ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Η τρίτη Άλωση τής «Αγια-Σοφιάς», μέ τήν μετατροπή της από Μουσείο σέ Τζαμί, στίς 24 Ιουλίου 2020, μέ τήν ανοχή, δυστυχώς, ηγετών μεγάλων Χριστιανικών καί Ορθοδόξων Κρατών, αποτελεί μιά πρόκληση εναντίον τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τής οποίας κέντρο είναι η Αγία Σοφία καί, δευτερευόντως, εναντίον όλης τής ανθρωπότητος.
Ο Τούρκος Πρόεδρος τόν τελευταίο καιρό έκανε συνεχώς λόγο γιά τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή καί καθόλου γιά τόν ιδρυτή τού Ισλάμ, Μωάμεθ, ο οποίος, παρά τίς θρησκευτικές του ιδέες, έδειχνε μιά άλλη συμπεριφορά έναντι τών Ορθοδόξων Ρωμηών, όπως θά δούμε στήν συνέχεια.
Μέχρι τόν 16ο αιώνα η Αυτοκρατορία μέ έδρα τήν Κωνσταντινούπολη λεγόταν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Ρωμανία, οι δέ κάτοικοί της λέγονταν Ρωμαίοι ή Ρωμηοί. Κείμενα τού 14ου αιώνος, πού έχω υπ όψη μου από τήν αιχμαλωσία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά στήν Μικρά Ασία, χαρακτηρίζουν τούς Ορθοδόξους ως Ρωμαίους. Τό δέ γένος δέν λεγόταν Ελληνικό ή Βυζαντινό, αλλά γένος τών Ρωμαίων. Πρώτη φορά στήν ιστορία ονομάσθηκε η Αυτοκρατορία Βυζαντινή τόν 16ο αιώνα καί εκείνος πού τήν «βάπτισε» μέ αυτό τό όνομα είναι ο Ιερώνυμος Βόλφ τό 1562 μ.Χ.
Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καθ όλη τήν διάρκεια τής ιστορικής της διαδρομής είχε νά αντιμετωπίση διάφορα προβλήματα από τούς Πέρσες κατ αρχάς καί τούς Άραβες στήν συνέχεια καί τελικά από τούς Οθωμανούς.
1. Άραβες, Μωάμεθ καί Χριστιανισμός
Άραβες λέγονται οι κάτοικοι τής Αραβικής χερσονήσου πού είναι η πλέον εκτεταμένη χερσόνησος στόν κόσμο καί περιλαμβάνει σήμερα τά Κράτη: Σαουδική Αραβία, Υεμένη, Ομάν, Ασκάτ, Κουβέϊτ, Κατάρ, Ακτή Πειρατών, Νήσους Μπαχρέϊν καί Άντεν. Επίσης Άραβες λέγονται γενικότερα όσοι προέρχονται από τόν λαό αυτό ή όσοι φέρουν τήν σφραγίδα τού πολιτισμού τών λεγομένων σήμερα Αραβικών Χωρών πού βρίσκονται στήν Εγγύς Ανατολή καί τήν Βόρειο Αφρική. Στούς Άραβες συγκαταλέγονται καί οι εξαραβισθέντες πού ανήκουν σέ άλλους λαούς.
Η αραβική ιστορία χωρίζεται στήν προϊσλαμική περίοδο, η οποία συνήθως από μουσουλμανικά κείμενα τιτλοφορείται ως «Χρόνος αγνωσίας», «Αμαθείας», «Βαρβαρότητας», καί τήν ισλαμική περίοδο. Στήν Αραβία κατά τήν προϊσλαμική περίοδο παρατηρούμε πολυθεϊστικά στοιχεία, καθώς καί διείσδυση τού Χριστιανισμού μέ τήν μορφή τού Αρειανισμού, Νεστοριανισμού καί Μονοφυσιτισμού. Ο Μωάμεθ επέτυχε τήν ενότητα τών Αράβων καί από αυτόν αρχίζει η έναρξη καί η επέκταση τής Αραβικής Αυτοκρατορίας (Αριστείδης Πανώτης).
Κατά συνέπεια, ο Μωαμεθανισμός πού εμφανίσθηκε τόν 7ο μ.Χ. αιώνα στά ανατολικά μέρη τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στήν Αραβία, είχε επηρεασθή σημαντικά από παραδόσεις ιουδαϊκές, χριστιανικές κυρίως αρειανικές, νεστοριανικές καί από διάφορα γηγενή στοιχεία. Έτσι, όταν εμφανίσθηκε ο Μωαμεθανισμός, θεωρήθηκε από τούς θεολόγους τής Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μιά αίρεση χριστιανική, ακριβώς γιατί είχε προσλάβει μερικά χριστιανικά στοιχεία, έστω καί μέ αιρετική μορφή.
