Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Ο ευνούχος Ευτρόπιος ήταν ένας ευφυής και πανούργος αυλικός του παλατιού, ο οποίος, έχοντας την εύνοια των βασιλέων Αρκαδίου (395-408) και Ευδοξίας, έγινε πρωθυπουργός.
Ο κόσμος υπέφερε τα πάνδεινα από αυτόν, ώσπου το 399 επενέβη ο στρατός και πίεσε τον βασιλιά να τον καθαιρέσει. Τότε ο Ευτρόπιος, μη έχοντας καμιά ανθρώπινη ελπίδα και βλέποντας να διακυβεύεται η ζωή του, κατέφυγε στην εκκλησία των αγίων Αποστόλων, όπου γαντζώθηκε περίτρομος στην αγία Τράπεζα.
Ο στρατός έξω, και μέσα ο όχλος, διψούν για εκδίκηση. Τότε στον άμβωνα εμφανίζεται ο αρχιεπίσκοπος άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και εκφωνεί την πρώτη «Εις Ευτρόπιον» ομιλία του.
Μετά από λίγες ημέρες ο άγιος Ιωάννης εξεφώνησε τη δεύτερη «Εις Ευτρόπιον» ομιλία του, από την οποία παραθέτουμε τα σχετικά με το θέμα της ματαιότητας των επιγείων αποσπάσματα.
Πέρασε η νύχτα και φάνηκε η μέρα· ελέγχθηκε η σκιά και παρουσιάσθηκε η αλήθεια. Ανέβηκαν έως των ουρανών (οι κατά κόσμον μεγάλοι και τρανοί αλλά έπειτα) και κατέβηκαν έως τη γη (πρβλ. Ψαλμ. 106.26, όπου γίνεται λόγος για πλοία που τα ανεβοκατεβάζει τη τρικυμία και τα καταποντίζει). Τα κύματα που τους εξύψωναν, κατεστάλησαν δια των ανθρωπίνων πραγμάτων. Διδαχή ήταν τα γεγονότα.
Λοιπόν «ξεράθηκε ο χόρτος και το άνθος εξέπεσε, αλλά ο λόγος του Θεού μένει στον αιώνα» (Ησ. 40.7). Είδατε την ευτέλεια των ανθρωπίνων πραγμάτων; Είδατε το σαθρό της δυνάμεως; Είδατε τον πλούτο, που πάντα τον αποκαλώ δραπέτη; Όταν οι λόγχες περιστοίχιζαν, όταν η πόλις καιγόταν, όταν δεν ίσχυε ούτε το βασιλικό στέμμα, όταν ο βασιλικός πορφυρός μανδύας ταπεινωνόταν, όταν όλα βρίσκονταν σε αναβρασμό, πού ήταν ο πλούτος; πού τα ασημικά; πού τα ασημένια κρεββάτια; πού οι δούλοι; Όλοι είχαν χαθεί. Πού οι ευνούχοι; Όλοι είχαν εξαφανισθεί. Πού οι φίλοι του Ευτροπίου; Όλοι σε φυγή… Τα προσωπεία άλλαζαν. Πού ήταν ο πλούτος του; Πού κρύφθηκε αυτός ο δραπέτης; Αυτός ο προκομμένος τα μηχανεύεται όλα, και πάνω στην ανάγκη αποχωρεί…
Ποτέ μη μακαρίζετε τον αμαρτωλό· μακαρίζετε τον δίκαιο. Πού είναι τόσοι τρανοί και μεγάλοι; Περαστικοί ήσαν και παρήλθαν. Δεν τους έτρεμαν οι αξιωματούχοι; Δεν ταπεινώνονταν μπροστά τους; Πλην ήρθε η αμαρτία και ελέγχθηκαν τα πάντα.
Δεν βλέπετε τον Ευτρόπιο; Οι δουλόφρονες έγιναν δικαστές του, οι κόλακες δήμιοι. Εκείνοι που φιλούσαν τα χέρια του, αυτοί επιχειρούσαν να τον σύρουν έξω από τον ναό. Χθες δουλικός, σήμερα εχθρός· χθες επαινέτης, σήμερα κατήγορος· χθες τον αποκαλούσες σωτήρα και ευεργέτη (Λουκ. 22.25), σήμερα τον στιγματίζεις. Και όλα αυτά γιατί χθες δεν ενεργούσες με ειλικρίνεια. Τι μεταστροφή! Τι μεταπήδηση στην αντίπερα όχθη!
