Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Είναι γνωστόν, ότι οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες, είχαν ως μέγα ζήτημα τήν Τριαδολογία, τήν Χριστολογία καί τήν Σωτηριολογία. Οι κοντινοί μας αιώνες, ο εικοστός καί ο εικοστός πρώτος, φαίνεται νά έχουν ως σημαντικό θέμα, τήν Εκκλησιολογία.
Δηλαδή, αναζητείται συνεχώς η απάντηση στό βασικό ερώτημα: Τί είναι η Εκκλησία; Καί τούτο, επειδή έρχεται ενώπιόν μας μία παρερμηνεία τής εννοίας τής Εκκλησίας, μία λαθεμένη αντίληψη τού έργου της, μία παρεξήγηση τής θέσεως τών μελών της. Ποικίλες θεωρίες καί απόψεις διατυπώνονται καί μάλιστα κατ αυτάς, οι οποίες όμως, ως επί τό πλείστον, δέν έχουν καμμία σχέση μέ τό ουσιαστικό καί αυθεντικό περιεχόμενο τής Εκκλησίας. Γιά παράδειγμα, ισχυρίζονται, ότι η Εκκλησία είναι μόνον ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως όλα τά άλλα σέ μία κρατική υπόσταση. Άλλοι, θεωρούν ότι είναι ένα κοινωφελές ίδρυμα, εξαιρετικά χρήσιμο γιά υλική βοήθεια πρός τούς πτωχούς καί αναγκαίο γιά διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Άλλοι, ότι είναι μία καλή οργάνωση γιά συναισθηματική καί ψυχολογική στήριξη τής συνοχής τής κοινωνίας. Καί, βέβαια, γιά άλλους, η Εκκλησία είναι μία οντότητα μέ συντηρητικό, σκοταδιστικό, οπισθοδρομικό πνεύμα, ένα καθεστώς αποξενωμένο από τήν πρόοδο, τήν παγκοσμιοποίηση καί τά σύγχρονα κοσμοείδωλα.
Κατ ακολουθίαν τών ανωτέρω, παρουσιάζεται συχνά τό φαινόμενο τής απαξίωσης τής Εκκλησίας, τής κατασυκοφάντησης, τής λοιδορίας, τής άρνησης, τής θέσεώς της στό περιθώριο τού δημόσιου βίου.
*
Έτσι η Εκκλησία καθίσταται, όπως ο Κύριός της, «σημείον αντιλεγόμενον», καταδιωκωμένη, περιφρονημένη, αλλά καί αποκαλυπτομένη συγχρόνως από άλλους ανθρώπους, πού ποτέ κανείς δέν θά υποπτευόταν, ότι θά ήταν δυνατόν νά ενδιαφερθούν καί νά έλθουν κοντά στήν Εκκλησία καί νά αισθανθούν ενδόμυχα τήν ευεργεσία της.
Υπάρχει, λοιπόν, σήμερα ζωηρότατο ενδιαφέρον, γι αυτό πού ονομάζεται Εκκλησία, πέρα από κάθε θρησκειολογική έννοια. Γενικά, θά λέγαμε, ότι υπάρχει ένα εκκλησιολογικό ενδιαφέρον. Τό ερώτημα συνεπώς είναι διαρκώς ενώπιον πολλών ανθρώπων. Τί είναι τελικά η Εκκλησία; Ωστόσο γιά νά μπορέσει κάποιος νά δεί καί νά αισθανθεί, νά καταλάβει, νά βιώσει τί είναι η Εκκλησία καί τί κάνει, αρίδηλος υφίσταται η ανάγκη νά υφίστανται οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Χρειάζεται μία υπέρβαση τού «ορθού λόγου», μία διείσδυση στό «μυστήριο» πού είναι η Εκκλησία. Πρέπει κανείς νά προχωρήσει από τήν νοησιαρχία στό υπέρλογο, από τό άγνωστο στή γεύση καί μετοχή καί εμπειρία τής θείας χάριτος. Άλλως, παραμένει έξω τού οίκου τής Εκκλησίας.