Ο Καθηγητής Δημήτριος Πάλλας παρατηρεί ότι η ορθόδοξη πίστη συνδέθηκε μέ τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατατορία, τό λεγόμενο Βυζάντιο, ενώ οι αιρετικές αποκλίσεις από τήν Ορθοδοξία οδηγήθηκαν πρός τήν περιφέρεια τής Αυτοκρατορίας. Έτσι, ο αρειανισμός περιορίσθηκε στούς Γότθους καί βγήκε από τά όρια τού Βυζαντίου, πρός δυσμάς, ενώ οι μονοφυσιτικές τάσεις επικράτησαν στίς ανατολικές περιφέρειες τής Αυτοκρατορίας «καί τελικά τό μεγαλύτερο μέρος από τούς μονοφυσίτες προσχώρησε στό Ισλάμ», καί όπως παρατηρεί «τό ισλαμικό «Ίλ Αλλάχ» «Ένας Θεός»- ήταν ο αλαλαγμός «Είς Θεός» τών μονοφυσιτών».
Αυτός είναι ο λόγος πού ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στό έργο του «Περί αιρέσεων» κατέταξε τόν Μουσουλμανισμό τούς ονομάζει Ισμαηλίτες στίς αιρέσεις τού Χριστιανισμού, μαζί μέ τούς Μονοθελήτες καί γράφει: «Έστι δέ καί η μέχρι τού νύν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία τών Ισμαηλιτών, πρόδρομος ούσα τού Αντιχρίστου. Κατάγεται δέ από Ισμαήλ, τού εκ τής Άγαρ τεχθέντος τώ Αβραάμ, διόπερ Αγαρηνοί καί Ισμαηλίται προσαγορεύονται. Σαρρακηνούς δέ αυτούς καλούσιν, ως εκ τής Σάρρας κενούς. . .».
Στήν συνέχεια γράφει ότι αυτοί οι Αγαρηνοί εννοεί προφανώς τούς Άραβες έγιναν ειδωλολάτρες και προσκύνησαν τό φωτεινό αστέρι Αφροδίτη, οπότε «έως μέν, ούν τών Ηρακλείου χρόνων προφανώς ειδωλολάτρουν», μετά όμως τήν εμφάνιση τού «Μαμέδ», δηλαδή τού Μωάμεθ, ο οποίος μελέτησε τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη «ομοίως δήθεν Αρειανώ προσομιλήσας μοναχώ, ιδίαν συνεστήσατο αίρεσιν». Στήν συνέχεια ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρεται στήν διδασκαλία τού Κορανίου γιά τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Μαρία, τήν αδελφή τού Μωϋσή, τόν Ααρών καί τήν Παναγία καί σχολιάζει καί άλλες απόψεις τού Κορανίου.
Είναι γνωστόν ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (675-740 μ.Χ.) έζησε τήν περίοδο τής εμφανίσεως τού Μωαμεθανισμού καί επειδή ζούσε στήν Δαμασκό ήλθε σέ άμεση επαφή μέ τούς Άραβες καί γνώρισε τό Κοράνιο, γι αυτό καί χρησιμοποιεί τμήματά του.
Αργότερα δέ τόν 9ο αιώνα μ.Χ. ο Μωαμεθανισμός, πού προσέλαβε μέ τόν σουφισμό αρχαιοελληνικά καί ορθόδοξα μοναχικά στοιχεία, πλησίασε περισσότερο πρός τόν Χριστιανισμό.
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων κ. Αναστάσιος στό ειδικό σύγγραμμά του γιά τό Ισλάμ καταλήγει στήν διαπίστωση, από διάφορες μελέτες, ότι οι ρίζες τού Ισλάμ βρίσκονται σέ τρία βασικά θρησκευτικά στρώματα τά οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στήν διαμόρφωση τού Ισλαμισμού.
Τό πρώτο στρώμα από τό οποίο αντλήθηκαν στοιχεία ήταν η αραβική θρησκεία πού υπήρχε στόν χώρο τής Αραβίας καί διακρίνονταν από τά πολυθεϊστικά στοιχεία μέ μερικές «ενοθεϊστικές καί μονοθεϊστικές τάσεις». Τό δεύτερο βασικό θρησκευτικό στρώμα ήταν η Ιου δαϊκή θρησκεία καί παράδοση καί προέρχονταν από τούς Ιουδαίους πού δραστηριοποιούνταν στήν χερσόνησο τής Αραβίας. Τό τρίτο βασικό θρησκευτικό στρώμα πού επηρέασε τόν Ισλαμισμό ήταν, όπως υποστηρίχθηκε καί πιό πάνω, «ο χριστιανισμός εις παρεφθαρμένην κυρίως μορφήν», καί εννοούνται οι Χριστιανικοί πληθυσμοί τής Συρίας καί τής Μεσοποταμίας πού είχαν επηρεασθή από τόν μονοφυσιτισμό καί τόν νεστοριανισμό, αφού στούς Άραβες ανέπτυξαν ιεραποστολική δραστηριότητα οι Μονοφυσίτες καί οι Νεστοριανοί.
