Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΘ/ 3 – 12 – 3 Καί προσήλθον αυτώ οι Φαρισαίοι πειράζοντες αυτόν καί λέγοντες αυτώ Ει έξεστιν ανθρώπω απολύσαι τήν γυναίκα αυτού κατά πάσαν αιτίαν;
4 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς Ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ αρχής άρσεν καί θήλυ εποίησεν αυτούς καί είπεν,
5 ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τόν πατέρα αυτού καί τήν μητέρα καί κολληθήσεται τή γυναικί αυτού, καί έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν; 6 ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά σάρξ μία. ό ούν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μή χωριζέτω. 7 λέγουσιν αυτώ Τί ούν Μωσής ενετείλατο δούναι βιβλίον αποστασίου καί απολύσαι αυτήν;
8 λέγει αυτοίς ότι Μωσής πρός τήν σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν απολύσαι τάς γυναίκας υμών απ αρχής δέ ου γέγονεν ούτω. 9 λέγω δέ υμίν ότι ός άν απολύση τήν γυναίκα αυτού μή επί πορνεία καί γαμήση άλλην, μοιχάται καί ο απολελυμένην γαμήσας μοιχάται. 10 λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού Ει ούτως εστίν η αιτία τού ανθρώπου μετά τής γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι.
11 ο δέ είπεν αυτοίς Ου πάντες χωρούσι τόν λόγον τούτον, αλλ οίς δέδοται 12 εισί γάρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω καί εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό τών ανθρώπων, καί εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά τήν βασιλείαν τών ουρανών. ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΘ/ 3 – 12
3 Και οι Φαρισαίοι προσήλθαν εις αυτόν με σκοπόν να τον παγιδεύσουν και τον εκθέσουν με τας δολίας ερωτήσεις των, και τον ηρώτησαν, εάν επιτρέπεται εις ένα άνδρα να διώξη την γυναίκα του δια κάθε αιτίαν, που αυτός ήθελεν εύρει; 4 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς· δεν εδιαβάσατε στο πρώτον βιβλίον της Γραφής ότι ο δημιουργός ευθύς εξ αρχής έπλασεν άνδρα και γυναίκα, ως ένα ανδρόγυνο και είπε·
5 Ενεκα τούτου θα εγκαταλείψη ο άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα του και θα προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού και θα είναι οι δύο μία σαρξ, ένα σώμα; 6 Ωστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Το ανδρόγυνο λοιπόν, το οποίον ο Θεός τόσο στενά συνήνωσε, ο άνθρωπος ας μη το χωρίση. (Πως είναι δυνατόν να χωρίση εις δύο ένα σώμα και να ζήση το σώμα αυτό;).
7 Λεγουν εις αυτόν· Τοτε διατί ο Μωϋσής επέτρεψε το διαζύγιον και παρήγγειλε να δίδη ο άνδρας εις την γυναίκα γραπτόν διαζύγιον και να την απολύη; 8 Λεγει εις αυτούς ότι ο Μωϋσής επέτρεψε εις σας να χωρίζετε τας γυναίκα σας, ένεκα της σκληροκαρδίας σας, (δια να προλάβη χειρότερα εγκλήματα, τα οποία ημπορούσατε να διαπράξετε, δια να απαλλαγήτε από την ανεπιθύμητον σύζυγον). Αλλά από την αρχήν της δημιουργίας δεν είχε γίνει έτσι.
9 Σας λέγω δε τούτο· ότι όποιος χωρίσει την γυναίκα αυτού, δι’ οιανδήποτε άλλην αιτίαν πλην της πορνείας, και νυμφεφθή άλλην, διαπράττει μοιχείαν· και εκείνος που θα λάβη ως σύζυγον διαζευγμένην γυναίκα, διαπράττει μοιχείαν.
10 Λεγουσιν εις αυτόν οι μαθηταί του· εάν έτσι έχουν τα πράγματα, εάν τόσον στενή είναι η σχέσις του ανδρογύνου και μία μόνη η αιτία που δικαιολογεί το διαζύγιον, τότε δεν συμφέρει να έρχεται κανείς εις γάμον. 11 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· δεν παραδέχονται όλοι με τον νουν και την καρδίαν τον λόγον αυτόν, αλλά εκείνοι στους οποίους έχει δοθή από τον Θεόν το χάρισμα να μπορούν να μείνουν άγαμοι και αγνοί.
12 Διότι υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι εγεννήθησαν τέτοιοι εκ κοιλίας μητρός. Και υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι ευνουχίσθησαν από τους ανθρώπους. (Και οι μεν και οι δε είναι ανίκανοι δια γάμον και κατ’ ανάγκην μένουν άγαμοι).
Υπάρχουν όμως και άλλοι ευνούχοι οι οποίοι δια να αφοσιωθούν εις την βασιλείαν του Θεού και κερδήσουν ασφαλέστερα την σωτηρίαν, ηγωνίσθησαν κατά της εμφύτου ορμής, αυτοπροαιρέτως απέχουν από τον γάμον και ζουν ισοβίως αγνοί και παρθένοι. Οποιος ημπορεί να παραδεχθή και να εφαρμόση τον λόγον αυτόν, ας προχωρήση στον δρόμον της σωφροσύνης και αγνότητος.