Μέχρι πότε χρήματα; Μέχρι πότε ασήμι; Μέχρι πότε χρυσός; Μέχρι πότε κρασί να ρέει; Μέχρι πότε κολακείες δούλων; Μέχρι πότε κύπελα με [σκαλιστά] στεφάνια; Μέχρι πότε συμπόσια σατανικά, γεμάτα από διαβολική ενέργεια;
Δεν ξέρεις ότι ο παρών βίος είναι αποδημία; Μήπως είσαι πολίτης; Είσαι διαβάτης. Κατάλαβες τι είπα; Δεν είσαι πολίτης αλλά οδίτης και οδοιπόρος. Μην πεις «Έχω την τάδε πόλη» ή «έχω την δείνα πόλη». Κανείς δεν έχει πόλη. Η πόλη είναι πάνω (Εβρ. 13.14).
Τα παρόντα είναι πορεία. Πορευόμαστε λοιπόν κάθε μέρα όσο η ζωή μας διανύει τον χρόνο της. Υπάρχει κανείς που αποθηκεύει στον δρόμο χρήματα; Υπάρχει κανείς που ταξιδεύει και θάβει στον δρόμο χρυσάφι για να το φυλάξει;
Όταν μπεις στο πανδοχείο, πες μου, καλλωπίζεις το πανδοχείο; Όχι! Μόνο τρως, πίνεις και βιάζεσαι να φύγεις. Πανδοχείο είναι ο παρών βίος. Εισήλθαμε και μένουμε στον παρόντα βίο. Ας φροντίζουμε να εξέλθουμε με καλή ελπίδα. Να μην αφήσουμε τίποτε εδώ, για να μη το χάσουμε εκεί.
Όταν μπεις στο πανδοχείο τι λες στον υπηρέτη; «Πρόσεχε πού βάζεις τα πράγματα», για να μην αφήσεις κάτι εδώ, για να μη χαθεί κάτι, ούτε καν μικρό και ευτελές, για να τα πας όλα στο σπίτι. Έτσι και μεις στον παρόντα βίο, ας βλέπουμε σαν πανδοχείο τον βίο και ας μην αφήνουμε τίποτε εδώ στο πανδοχείο, αλλά ας τα πάμε όλα στη μητέρα πόλη.
Είσαι παροδίτης και οδοιπόρος, μάλλον δε και από παροδίτη ευτελέστερος. Πώς; Θα σου πω εγώ. Ο οδοιπόρος ξέρει πότε εισέρχεται στο πανδοχείο και πότε εξέρχεται, ενώ εγώ εισερχόμενος στο πανδοχείο, δηλαδή στον παρόντα βίο, δεν ξέρω πότε εξέρχομαι.
Και ενίοτε ετοιμάζω διατροφές για πολύ χρόνο, αλλά ο Θεός με καλεί σύντομα και ξαφνικά: «Άφρων, α ητοίμασας, τίνι έσται; τη νυκτί γαρ ταύτη λαμβάνουσι την ψυχήν σου» (πρβλ. Λουκ. 12.20).
Άδηλη η έξοδος, άστατη η απόκτηση, μύριοι γκρεμοί, από παντού κύματα. Τί μαίνεσαι για σκιές; Γιατί αφήνοντας την αλήθεια τρέχεις πίσω από σκιές;
«Και τι να κάνουμε;» ρωτάει κάποιος. Απαντώ: Απόρριψε τα υπάρχοντα –δεν λέω όλα, αλλά τα περιττά περίκοψε. Μη άρπαζε τη γη, αλλά τον Ουρανό. Η Βασιλεία των Ουρανών ανήκει σε αυτούς που την παραβιάζουν, «βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11.12).
Αυτά μελέτα κάθε μέρα.
Απόδοση: π. Ιουστίνος