Καταδεικνύεται, λοιπόν, ότι η Εκκλησία δέν είναι αυτό πού νομίζουμε ή μέ ποικίλα κατά καιρούς ιδεολογικά ή κοσμικά κριτήρια κατασκευάζουμε ως Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι πέραν από καταχωρήσεις περί θρησκείας σέ εγκυκλοπαίδειες καί βικιπαίδειες. Όπως δέ διαπιστώνουμε -καί κάμνει πολύ εντύπωση αυτό τό γεγονός- ότι οι Απόστολοι καί οι Πατέρες τής Εκκλησίας δέν έγραψαν ένα έργο, π.χ. «Βίος τού Χριστού», καί δέν υπάρχει κάτι τέτοιο στήν ορθόδοξη θεολογία, κατά παρόμοιο τρόπο οφείλουμε νά γνωρίζουμε, ότι δέν υπάρχει καί κάποιος ορισμός, γιά τήν έννοια τής Εκκλησίας. Γι αυτό καί χρησιμοποιούνται μόνο λέξεις, εκφράσεις καί εικόνες πρός δήλωσιν τού μυστηρίου τής Εκκλησίας. Μερικές τέτοιες λέξεις είναι: Βασιλεία, Βασίλισσα, Νύμφη, Μήτηρ, Ποίμνη, Κιβωτός, Άμπελος, Γεώργιον, Οίκος, Οικοδομή, Πύργος, Σκηνή, Λιμήν, Πόλις, Σύνοδος, αλλά καί εκφράσεις, ως Λαός τού Θεού, Κοινωνία αγίων, Νέα Ιερουσαλήμ, Σώμα Χριστού. Μ αυτές μόνον τίς λέξεις, τίς φράσεις καί τίς εικόνες, μπορούμε κάπως νά προσεγγίσουμε τό θέμα Εκκλησία. Αξίζει δέ, στό παρόν άρθρο, νά μελετήσουμε κυρίως αυτή τήν τελευταία έκφραση, η οποία είναι η πλέον ορθή θεολογικώς. Θά σταθούμε σ αυτή περισσότερο.
*
Πράγματι, η Εκκλησία είναι τό Σώμα τού Χριστού. Κεφαλή τού Σώματος, ο Χριστός καί μέλη τού Σώματος είναι όλοι οι βεβαπτισμένοι πιστοί, οι οποίοι βρίσκονται σέ οργανική σχέση καί εξάρτηση πρός τήν Κεφαλή αυτών, τόν Χριστόν, καί πρός αλλήλους.
Ειδικότερα, όταν ομιλούμε ότι η Εκκλησία είναι τό Σώμα Χριστού, εννοούμε ότι η Εκκλησία είναι ο «οργανισμός», ο «θεσμός» εκείνος -καί κατά συγκατάβασιν χρησιμοποιούμε τίς λέξεις «οργανισμός» καί «θεσμός», πού διαθέτει ίδια ζωή, ίδια μέσα ζωής, δέν εξαρτάται έξωθεν καί έχει ως Ιδρυτήν, Αρχηγόν, Κεφαλήν τόν Χριστόν, Λυτρωτήν καί Σωτήρα. Λέγεται, λοιπόν, «Σώμα Χριστού», γιατί είναι τό Σώμα, τό οποίον ιδρύθηκε, κυβερνάται, τρέφεται, στηρίζεται καί σώζεται από τόν Χριστό. Η Εκκλησία διαρκεί καί ζεί στούς αιώνες, ακριβώς διότι ζεί μέ τήν ζωή τού Χριστού καί τά μέσα, μέ τά οποία ρέει στή Εκκλησία, η ζωή αυτή τού Χριστού είναι τά θεία καί ιερά Μυστήρια, τά δοχεία τής Χάριτος. Ωραιότατα γράφει ο Ν. Καβάσιλας: «Ο τρόπος μέ τόν οποίο ελκύομε τήν Εκκλησία στίς ψυχές μας είναι η τέλεσις τών μυστηρίων, η λούσις (τό βάπτισμα), η χρίσις, η απόλαυσις τής ιεράς τραπέζης (Θ. Κοινωνία). Όταν τελούμε αυτά τά μυστήρια επιδημεί καί ενοικεί σ εμάς ο Χριστός, αποπνίγει μέσα μας τήν αμαρτία καί ενσταλάζει τή ζωή καί τή δύναμη καί μάς καθιστά μετόχους τής νίκης» (Φιλοκαλία 22, Ν. Καβάσιλας, Λόγος Λ, σελ. 301).