Μάλιστα τόν 6ο αιώνα μ.Χ. στό νότιο τμήμα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ολόκληρες αραβικές φυλές ασπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό «καί ίδρυσαν δύο χριστιανικά αραβικά κράτη». Τό ένα ήταν τό κράτος τών Γασανιδών πού βρισκόταν ανατολικά τής Παλαιστίνης καί δέχθηκε τόν μονοφυσιτισμό, καί τό άλλο ήταν τό κράτος τών Λαχμιδών, πού βρισκόταν κοντά στόν Ευφράτη καί προσχώρησε στόν νεστοριανισμό.
2. Τό Κοράνιο γιά τούς Ρωμηούς
Τό ενδιαφέρον είναι ότι ο Μωάμεθ είχε καλή άποψη γιά τούς Ρωμηούς, δηλαδή τούς Χριστιανούς τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – Βυζαντίου. Μάλιστα στό Κοράνιο καί συγκεκριμένα στό 30ό κεφάλαιο ο Μωάμεθ γράφει γιά τήν προσωρινή πτώση τών Ρωμαίων στούς Πέρσες, στήν Μέση Ανατολή, καί «προφητεύει» τόν τελικό θρίαμβό τους, γιά τόν οποίον θά χαρούν οι οπαδοί του. Στό συγκεκριμένο κεφάλαιο γράφεται:
«Εν ονόματι τού οικτίρμονος καί ελεήμονος Θεού. Αλέφ, Λάμ, Μίμ. Ενικήθησαν οι Έλληνες (ο Γεράσιμος Πεντάκης τήν φράση τού Κορανίου «Γούλιπατ- ερ-Ρούμ», δηλαδή «Ενικήθησαν οι Ρωμαίοι- Ρωμηοί», τήν μεταφράζει ως «Ενικήθησαν οι Έλληνες»). Έν τινι χώρα εγγύς τής ημετέρας. Πλήν μετά τήν ήτταν ταύτην, καί ούτοι θά νικήσωσιν, εντός ολίγων ετών. Τά πράγματα, είτε πρίν, είτε μετά, εξαρτώνται παρά τού Θεού. Εν τή ημέρα εκείνη οι πιστοί αγαλλιάσονται, διά τήν νίκην, ήτις τελεσθήσεται τή βοηθεία τού Θεού. Ούτος συντρέχει όν βούλεται, ών κραταιός καί πολυέλεος. Αύτη εστιν η επαγγελία τού Θεού, ούτος δέν αρ νείται τάς εαυτού επαγγελίας, αλλ οι πιστοί ουκ οίδασι τούτο. Κατανοούσιν εν τώ κόσμω τούτω ό,τι υποπίπτει εις τάς αισθήσεις, πλήν δέν σκέπτονται περί τής μελλούσης ζωής» (Κοράνιον, κεφ. Λ΄, στ. 1-6).
Σημαντικά είναι τά όσα υποστηρίζει ο Αλύ Νούρ στήν διδακτορική διατριβή του μέ τίτλο «Τό Κοράνιο καί τό Βυζάντιο». Ερμηνεύοντας αυτό τό κεφάλαιο τού Κορανίου πού αναφέρεται στούς Ρούμ, συγκριτικά μέ τό πρωτότυπο Κοράνιο στήν αραβική γλώσσα καί τήν όλη ατμόσφαιρα στήν οποία γράφηκε, αναλύει γιατί γράφηκε από τόν Μωάμεθ αυτό τό κεφάλαιο καί κυρίως σέ ποιούς πιστούς αναφέρεται, δηλαδή ποιοί είναι οι πιστοί. Θά δούμε συνοπτικά μερικές ερμηνευτικές απόψεις του.
Κατ αρχάς η επικεφαλίδα τού κεφαλαίου αυτού τού Κορανίου είναι «Αρρούμ». Τό «αρ» προέρχεται από τό αραβικό άρθρο «αλ» καί τό «Ρούμ» αναφέρεται στούς Ρωμηούς, οπότε «Αρρούμ» σημαίνει οι Ρωμηοί. Σημειώνεται ότι οι Άραβες, καί πρίν τό Ισλάμ, γιά νά δηλώσουν τούς κατοίκους τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιούσαν τήν λέξη Ρούμ καί γιά νά δηλώσουν όλην τήν Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσαν τήν λέξη Ρωμανία. Ο Μασουντί (10ος αιών) θεωρείται ότι είναι ο πρώτος Άραβας ιστορικός πού διέκρινε τούς Ρωμαίους σέ «Ιουνάν» (εθνικοί, Έλληνες) καί «Ρούμ» (Ρωμαίοι ή βυζαντινοί Χριστιανοί).
Ακόμη, όπως σημειώνει ο Αλύ Νούρ, η μετάφραση τού Κορανίου από τόν Πεντάκη δέν αποδίδει πλήρως τό αρχικό κείμενο τού Κορανίου, αφού υπάρχουν λεπτά σημεία τά οποία συγχέονται στήν μετάφραση.
Πάντως, τό σημαντικό είναι ότι μέ τό κεφάλαιο αυτό τού Κορανίου δηλώνεται ότι νικήθηκαν μέν οι Ρωμηοί, αλλά σέ λίγο θά νικήσουν πάλι μέ τήν βοήθεια τού Θεού καί τήν ημέρα εκείνη οι πιστοί θά χαρούν. Μέ τόν όρο πιστοί εννοούνται οι Άραβες Μουσουλμάνοι.
