού τό πτύον εν τή χειρί αυτού καί διακαθαριεί τήν άλωνα αυτού, καί συνάξει τόν σίτον εις τήν αποθήκην αυτού, τό δέ άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω. 18 πολλά μέν ούν καί έτερα παρακαλών ευηγγελίζετο τόν λαόν.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Γ/ 1 – 18
1 Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ηγεμών της Ιουδαίας ήτο ο Ποντιος Πιλάτος, και τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης Αντίπας, ο δε Φιλιππος, ο αδελφός αυτού, τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας και ο Λυσανίας τετράρχης της Αβιληνής, 2 όταν αρχιερείς εις Ιεροσόλυμα ήσαν ο Αννας και ο Καϊάφας, διέταξεν ο Θεός τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, που έμενεν εις την έρημον,
3 και ήλθεν εις όλην την περιοχήν του Ιορδάνου, κηρύσσων προς τον λαόν του Ισραήλ και προτρέπων αυτούς να βαπτισθούν βάπτισμα μετανοίας, δια να πάρουν άφεσιν αμαρτιών που θα τους έδιδεν εντός ολίγου ο Μεσσίας. 4 Αυτό δε το έργο του Ιωάννου είχε προαναγγελθή τα θεόπνευστα λόγια του Ησαΐου, ο οποίος είχε προφητεύσει “θα ακουσθή φωνή ανθρώπου, ο οποίος κράζει εις την έρημον και λέγει, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου, κάμετε ίσους και ομαλούς του δρόμους του, από τους οποίους θα περάση (προπαρασκευάσατε δηλαδή τας καρδίας σας, διά να σας επισκεφθή ο Λυτρωτής)
5 Καθε φάραγγι θα γεμίση (θα σκεπασθούν δηλαδή τα χάσματα, που η έλλειψις της αρετής δημιουργεί εις τας ψυχάς) και κάθε όρος και βουνό θα χαμηλώση και θα ισοπεδωθή (κάθε δηλαδή εγωϊσμός και υψηλοφροσύνη, που εμποδίζει την λυτρωτική χάριν του Θεού, θα εξαλειφθή και θα σβήση από τας ψυχάς) τα στραβά και ανώμαλα μονοπάτια θα γίνουν ευθεία οδός και οι πετρώδεις δρόμοι ομαλοί.(Ανωμαλίαι και τραχύτητες και ιδιοτροπίαι που δημιουργούν τα πάθη, θα φύγουν από τας ψυχάς, δια να υποδεχθούν αυταί τον Σωτήρα). 6 Και όταν θα πραγματοποιηθή αυτή η ηθική προπαρασκευή, τότε κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα ιδή και θα απολαύση την σωτηρίαν που στέλνει ο Θεός.
7 Ελεγε δε ο Ιωάννης εις τα πλήθη του λαού, που έβγαιναν από τας πόλεις και ήρχοντο να βαπτισθούν από αυτόν· κακοί απόγονοι από φαρμακερές οχιές, σεις που έχετε κληρονομήσει την κακίαν των προγόνων σας, ποιός σας υπέδειξε τον τρόπον, δια να αποφύγετε την οργήν της θείας δικαιοσύνης, που πρόκειτε έντος ολίγου να ξεσπάση;
8 Εάν με την καρδιά σας δέχεσθε ειλικρινώς το βάπτισμα της μετανοίας και θέλετε να σωθήτε από την οργήν, κάμετε έργα αγαθά, άξια και σύμφωνα με την μετάνοιάν σας. Και μην αρχίσετε να λέγετε μεταξύ σας με αλαζονείαν· Εχομεν πατέρα τον Αβραάμ. Διότι σας λέγω τούτο, ότι ημπορεί ο Θεός και από τους λίθους αυτούς να αναδείξη τέκνα στον Αβραάμ. 9 Τωρα δε και ο πέλεκυς της θείας κρίσεως ευρίσκεται κοντά εις την ρίζαν των δένδρων· κάθε λοιπόν δένδρον, που δεν παράγει καρπόν καλόν, κόβεται και ξερριζώνεται και ρίπτεται εις την φωτιά. 10 Και τον ερωτούσαν τα πλήθη· τι λοιπόν να κάμωμεν, δια να σωθώμεν από την οργήν του Θεού;
11 Απήντησε δε και τους είπε· αυτός που έχει δύο χιτώνας, ας δώση τον ένα εις εκείνον που δεν έχει, και Εκείνος που έχει τροφάς, ας κάμη το ίδιο. 12 Ηλθαν δε και τελώναι να βαπτισθούν και είπαν προς αυτόν· διδάσκαλε τι να κάμωμεν; 13 Εκείνος δε τους είπε· μη εισπράττετε τίποτε παραπάνω από εκείνο, που έχει ορισθή από τον νόμον.
14 Ερωτούσαν δε αυτόν και οι υπηρετούντες ως στρατιώται, λέγοντες· και ημείς τι να κάμωμεν; Και είπε προς αυτούς· κανένα να μη συκοφαντήσετε, κανένα να μη εκφοβήσετε με απειλάς, δια να του αποσπάσετε χρήματα, και να αρκήσθε στον μισθόν σας. 15 Ενώ δε ο λαός επερίμενε τον Μεσσίαν και εσκέπτοντο μέσα των δια τον Ιωάννην, μήπως αυτός είναι ο Χριστός, 16 απεκρίθη ο Ιωάννης εις όλους, λέγων· εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, έρχεται όμως ο ισχυρότερός μου, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λωρί των υποδημάτων του· αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον και με το αγιαστικόν πυρ της χάριτος.
17 Αυτός κρατεί το φτυάρι στο χέρι του και θα ξεκαθαρίση το αλώνι του και θα συγκεντρώση το σιτάρι εις την αποθήκην του (τους δικαίους δηλαδή εις την βασιλείαν των ουρανών), το δε άχυρον (τους αμετανοήτους δηλαδή αμαρτωλούς), θα τους κατακαύση με φωτιά, που δεν σβήνει ποτέ. 18 Πολλά μεν λοιπόν και άλλα εδίδασκε προτρέπων εις μετάνοιαν και παρηγορών τους θλιβομένους από την αμαρτίαν και εκήρυττε προς τον λαόν το χαρμόσυνον μήνυμα της ελεύσεως του Χριστού.