Τό παράδοξο, μάλιστα, είναι, ότι μέσα σ αυτόν τόν «οργανισμό», όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως έθνους, φυλής, φύλου, τάξεως, εκπαιδεύσεως, μπορούν νά ζήσουν ως «είς άνθρωπος» καί συνάμα «ως ελεύθερα καί ανεπανάληπτα πρόσωπα» καί τό ακόμη πιό παράδοξο, ότι είναι η Εκκλησία κοινότητα, πού ενώ ζεί «εν τώ κόσμω» καί έρχεται νά σώσει τόν κόσμο, δέν είναι, εν τούτοις, «εκ τού κόσμου τούτου» καί δέν εξαρτάται από καμμία κοσμική εξουσία, αλλ έχει δικούς της πνευματικούς νόμους. Επί πλέον, η Εκκλησία δέν είναι μία άμορφος μάζα, αλλά μία κοινωνία ανθρώπων, τών πιστών εν Χριστώ, ένας θεανθρώπινος οργανισμός, ένας ιερός θεσμός, ορατός, ενιαίος καί ιεραρχημένος. Ως γράφει ο Απ. Παύλος «Καθάπερ γάρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τά δέ μέλη πάντα ου τήν αυτήν έχει πράξιν ούτως οι πολλοί έν σώμά εσμεν έχοντες χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν δοθείσαν ημίν διάφορα» (Ρωμ. ιβ, 4-6). Αυτό είναι καί αποκαλείται εκκλησιαστικό σώμα. Καί στό σώμα βέβαια αυτό δέν είναι μόνον οι κληρικοί καί οι μοναχοί, αλλά όλοι οι βεβαπτισμένοι χριστιανοί, όλοι όσοι αγωνίζονται τόν καλόν αγώνα τής πίστεως. Όσοι βέβαια, προχώρησαν σέ σχίσμα, αίρεση ή αποστασία, αυτοί, από μόνοι τους έχουν εκβάλει τούς εαυτούς τους από τό Σώμα τής Εκκλησίας.
Έτσι η Εκκλησία δέν είναι μία κοινωνία θρησκολήπτων καί δικαίων, αλλά ένας αγρός πού περιέχει χόρτα καλά, αλλά καί αγκάθια καί ζιζάνια καί, όσον διαρκεί ο παρών αιών, ο διαχωρισμός αναβάλλεται. Η Εκκλησία, δηλαδή, ξέρει νά περιμένει, νά προσεύχεται, νά πονά γιά τόν κάθε αμαρτωλό καί ασθενή άνθρωπο καί μετά χαράς τόν δέχεται γιά νά τόν σώσει καί νά τόν οδηγήσει στή θέωση. Κατά συνέπειαν, αποτελεί οικτρά πλάνη νά θεωρείται η Εκκλησία ως μία διοικητική πρωτίστως οργάνωση, ως ένα σωματείο τού Αστικού Κώδικα, ως μία ΜΚΟ, ως ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Ο Χριστός, λοιπόν, είναι η Κεφαλή τού Σώματος τής Εκκλησίας καί ο Ιδρυτής της. Τούτο καθ ότι, κατά τίς ημέρες τής δημόσιας ζωής Του, ο Κύριος εξέλεξεν τούς Αποστόλους του, τούς προητοίμασε, τούς εδίδαξε, τούς απέστειλεν, όπως καί ο Ίδιος είχεν αποσταλεί παρά τού Πατρός. Τούς υπέδειξε τό βάπτισμα ως τό μέσον τής ενσωματώσεως τών μελλόντων χριστιανών στό Σώμα Του καί «τή νυκτί ή παρεδίδετο ή μάλλον εαυτόν παρεδίδου υπέρ τής τού κόσμου ζωής», τούς παρέδωκε καί τό Μυστήριον τής θείας Ευχαριστίας, ενώ μετά τήν ανάστασίν Του, τούς παρεχώρησε τήν εξουσία «τού λύειν καί δεσμείν». Δι αυτού τού τρόπου έθεσε τό θεμέλιον τής Εκκλησίας Του καί απεκάλυψε στούς μαθητές Του τόν τύπο τής οργανώσεως τής Εκκλησίας Του, δηλ. τό σχέδιόν Του νά καταστήσει τήν Εκκλησίαν συνέχισιν τού προφητικού (διδασκαλία), τού ιερατικού (μυστήρια) καί τού βασιλικού (διοίκηση) έργου Του.