Γιά νά ερμηνευθή τό κορανικό αυτό χωρίο, θά πρέπη νά κατανοηθή ότι αναφέρεται στίς πολεμικές διενέξεις μεταξύ Ρωμηών καί Περσών καί οι Άραβες διάκεινται ευμενώς μέ τούς Ρωμηούς.
Σέ άλλο κεφάλαιο τού Κορανίου, καί συγκεκριμένα στό 106ο κεφάλαιο, γίνεται λόγος γιά τούς Κορεϊχίτες τής Μέκκας. Πρόκειται γιά τήν ηγετική αραβική φυλή πού είχε πολλές σχέσεις μέ τό Βυζάντιο. Από τήν αραβική αυτή φυλή προερχόταν καί ο Μωάμεθ, ο οποίος επισκεπτόταν τήν Συρία, η οποία βρισκόταν κάτω από τήν Ρωμαϊκή – Βυζαντινή διοίκηση, καί άλλα μέρη τού Βυζαντίου. Όταν, λοιπόν, οι Πέρσες απειλούσαν τήν Κωνσταντινούπολη, οι Κορεϊχίτες είχαν στενές σχέσεις μέ τό Βυζάντιο καί διατηρούσαν τήν γραμμή Συρία – Υεμένης, μεταφέροντας τά αγαθά τής Ανατολής στό Βυζάντιο. Οι Κορεϊχίτες, κάτοικοι τής Μέκκας, παρέμειναν ειδωλολάτρες γιά νά εξασφαλίσουν τήν ουδετερότητα έναντι τών υποστηρικτών τών Νεστοριανών Περσών καί τού Ορθοδόξου Βυζαντίου.
Στήν Μέκκα ζούσαν πολλοί ξένοι, ήτοι Ρωμαίοι – Βυζαντινοί, Πέρσες, Αιθίοπες καί πολλές φυλές Αράβων. Τόσο οι Ρωμαίοι – Βυζαντινοί όσο καί οι Πέρσες ανέπτυξαν στήν Μέκκα ελεύθερα τούς κοινωνικούς καί οικονομικούς στόχους τους. Όμως, οι Κορεϊχίτες τής Μέκκας είχαν περισσότερες σχέσεις μέ τούς Ρωμηούς Βυζαντινούς καί «απετέλουν τότε τόν κύριον φορέα τού βυζαντινού εμπορίου αλλά καί επείχον τήν θέσιν τού φορέως τού βυζαντινού πνεύματος». Ο Μωάμεθ συμπαθούσε τούς Χριστιανούς Αιθίοπες τής Μέκκας καί πολλοί μέ ονόματα ελληνικά ήταν φίλοι τού Μωάμεθ. Μάλιστα λέγεται ότι ο διδάσκαλος τού Μωάμεθ ήταν ο βυζαντινός δούλος τής Μέκκας Γκάμπρ (πιθανώς Γαβριήλ).
Η ήττα τών Ρωμηών θά σήμαινε καί ριζική αλλαγή στήν τύχη τής Μέκκας, η οποία ασκούσε τό εμπόριο τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πρός ανατολάς. Καί παρά τό ότι η Μέκκα ως εμπορικό κέντρο, μετά τήν ήττα τών Ρωμηών καί τήν άλωση τής Αλεξάνδρειας από τούς Πέρσες, δέχθηκε περσική επίδραση, εν τούτοις ο Μωάμεθ διά τού Κορανίου δήλωνε διά τού συγκεκριμένου αυτού κεφαλαίου τήν στάση του υπέρ τών Ρωμηών. Άλλωστε, ο Μωάμεθ μέ τό Κοράνιο κατέπνιξε τήν αραβική ειδωλολατρία.
Στό ερώτημα, λοιπόν, ποιοί ήταν οι πιστοί, οι οποίοι θά χαίρονταν γιά τήν νέα νίκη τών Ρωμηών, η απάντηση είναι ότι οι Άραβες Μουσουλμάνοι. Ασφαλώς οι πιστοί δέν ήταν οι Κορεϊχίτες ειδωλολάτρες, ούτε όσοι ήταν υπέρ τών Περσών. Άλλωστε, στήν κοινωνία τής Μέκκας εχθροί τού Βυζαντίου Ρωμανίας θεωρούνταν «οι Πέρσαι, οι Εβραίοι, οι Νεστοριανοί καί άλλοι ασήμαντοι, είτε ειδωλολάτραι είτε πιστοί εις αντίθετα συμφέροντα». «Μόνον οι Ορθόδοξοι, οι Αιθίοπες, οι Μουσουλμάνοι καί άλλοι τινές πιστοί άνθρωποι ήσαν πράγματι υπέρ τού Βυζαντίου». Επομένως, οι πιστοί Μουσουλμάνοι Άραβες εννοείται ότι θά χαρούν μέ τήν νίκη τών Ρωμαίων εναντίον τών Περσών. Όπως σημειώνεται από τόν Αλύ Νούρ, επαληθεύθηκε η «προφητεία», αφού «ο μέν Ηράκλειος νικήσας τούς Πέρσας έστησεν τόν τίμιον Σταυρόν, ο δέ Μωάμεθ νικήσας τούς Άραβας ειδωλολάτρας μετέτρεψε τήν Καάβαν εις Ναόν τού Θεού».
