Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 38 – 42 – 38 Εγένετο δέ εν τώ πορεύεσθαι αυτούς καί αυτός εισήλθεν εις κώμην τινά. γυνή δέ τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο αυτόν εις τόν οίκον αυτής.
39 καί τήδε ήν αδελφή καλουμένη Μαρία, ή καί παρακαθίσασα παρά τούς πόδας τού Ιησού ήκουε τόν λόγον αυτού. 40 η δέ Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν επιστάσα δέ είπε Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν; ειπέ ούν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται.
41 αποκριθείς δέ είπεν αυτή ο Ιησούς Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς καί τυρβάζη περί πολλά 42 ενός δέ εστι χρεία Μαρία δέ τήν αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ αυτής.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΑ/ 27 – 28
27 Εγένετο δέ εν τώ λέγειν αυτόν ταύτα επάρασά τις γυνή φωνήν εκ τού όχλου είπεν αυτώ Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε καί μαστοί ούς εθήλασας. 28 αυτός δέ είπε Μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τόν λόγον τού Θεού καί φυλάσσοντες αυτόν.
Απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 38 – 42
38 Καθώς δε ο Κυριος με τους μαθητάς του επήγαιναν προς την Ιερουσαλήμ, εμπήκε ο Ιησούς εις ένα χωριό. Καποια δε γυναίκα, ονόματι Μαρθα, τον υπεδέχθη στο σπίτι της. 39 Είχε δε αυτή και αδελφήν, ονόματι Μαρίαν, η οποία εκάθισε κοντά εις τα πόδια του Ιησού και ήκουε την διδασκαλίαν του.
40 Η δε Μαρθα, από την μεγάλην της επιθυμίαν και προθυμίαν να περιποιηθή αξίως τον διδάσκαλον, απερροφάτο από τας πολλάς ασχολίας. Εις κάποιαν στιγμήν εστάθη κοντά στον Ιησούν και είπε· Κυριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με αφήκε μονήν να ετοιμάσω τα του φαγητού δια σε και τους μαθητάς σου; Πες της λοιπόν να με βοηθήση.
41 Απήντησε δε ο Ιησούς και είπε· Μαρθα, Μαρθα, εφορτώθηκες πολλές φροντίδες, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι δια να ετοιμάσης πολλά. 42 Ενα όμως είναι το χρησιμώτερον και απαραίτητον, η πνευματική τροφή, την οποίαν προσφέρω εγώ. Η δε Μαρία εδιάλεξε την καλήν μερίδα, την πνευματικήν, η οποία και δεν θα της αφαιρεθή ποτέ από κανένα. Διότι αι ωφέλειαι από την πνευματικήν τροφήν είναι αιώνιαι και αναφαίρετοι.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΑ/ 27 – 28
27 Ενώ δε έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα από το πλήθος ενθουσιασμένη από την διδασκαλίαν του, έβγαλε φωνήν μεγάλην και είπε· μακαρία η κοιλία που σε εβάσταξε και οι μαστοί, τους οποίους εθήλασες.
Μακαρία η μητέρα, που σε εγέννησε και σε έθρεψε. 28 Και αυτός είπε· βεβαίως μακαρία είναι η μητέρα μου, αλλά επίσης μακάριοι είναι όλοι όσοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον φυλάσσουν.