Όλα όμως αυτά, δέν θά είχαν τήν ζωή καί τήν δύναμη πού θέλησε ο Κύριος νά έχουν, εάν δέν εζωοποιούντο από τό Άγιον Πνεύμα, τό τρίτον πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος. Έτσι τήν Εκκλησία, τήν οποία ίδρυσε διά τού ζωοποιού Του αίματος, ο υπέρ ημών σταυρωθείς Λόγος τού Θεού, τήν φανέρωσε καί τήν στερέωσε κατά τήν ημέραν τής Πεντηκοστής διά τής αποστολής τού Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή, μετά τήν εις ουρανούς ένδοξον ανάληψίν Του, δέν μάς άφησε μόνους, δέν μάς εγκατέλειψε. Μάς έδωκε τήν Εκκλησίαν Του. Αυτό είναι τό μέγιστον θείον δώρημα.
*
Τοιουτοτρόπως, ο πιστός μέσα στό σώμα τής Εκκλησίας ζεί τήν όντως ζωή, τήν ζωή τήν εν Χριστώ, καί γνωρίζει καί έχει τήν εσωτερική πληροφορία ότι έξω τής Εκκλησίας διακατέχεται από στέρηση τής αληθούς ζωής. Ο ευρισκόμενος όμως εντός τής Εκκλησίας, τά βλέπει πλέον όλα διαφορετικά, τά γήϊνα καί τά ρέοντα, τίς αντιξοότητες καί δοκιμασίες τής ζωής, αυτή τήν ίδια τήν ζωή, καί τό νόημά της, αλλά καί τίς ασθένειες, τά βάσανα, τίς πίκρες καί αυτόν ακόμη τόν θάνατον. Όλα τά αντιμετωπίζει άλλως πως, γιατί υπάρχει η άλλη διόπτρα, η πνευματική, μέ τήν οποία βλέπει τά τής ζωής καί τά τού κόσμου τούτου.
Έτσι ο άνθρωπος, λοιπόν, τής Εκκλησίας, ο πιστός, δέν ζεί μόνον τήν κατά σάρκα ζωή, αλλά καί τήν εν Πνεύματι αγία ζωή, αποξενώνεται από τόν παλαιό εαυτό του χάριν Εκείνου. Η πραγματική ψυχή τής ζωής του, ο εμψυχωτής του, είναι, ο νούς καί η θέληση Εκείνου, τόν οποίο έκανε Κύριόν του. Συνεπώς, όταν ομιλούμε ότι οι χριστιανοί ανήκουν στόν Χριστό, αυτό δέν σημαίνει απλώς ηθική υποταγή, αλλά νέα όντως «ζωή εν αυτώ». Σημαίνει ότι ανήκουν σ Αυτόν οι πιστοί ως μέλη Του, ως κοινωνοί θείας φύσεως (Β Πέτρ. α 4). Ουκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τώ υπέρ αυτών αποθανόντι καί εγερθέντι (Β Κορ. ε 15). Έτσι, ως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, «εκκλησία γάρ ου τοίχος καί όροφος, αλλά πίστις καί βίος», δηλαδή τρόπος ζωής, εμπειρία ζωής. Έχει πλέον ο πιστός άλλη βιοτή, τήν εκκλησιαστική. Ο άλλος, δέ, κόσμος πού στέκεται έξωθεν τής Εκκλησίας δέν μπορεί νά τό καταλάβει αυτό, γι αυτό καί συμπεριφέρεται αντιεκκλησιαστικά. Είναι αμύητος τού θείου μυστηρίου τής Εκκλησίας. Γι αυτό όσον καί άν μάς φαίνεται παράδοξο, ο πιστός προσκαλείται ν ακούσει, αφ ενός μέν, «τάς θύρας, τάς θύρας εν σοφία πρόσχωμεν», αφ ετέρου δέ, νά ομολογήσει: «ου μή γάρ τοίς εχθροίς σου τό μυστήριον είπω».