Είναι φανερόν ότι τό κεφάλαιο αυτό τού Κορανίου δείχνει τήν σχέση τήν οποία είχαν ο Μωάμεθ καί οι οπαδοί του μέ τούς Ρωμηούς καί τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί όχι μέ τούς Πέρσες.
Γενικά, οι Άραβες Μουσουλμάνοι έτρεφαν έναν θαυμασμό πρός τούς Ρωμηούς, τούς κατοίκους τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί ήθελαν νά τούς μιμούνται καί επεδίωκαν από θαυμασμό νά κατακτήσουν τήν περιοχή τους. Προσέλαβαν τόν πολιτιστικό τρόπο ζωής τους, πήραν από τούς Ρωμηούς τήν μουσική, τά τραγούδια, τούς χορούς καί άλλες πολιτιστικές παραδόσεις. Γι αυτό παρατηρούμε ότι υπάρχουν κοινά πολιτιστικά στοιχεία μεταξύ τών Ρωμηών καί τών Μουσουλμάνων. Όποιος επισκέπτεται τίς μουσουλμανικές χώρες τής Ανατολής θά διαπιστώση ότι οι Μουσουλμάνοι τρέφουν μιά συμπάθεια πρός τούς Ρωμηούς καί Γιουνάν (Ίωνες).
Όμως, στήν πορεία τού χρόνου εισήλθε μέσα σέ μερικούς Άραβες Μουσουλμάνους μιά εχθρότητα εναντίον τού Χριστιανισμού. Πώς εξηγείται αυτό;
3. Η εχθρότητα τών Μουσουλμάνων πρός τόν Χριστιανισμό
Η Nadia Maria El Cheikh σέ μελέτη της μέ τίτλο «Τό Βυζάντιο θεωρούμενο από τούς Άραβες», μεταξύ τών σημαντικών σημείων πού αναπτύσσει, είναι καί τό πώς άλλαξε η στάση τών Αράβων έναντι τών Ρωμηών, δηλαδή πώς αναπτύχθηκε η εχθρότητα τών Μουσουλμάνων πρός τόν Χριστιανισμό.
Προηγουμένως είχα αναφερθή στό 30ό κεφάλαιο τού Κορανίου, στό οποίο γίνεται λόγος γιά τήν ήττα καί τήν εκ νέου νίκη τών Ρωμηών, γιά τήν οποία νίκη θά χαρούν οι πιστοί. Η Nadia Maria El Cheikh παραθέτει τό χωρίο αυτό καί καταγράφει τίς δύο ερμηνείες πού δόθηκαν από ερμηνευτές τού Κορανίου στό χωρίο αυτό σέ διάφορες εποχές.
Η πρώτη ερμηνεία, πού είδαμε προηγουμένως, θεωρείται αυθεντική καί κυριαρχούσε μέχρι τόν 11ο αιώνα. Σύμφωνα μέ αυτήν στό κεφάλαιο αυτό τού Κορανίου ο Μωάμεθ αναφέρεται στούς Βυζαντινο-Περσικούς πολέμους τής εποχής τού Ηρακλείου. Σέ αυτό φαίνεται ότι οι Πέρσες νίκησαν τούς Ρούμ καί οι πιστοί Μουσουλμάνοι είναι στενοχωρημένοι, γι’ αυτό επειδή αγαπούσαν τούς Ρωμηούς. Αντίθετα οι πολυθεϊστές στήν Μέκκα (οι Κορεϊχίτες) χαίρονταν επειδή οι Πέρσες λατρεύουν τά είδωλα. Έτσι, «οι Μουσουλμάνοι έκλιναν πρός τούς Ρούμ διότι είναι καί αυτοί λαός τής Βίβλου». Σύμφωνα μέ τήν ερμηνεία αυτή οι Ρωμηοί καί οι Μουσουλμάνοι βρίσκονταν στήν ίδια πλευρά εναντίον τών ειδωλολατρών Περσών.
