Πίστη: Το φθινόπωρο του 1956, θυμάται μια ηλικιωμένη κυρία πού ερχόταν συχνά στη Λαύρα, την ώρα της Θείας Λειτουργίας στο ναό των Σπηλαίων και ενώ απάγγελλαν το Πάτερ ημών ακούστηκε από τον πρόναο ένας διαπεραστικός ήχος.
Ό βίαιος αυτός θόρυβος, πού ήταν σα να ακούγονταν πολλές φωνές μαζί, γινόταν όλο και πιο δυνατός. Όλοι γύρισαν το βλέμμα τους προς την πόρτα.
Είχες την εντύπωση πώς στο ναό έμπαινε ένα πλήθος τρελλών. Ή έκπληξη ήταν μεγάλη όταν είδαν μια νεαρή κυρία, πολύ αδύνατη, πού με δυσκολία την κρατούσαν τέσσερις άνθρωποι. Μόλις την πλησίασαν στο λείψανο τού άγιου Ιώβ άρχισε να φωνάζει ακόμα πιο δυνατά, ξέφυγε απ’ αυτούς πού την κρατούσαν κι έπεσε μπροστά στο λείψανο γυρίζοντας τά πόδια της.
Με μεγάλη δυσκολία πήραν την αδύναμη κοπέλα, πού την ώρα αυτή είχε μια υπεράνθρωπη δύναμη, και την πήγαν στο Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου την ώρα εκείνη ό στάρετς Ιωσήφ διάβαζε παράκληση μπροστά στον Εσταυρωμένο.
Τά ουρλιαχτά της δυνάμωσαν. Σε μια γωνιά στεκόταν ό σύζυγός της κλαίγοντας.,.Ήταν νεαρός και ψηλός και κοίταζε με πόνο δεξιά και αριστερά, παρακαλώντας τούς πιστούς: «Προσευχηθείτε γι’ αυτήν.
Το όνομά της είναι Ζωή!» Οι γυναίκες τού έδειχναν πώς να κάνει το σταυρό του ενώ ή Ζωή, πού ερχόταν πού και πού ”εις έαυτήν”, έπεφτε μπροστά στον Εσταυρωμένο φωνάζοντας: ”Κύριε, συγχώρεσέ με!”.»Παναγία, συγχώρεσέ με!”. Ξαφνικά έχανε τις αισθήσεις της, έπειτα βασανίζονταν πάλι κι έπιανε το στάρετς από τά άμφια.
Αυτός ισα-ισα πού στεκότανε στα πόδια του, διάβαζε τις προσευχές στο λαό και σκούπιζε τις χοντρές σταγόνες κρύου ίδρωτα πού έτρεχαν στο χλωμό του πρόσωπο… Τέλειωσε ή προσευχή κι ό στάρετς στράφηκε προς τη Ζωή και τη ρώτησε: ’Είσαι χριστιανή; Εκείνη άρχισε να τρέμει και με μια απίστευτη σκληρότητα στα μάτια απάντησε με μια φωνή πού δεν ήταν δική της:
– Ή Ζωή είναι χριστιανή, εγώ όμως είμαι Βαπτίστρια!
– Βγες! πρόσταξε ό στάρετς
– Και που να πάω;
– Στα Τάρταρα.
– Δε θέλω στα Τάρταρα, φώναξε το πονηρό πνεύμα.
– Βλέπετε χριστιανοί, τρομάζει μέχρι κι ό δαίμονας, είπε ό στάρετς στο συγκεντρωμένο πλήθος. Στο μεταξύ ή Ζωή, καθισμένη στο πάτωμα επειδή ένιωθε αδύναμη, είπε στο σύζυγό της να δώσει χρήματα στο στάρετς. Εκείνος αρνήθηκε να τά πάρει και υποσχέθηκε πώς θα προσεύχεται γι’ αυτήν.
Το βράδυ ή Ζωή παρακολούθησε με ευλάβεια την ακολουθία μαζί με το σύζυγό της, μνημονεύοντας με πόνο τά δύσκολα χρόνια πού πέρασε εξαιτίας της ψυχικής της ασθένειας. Τώρα, μετά από αυτήν την άσχημη εμπειρία, δεν είχε πια αμφιβολίες για το ποιά είναι ή αληθινή πίστη.
Όλα είχαν ξεκινήσει ρομαντικά, σαν μια διασκέδαση. Πριν από 11 χρόνια, όντας πολύ νέα και γεμάτη ζωή, γνώρισε ένα νεαρό πού μόλις είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο και τον έστειλαν στο Ντονμπάς ως προϊστάμενο του εκεί ορυχείου.
Ή μητέρα του Αλέξανδρου – αυτό ήταν το όνομα του νεαρού – ήταν βαπτίστρια. Έτσι επηρέασε και τη Ζωή και άρχισε να πηγαίνει κι αυτή στις συνάξεις των αιρετικών και να τραγουδάει τά τραγούδια τους. Ή Ζωή και ό Αλέξανδρος αποφάσισαν να παντρευτούν.
Για να μη λυπήσουν τούς γονείς της νύφης, πού ήταν ορθόδοξοι, αποφάσισαν να στεφανωθούν. Ό Θεός όμως «ού μυκτηρίζεται». Τη στιγμή πού ό ιερέας έβαλε τά στέφανα πάνω στα κεφάλια τους, ή Ζωή δαιμονίστηκε. Από το γάμο τους γεννήθηκαν δύο κορίτσια.
Οι συχνές κρίσεις και οι φωνές της Ζωής όμως αναστάτωναν το σπίτι και ό σύζυγός της δε γνώριζε τί να κάνει για να την θεραπεύσει. Όλα ήταν μάταια, μέχρι την ημέρα πού κάποιοι άνθρωποι τούς πρότειναν να πάνε στο Ποτσάεφ. Ή θαυμαστή θεραπεία της Ζωής έκανε και τούς δύο να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον αληθινό δρόμο της σωτηρίας.
Όταν γύρισαν στο σπίτι ό σύζυγος της Ζωής κατέθεσε γραπτό αίτημα προς την επιτροπή τού κόμματος, ζητώντας να τον διαγράψουν από το κομμουνιστικό κόμμα επειδή είχε γίνει ορθόδοξος. Ή αίτησή του έγινε δεκτή και δεν τον έδιωξαν από την εργασία του. Παρέμεινε στην ίδια θέση μέχρι τη συνταξιοδότησή του!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΣΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΟΥ ΠΟΤΣΑΕΦ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΙΣΠΟΛΙΑΤΗ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2015.