*
Κατά συνέπειαν, εφ όσον Ιδρυτής, Κεφαλή, Κυβερνήτης Πηγή τής αληθούς ζωής τής Εκκλησίας είναι ο Χριστός καί αφού ο «Ιησούς Χριστός χθές καί σήμερον ο αυτός καί εις τούς αιώνας» (Εβρ. 13, 8), καί η Εκκλησία, θά παραμένει αείποτε ακατάλυτος καί ατελεύτητος. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος έδωκε τήν βεβαίωση καί είπε: «Καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16, 18).
Ιδιαίτερα, ο Ι. Χρυσόστομος στόν περίφημο λόγο του «Ότε τής Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος», τήν οποία επιλεξαμε καί ως τίτλο τού παρόντος άρθρου μας, διατυπώνει πολύ χαρακτηριστικά τήν σπουδαιοτάτη φράση: «Η Εκκλησία χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει». Ειδικότερα γράφει: «Τίποτε δέν είναι ίσο μέ τήν Εκκλησία. Μή μού λέγεις τά τείχη καί τά όπλα, γιατί τά τείχη μέ τό χρόνο παλαιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δέ γερνά. Τά τείχη οι βάρβαροι τά γκρεμίζουν, τήν Εκκλησία όμως ούτε οι δαίμονες τή νικούν. Καί ότι τά λόγια αυτά δέν είναι μεγάλη καύχηση, τό μαρτυρούν τά πράγματα. Πόσοι πολέμησαν τήν Εκκλησία καί αυτοί πού τήν πολέμησαν χάθηκαν; Αυτή όμως ανέβηκε πάνω από τούς ουρανούς. Τέτοιο μεγαλείο έχει η Εκκλησία. Όταν τήν πολεμούν, νικάει όταν τήν επιβουλεύονται, θριαμβεύει όταν τήν βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη δέχεται τραύματα καί δέν πέφτει από τίς πληγές κλυδωνίζεται, αλλά δέν καταποντίζεται δοκιμάζεται από τρικυμίες, αλλά δέν παθαίνει ναυάγιο παλεύει, αλλά μένει αήττητη αγωνίζεται, αλλά δέν νικιέται» (ΕΠΕ 33, σ. 110).
Καί σ άλλο, επίσης σπουδαίο λόγο του, «Πρό τής εξορίας», πάλιν ο μέγας πατήρ, ο Ι. Χρυσόστομος, γράφει:
«Τίποτε δέν είναι πιό δυνατό από τήν Εκκλησία, άνθρωπε. Σταμάτησε τόν πόλεμο, γιά νά μή διαλύσει τή δύναμή σου. Μήν ανεβάζεις πόλεμο στόν ουρανό. Άν πολεμάς άνθρωπο, ή νίκησες, ή νικήθηκες. Άν όμως πολεμάς τήν Εκκλησία, είναι αδύνατο νά νικήσεις, γιατί ο Θεός είναι πιό ισχυρός απ όλους. Ο Θεός τήν στερέωσε, ποιός επιχειρεί νά τήν κλονίσει;» (όπ. παρ., σ. 386).
Δέν παραλείπει δέ ο Χρυσορρήμων νά γράψει καί γιά τήν άλλη δύναμη τής Εκκλησίας, τήν αγιαστική. Τονίζει πολύ χαρακτηριστικά, αλλά καί παραστατικά χρησιμοποιώντας τήν εικόνα τής κιβωτού τού Νώε. «Δέν θά έκανε κανείς λάθος, εάν έλεγεν ότι η Εκκλησία έχει μεγαλυτέραν αξίαν από τήν κιβωτόν. Διότι η μέν κιβωτός παρελάμβανε τά ζώα καί τά διετήρει ζώα, ενώ η Εκκλησία παραλαμβάνει τά ζώα καί τά μεταβάλλει. Άς χρησιμοποιήσω παραδείγματα. Εισήλθεν εκεί (εις τήν κιβωτόν) ιέραξ καί εξήλθεν ιέραξ εισήλθε λύκος καί εξήλθε λύκος εδώ εισήλθε κάποιος ιέραξ καί εξέρχεται περιστερά εισέρχεται λύκος καί εξέρχεται πρόβατον εισέρχεται φίδι καί εξέρχεται αρνί, διότι δέν μεταβάλλεται η φύσις, αλλ εκδιώκεται η κακία» (ΕΠΕ 30, 284). Αυτά όλα σημαίνουν, ότι στήν Εκκλησία καταφεύγουν οι φθαρμένες καί αμαυρωμένες εικόνες τού Θεού, οι άνθρωποι «οι κοπιώντες καί πεφορτισμένοι», καί Εκείνη γνωρίζει νά ξαναπλάθει, ανακαινίζει καί θεώνει τόν καθένα πεπτωκότα άνθρωπο. Η Εκκλησία δέν μένει στήν άρνηση. Προχωρεί στήν κατάφαση, στήν πνευματική ανάβαση, γιατί Θεός στό χώρο τής Εκκλησίας συγκαταβαίνει.