Η δεύτερη ερμηνεία πού επικράτησε στήν διάρκεια τού 11ου αιώνος είναι εντελώς αντίθετη από τήν πρώτη. Σύμφωνα μέ αυτήν οι Μουσουλμάνοι είναι μέ τό μέρος τών Περσών καί όχι μέ τό μέρος τών Ρούμ καί ότι οι πιστοί Μουσουλμάνοι θά χαρούν γιά τήν νίκη τών Περσών εναντίον τών Ρούμ. Η δεύτερη αυτή ερμηνεία δέν μπορεί νά αναιρέση καί νά αντικαταστήση τήν πρώτη, μάλιστα γιά ένα διάστημα καί οι δύο αυτές ερμηνείες συνυπάρχουν. Η δεύτερη αυτή ερμηνεία πού μετέτρεψε τούς Ρούμ σέ εχθρούς οφείλεται στήν ανταγωνιστική δράση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – Βυζαντίου πρός τό Ισλαμικό Κράτος στήν Αραβία καί στήν άμυνα τών Μουσουλμάνων κατά τόν 10ο καί 11ο αιώνα.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι στήν αλλαγή αυτής τής εξηγηματικής ερμηνείας τού 30ού κεφαλαίου τού Κορανίου έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο τό ότι οι Πέρσες εξισλαμίσθηκαν καί έτσι τό εθνικό μίσος τών Περσών εναντίον τών Ελλήνων καί Ρωμηών εισήλθε μέσα στό Ισλάμ. Μέ αυτήν τήν προοπτική μπορούμε νά δούμε τήν αλλαγή ερμηνείας τού χωρίου αυτού τού Κορανίου τόν 11ον αιώνα, χωρίς βέβαια, νά παραμερίση τήν πρώτη αυθεντική καί γνήσια ερμηνεία τών προηγουμένων αιώνων.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αποδέχεται αυτήν τήν άποψη γιά τό πώς εισήλθε τό μίσος τών Ισλαμιστών εναντίον τών Χριστιανών, γι’ αυτό ισχυρίζεται ότι οι πρώτοι Άραβες οπαδοί τού Μωάμεθ είχαν μεγάλο σεβασμό στόν ελληνικό πολιτισμό τους. Μάλιστα προσέλαβαν πολλά στοιχεία από τόν πολιτισμό τών Ρωμαίων καί αναδείχθηκαν εφάμιλλοι στόν πολιτισμό μέ αυτούς. Στό Κοράνιο ανευρίσκονται πολλά στοιχεία γιά τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Προφήτες.
Διερωτώμενος, πώς μπορεί νά εξηγηθή η μετατροπή τής αγάπης τών Αράβων πρός τούς Ρωμαίους σέ έχθρα, γράφει ότι μέρος τής απαντήσεως αυτής φαίνεται νά είναι ότι αυτό οφείλεται στούς συνεχείς πολέμους μεταξύ τών Ρωμαίων καί τών Αράβων. Όμως, δέν μπορούν νά εξηγηθούν δύο σημεία: πρώτον, η θρησκευτική καί θεολογική στροφή τών Αράβων εναντίον τής Ορθοδοξίας τών Ρωμαίων καί δεύτερον η εγκατάλειψη από τούς Άραβες τών απόψεων τού Μωάμεθ γιά τήν Ρωμηοσύνη.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι γιά νά απαντηθή τό ερώτημα αυτό πρέπει νά ερευνηθή η «επίδραση τών εξισλαμισθέντων Περσών εις τήν καλλιέργειαν τής αντιρωμαϊκής στροφής τών Αράβων, αφού είναι γνωστόν ότι οι Πέρσαι είχαν έντονον μίσος διά τούς ελληνοφώνους Ρωμαίους εξ αιτίας 1) τών κατακτήσεων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, 2) τών συνεχών πολέμων μέ τούς Ρωμαίους καί 3) κυρίως τής ολοκληρωτικής καταστροφής τού κράτους των υπό τού βασιλέως τών Ρωμαίων Ηρακλείου ως προεφήτευσεν ο Μωάμεθ».
Επίσης, ισχυρίζεται ότι πρέπει νά ερευνηθή η όλη επίδραση τού ελληνικού πολιτισμού τών Ρωμαίων στούς Άραβες καί τούς Τούρκους. Γράφει: «Δέν είναι τυχαίον τό γεγονός ότι η ρωμαίϊκη γλώσσα παρέμεινεν επί 100 έτη η διοικητική γλώσσα τών Αράβων μετά τήν υπ αυτών κατάκτησιν τής συριακής καί τής αιγυπτιακής Ρωμανίας. Υπάρχουν πάμπολλα τά μαρτυρούντα τήν επίδρασιν αυτήν από τούς ιδίους αρχαιοτέρους Άραβας ιστορικούς. Η αραβική καί τουρκική μουσική π.χ. βασίζεται επί τό πλείστον επί τής ρωμαίϊκης οκτωήχου, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερον εις τά τραγούδια καί τούς χορούς τών Αράβων καί Τούρκων».
Όλα αυτά, όπως γράφει, καθώς επίσης καί οι απόψεις τού Μωάμεθ γιά τούς Ρούμ, «δύνανται νά αποτελέσουν μίαν σταθεράν βάσιν εις τάς σχέσεις μεταξύ τών δύο λαών (Ρωμαίων- Ελλήνων καί Αράβων). Τό ίδιον όμως ισχύει διά τάς σχέσεις μεταξύ Τούρκων καί Ρωμαίων».
Επομένως, η ένταση μεταξύ Αράβων καί Ρωμαίων δέν οφείλεται πρωτίστως σέ θρησκευτικά καί πολιτιστικά αίτια, αλλά κυρίως καί πρό παντός σέ εθνικά καί πολιτικά αίτια, αφού, όταν εξισλαμίσθηκαν οι Πέρσες, τότε τό διαχρονικό εθνικό μίσος τών Περσών εναντίον τών Ελλήνων καί τών Ρωμαίων πέρασε καί στούς Μουσουλμάνους. Δυστυχώς, τό εθνικό μίσος επηρεάζει τίς πολιτιστικές καί θρησκευτικές σχέσεις μεταξύ τών δύο λαών. Δέν ευθύνονται οι θρησκείες γιά όλες τίς διαφορές καί εντάσεις μεταξύ τών λαών.
Σέ κείμενα ιστορικών παρουσιάζεται αυτή η σχέση μεταξύ Βυζαντίου, Περσών καί Αράβων (Βλ. «Βυζάντιο-Ιράν-Άραβες», εις «Επτά Ημέρες», εφημ. Καθημερινή, 30-1-2005).
Οι Πέρσες ήταν ένας ινδοευρωπαϊκός λαός πού προέρχονταν από τήν Νότια Ρωσία καί τόν Καύκασο καί εγκατεστάθηκαν στά ανατολικά τού Περσικού κόλπου τόν 8ο αιώνα π.Χ.15 καί μέ τήν πάροδο τού χρόνου αναδείχθηκαν σέ μεγάλη στρατιωτική καί πολιτική δύναμη στήν περιοχή. Ο Ζωροαστρισμός ήταν η επίσημη θρησκεία τής Περσίας. Η διάδοση τού Μανιχαϊσμού καί τού Βουδισμού προσέκρουε «στίς ισχυρές κοινωνικές καί διοικητικές δομές τής ζωροαστρικής θρησκείας». Στήν Περσία διαδόθηκε καί ο Χριστιανισμός από τά πρώτα χρόνια, αλλά οι Χριστιανοί δέχθηκαν τόν διωγμό εκ μέρους τού θρησκευτικού καί πολιτικού κατεστημένου τής Περσίας καί κατέφυγαν σέ περιοχές κοντά στά σύνορα μέ τήν ρωμαϊκή επικράτεια. «Οι περισσότεροι Πέρσες Χριστιανοί ασπάσθηκαν τόν Νεστοριανισμό καί επήλθε οριστική ρήξη μέ τήν γραμμή τής Κωνσταντινούπολης» (Κατερίνα Καραπλή – Χρήστος Σπανουδάκης).
Οι Έλληνες αντιμετώπισαν τήν επιθετικότητα τών Περσών καί είναι γνωστές οι μάχες στήν Σαλαμίνα, τίς Πλαταιές καί τόν Μαραθώνα. Είναι ακόμη γνωστή η νικηφόρα πορεία τού Μ. Αλεξάνδρου πρός τήν Περσία καί η κατάκτησή της. Οι Βυζαντινοί Ρωμαίοι είχαν πολλά συμφέροντα στήν περιοχή αυτή, γι αυτό καί συνεχείς ήταν οι εχθροπραξίες μεταξύ Βυζαντινών καί Περσών. «Η εγκαθίδρυση μιάς ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας μέ αυστηρή ιεραρχική τάξη καί εχθρικής πρός τόν ελληνορωμαϊκό κόσμο, η δημιουργία ενός καλά εκπαιδευμένου στρατού, η προσήλωση στήν αρχαία θρησκεία (μαζδαϊσμό- ζωροαστρισμό), επέτρεψαν στήν αναγεννημένη Περσία νά αποβεί ισχυρός αντίπαλος τών Ρωμαίων καί τού Βυζαντίου στή συνέχεια».
Μεταξύ Ρωμαίων- Βυζαντινών καί Περσών υπήρξαν συνεχείς εχθροπραξίες, αλλά κατά διαστήματα επικρατούσαν καί αγαθές σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι, υπήρξαν καί αμοιβαίες επιρροές. Οι ανώτερες τάξεις τού Βυζαντίου πού έρρεπαν στήν πολυτέλεια επηρεάσθηκαν από τόν περσικό πολιτισμικό πλούτο, αλλά καί οι Βυζαντινοί επηρέασαν τήν Περσία στά γράμματα καί τίς τέχνες (Ευάγγελος Βενέτης).
Στίς αρχές τού 7ου αιώνος μ.Χ. εμφανίσθηκαν στό προσκήνιο οι Άραβες. Τήν 31η Μαΐου τού έτους 637 «οι Άραβες τού χαλίφη Ομάρ συνέτριψαν τόν περσικό στρατό στήν Καδεσία». Οι Άραβες κατέλαβαν τήν Περσία καί άρχισε ο εξισλαμισμός. Στήν αρχή οι Άραβες αντιμετώπισαν τούς Χριστιανούς καί τούς Ιουδαίους, πού συνάντησαν στήν Περσία, ως «ανθρώπους τής Βίβλου», όμως αργότερα επέβαλαν περιορισμούς καί διακρίσεις.