*
Κατ ακολουθίαν, τών ανωτέρω πατερικών σοφών λόγων καί εφ όσον όλα αυτά συνιστούν τήν έννοια, τήν πνευματική δύναμη καί τό περιεχόμενον τής Εκκλησίας είναι δυνατόν νά μιλάμε γιά Εκκλησία ερήμην τού Χριστού; Ή έπειτα νά γίνεται λόγος γιά καταστρατήγηση, απαξίωση καί υποβάθμιση τής Εκκλησίας; Τό πρόβλημα, εν προκειμένω, δέν είναι η Εκκλησία. Εμείς δέν έχουμε ορθό λογισμό. Άλλωστε Εκκλησία είμαστε όλοι μας. Είναι λάθος η τοποθέτηση: «Εγώ καί η Εκκλησία». Μή λησμονούμε δέ, ότι ο Θεός Πατήρ, ως ο «εξ ού τά πάντα» είναι η πρώτη αιτία καί αρχή τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι «Θεού φυτεία», δηλαδή μία άλλη πραγματικότητα, ως γράφουν οι «Διαταγές τών Αγίων Αποστόλων» (4ος αι.). Προϋπήρχεν εξ αϊδίου οιονεί κεκρυμμένη εν τώ Θεώ ως πρός τό, πρό τών αιώνων, «απόκρυφον μυστήριον». Προϋπήρχεν εν τή σοφία καί τή προνοία τού Θεού, ως λέγει ο συγγραφέας τού 2ου αιώνα, ο Ερμάς (Όρασις, 5). Μετέπειτα ήλθαν όλα τά άλλα. Ο κτιστός κόσμος, ο άνθρωπος, οι λαοί, τά έθνη, τά κράτη. Όλα είναι κατοπινά καί μεταγενέστερα.
Έτσι πράγματι, οι αιώνες έρχονται καί παρέρχονται. Η Εκκλησία όμως, επειδή είναι τού Χριστού, μένει στόν αιώνα. «Ecclesia vero Christus», θά πεί ο Τερτυλλιανός καί επειδή «στέφανος τής Εκκλησίας ο Χριστός», Αυτή, είναι καί παραμένει πύργος ασάλευτος καί ακαταμάχητος. Πέρα λοιπόν από κούφιους ιδεαλισμούς, από ανθρωποκεντρικούς πειρασμούς, από σκοτεινές νύκτες αμφιβολιών, τό μυστήριον τής Εκκλησίας έχει πάντα τήν δυναμική τής αναγεννήσεως τής θελήσεως τού ανθρώπου. Η Εκκλησία θά συνεχίζει νά μεταμορφώνει τόν άνθρωπο, τόν καθένα πού πηγαίνει κοντά της, νά ποιμαίνει τόν κάθε πιστό, υπερνικώντας τά ποικίλα εμπόδια. Καί θά εξακολουθήσει νά κατανικά τελικά καί αυτόν τόν θάνατον, διότι η Εκκλησία ζεί, γιατί ο Χριστός ζεί, καί είναι στό διηνεκές «εν μέσω ημών» καί Αυτός είναι η Οδός, η Αλήθεια καί η Ζωή, είναι τό Φώς τού κόσμου, καί η Ανάστασις.
Γι αυτό, στούς δύσκολους καιρούς μας από κάθε άποψη, πρίν ακούσουμε τήν φωνή τού ουρανού: «Λαός μου, τί εποίησά σοι, ή τί σοι παρηνώχλησα;», άς ανοίξουμε τά ώτα μας στήν πατερική συμβουλή: «Μένε εις Εκκλησίαν».