Τό σημαντικό είναι ότι οι Πέρσες είχαν μιά πολιτιστική υπεροχή έναντι τών Αράβων, γι αυτό καί «άσκησαν καταλυτική επίδραση στόν σχηματισμό τού ισλαμικού κόσμου από τή στιγμή πού αυτός είχε πλέον οριστικοποιηθεί εδαφικά». Ακόμη σταδιακά επικράτησε καί η «νεοπερσική γλώσσα» πού «αντικατέστησε τήν αραβική ως επίσημο γλωσσικό όργανο στά εδάφη πού κατακτούνταν από Πέρσες καί ευρύτερα Ιρανίους, δηλ. από τόν Τίγρη μέχρι τήν Κεντρική Ασία καί τόν Ινδό ποταμό» (Γεώργιος Κουρπαλίδης).
4. Συμπέρασμα
Από τήν σύντομη αυτή παρουσίαση εξηγείται πώς οι Άραβες εστράφησαν εναντίον τών Βυζαντινών-Ρωμηών. Φαίνεται ότι η καλή διάθεση πού είχαν οι Άραβες έναντι τών Ρωμηών Χριστιανών μετατράπηκε σέ μίσος καί επιθετικότητα από τήν επίδραση τών Περσών, όταν οι Πέρσες εξισλαμίστηκαν, οπότε τό εθνικό μίσος τών Περσών εναντίον τών Ρωμηών εισήλθε καί στήν θρησκεία καί επηρέασε τούς λαούς. Έτσι εξηγείται καί η αλλαγή ερμηνείας τού 30ού κεφαλαίου από τόν 11ο αιώνα, πού αναφέρεται στούς Ρωμηούς, όπως παρουσιάσθηκε προηγουμένως.
Μέσα από μιά τέτοια ερμηνεία μπορούμε νά δούμε γιατί μερικοί Μουσουλμάνοι διάκεινται ευμενώς πρός τούς Ρωμηούς, ενώ μερικοί άλλοι έχουν διαφορετική στάση. Άλλωστε, μέσα στόν Ισλαμισμό υπάρχουν διάφορες τάσεις, όπως καί σέ όλες τίς θρησκείες. Σέ αυτό δέν έχουν ευθύνη τόσο οι θρησκείες, όσο οι εθνικές καταβολές, αλλά καί οι πολιτικές σκοπιμότητες. Δυστυχώς τό εθνικό μίσος εισέρχεται μέσα στίς θρησκείες καί προσλαμβάνει ένα θρησκευτικό προσωπείο.
Βεβαίως, μέ τήν πάροδο τού χρόνου αυτό τό μίσος τών Αράβων- Μουσουλμάνων πρός τόν Χριστιανισμό αυξήθηκε λόγω τών Σταυροφοριών, αφού οι δυτικοί Χριστιανοί μέ τίς Σταυροφορίες τους έκαναν μεγάλα εγκλήματα καί εναντίον τών Ρωμηών καί εναντίον τών Μουσουλμάνων. Αυτό φαίνεται από τό ότι οι Μουσουλμάνοι τών περιοχών τής Μέσης Ανατολής κάνουν τήν διάκριση μεταξύ δυτικών Χριστιανών καί Ρωμηών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων ονομάζονται τουρκιστί καί αραβιστί ακόμη καί σήμερα Ρούμ Πατρίκ, δηλαδή Πατριάρχες τών Ρωμαίων, ενώ οι λεγόμενοι στήν Ελλάδα Ρωμαιοκαθολικοί εκεί λέγονται Λατίνοι καί Φράγκοι.
Επίσης, στήν συνέχεια οι Σελτζούκοι Τούρκοι, μιά Μογγολική φυλή, όταν πήγαν στήν Περσία, υιοθέτησαν τόν περσικό τρόπο ζωής καί τόν πολιτισμό τους, καί μετά εισέρρευσαν στήν Μικρά Ασία, ύστερα από τήν μάχη τού Ματζικέρτ (1071 μ.Χ.). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, πού ιδρύθηκε από τό Τούρκο φύλαρχο Οσμάν Α΄, μέ τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή κατέλυσε τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πού τότε είχε συρρικνωθή σημαντικά, κατέλαβε τήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Αγία Σοφία καί στήν συνέχεια πέρασε στήν Ευρώπη μέ τήν κατάκτηση τών Βαλκανίων.
Όλα αυτά δείχνουν πόσο κακό είναι όταν τό εθνικό μίσος, αλλά καί οι πολιτικές σκοπιμότητες εισέρχωνται μέσα στόν ιερό χώρο τής θρησκείας, καί πόσο κακό είναι όταν η θρησκεία μετατρέπεται σέ ένα δεκανίκι τού κάθε εθνικισμού, όπως τό βλέπουμε σήμερα εντονώτερα σέ διάφορα Κράτη όπου κυριαρχεί ο Ισλαμισμός-Μουσουλμανισμός. Έτσι πρέπει νά ερμηνευθούν καί όσα συμβαίνουν σήμερα στήν Τουρκία.