ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Η ελληνορθοδοξία, ως σκέψη και τρόπος ζωής, αποδείχτηκε ως το υπέρτερο και μοναδικό πολιτισμικό γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο, μόνο αυτό, υπήρξε πραγματικά επωφελές για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της.
Η αρμονική σύνδεση της ελληνικής σκέψης και του ελληνικού τρόπου ζωής, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, τον 4ο μ. Χ. αιώνα (όχι χωρίς εκατέρωθεν συγκρούσεις), με την αποκαλυμμένη χριστιανική πίστη, αποτέλεσαν την σπουδαιότερη πνευματική και πολιτισμική σύνδεση της ιστορίας. Τα δύο αυτά πνευματικά μεγέθη έγιναν πλέον ένα «σώμα», πάνω στο οποίο δομήθηκε ο παγκόσμιος πολιτισμός.
Η ιστορία απόδειξε περίτρανα την αναγκαιότητα της σύζευξης Ελληνισμού και Χριστιανισμού, την οποία διείδαν οι Έλληνες Πατέρες και απέρριψαν οι αποδυναμωμένοι και αμετανόητοι οπαδοί του θνήσκοντος παγανισμού. Τους μεν πρώτους δικαίωσε η ιστορία, τους δε δευτέρους τους απέρριψε. Τρανό παράδειγμα η τραγική περίπτωση του ανεδαφικού και θρησκομανούς αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363), του οποίου η απέλπιδα προσπάθεια «αναστάσεως» του νεκρού παγανισμού κατέληξε σε οικτρή αποτυχία.
Αντίθετα η ιστορική αλήθεια δικαίωσε τους συμφοιτητές του Καππαδόκες Πατέρες, Μ. Βασίλειο και Γρηγόριο Θεολόγο, οι οποίοι, μαζί με όλους τους θεοφώτιστους Πατέρες της Εκκλησίας, πραγματοποίησαν αυτή τη μεγάλη πνευματική συνάντηση και εγκαινίασαν τη νέα πνευματική και πολιτιστική πορεία του κόσμου.
Το φως του Χριστού διέλυσε τους ζόφους του προχριστιανικού κόσμου και η αγία Του Εκκλησία εξαγίασε την εξαχρειωμένη πτωτική κοινωνία, εξανθρωπίζοντας τους θεσμούς της. Αυτό είναι ευδιάκριτο στη Ρωμανία, στο κακώς αποκαλούμενο από τους δυτικούς Βυζάντιο, όπου τέθηκαν οι βάσεις της εξανθρωπισμένης κοινωνίας. Ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος (324-337), έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία της χριστιανικής πολιτείας, στηριγμένες στα σωτήρια διδάγματα του Ευαγγελίου. Ο μεγάλος αυτός πολιτικός ηγέτης θέσπισε τους περισσότερους κοινωνικούς θεσμούς, οι οποίοι προάγουν την αξία του ανθρώπου, ως εικόνος του Θεού και καθορίζει τις διανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες στηρίζονται στη χριστιανική αγάπη και την εν Χριστώ παγκόσμια αδελφότητα. Με αυτές τις αξίες πορεύτηκε το θεόσωστοκράτος, για χίλια χρόνια, αυτές συνεχίζουν να ισχύουν ως τις μέρες μας. Επίσης όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί, που θέσπισε ο μέγας αυτός χριστιανός ηγέτης, συνεχίζουν να ισχύουν σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Αλλά δυστυχώς υπήρξε και το αντίπαλο πνεύμα, ευρισκόμενο στον αντίποδα της ελληνορθοδοξίας. Πρόκειται για τον φραγκισμό, στον οποίο διασώθηκε το προχριστιανικό παγανιστικό βαρβαρικό πνεύμα. Στάθηκε εχθρικά απέναντι στην ελληνορθοδοξία και με απανωτές επιθέσεις κατόρθωσε να της καταφέρει καίρια πλήγματα και ιστορικές περιπέτειες. Εκτοπίζοντας από την δυτική Ευρώπη την ελληνορθόδοξη και ρωμαιορθόδοξη παράδοση, την εισήγαγε στο σκοτεινό και εφιαλτικό μεσαίωνα, τη χειρότερη πνευματική και κοινωνική κατάπτωση της ιστορίας. Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα η σώζουσα χριστιανική πίστη διαστράφηκε, η Εκκλησία έγινε θρησκεία και όργανο της εξουσίας. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί προσαρμόστηκαν στο απάνθρωπο φεουδαρχικό σύστημα. Αλλά και μετά το τέλος του μεσαίωνα ο φραγκισμός κατόρθωσε να επιβιώσει ως «Διαφωτισμός», με τις γνωστές του ολέθριες συνέπειες για σύμπασα της ανθρωπότητα. Με την αυτονόμηση του ανθρώπου από το Θεό και τη θεοποίηση του λογικού του, απογύμνωσε όλες τις πτυχές της προσωπικής και κοινωνικής ζωής από κάθε «μεταφυσικό» στοιχείο και κύρια την πολιτική ζωή. Ο Θεός έπαψε να είναι ο δότης των αξιών, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τις νομιζόμενες από τον άνθρωπο αξίες. Τότε τέθηκε για πρώτη φορά το διαχωριστικό ανάμεσα στην πολιτική και τη θρησκεία, το οποίο συνεχίζεται ως τις μέρες μας, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην ανθρωπότητα.
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από άρθρο στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ» (4-7-2020), του κ. Ανδρέα Μιχαηλίδη, βουλευτή Χίου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και γενικού γραμματέα της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, με τίτλο: «ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ». Ο αρθρογράφος, διαποτισμένος προφανώς από τη μαρξιστική ιδεολογία, γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού «διαφωτισμού», δηλαδή του αεί βαρβαρικού φραγκισμού, ακολουθεί την άποψη ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της Εκκλησίας. Για τούτο αποζητά και προτείνει έναν «διάλογο» μεταξύ τους, για το κοινωνικό «καλό».
Αρχίζει το άρθρο του με τη διαπίστωση ότι, «Η Αριστερά, ιστορικά, πάντα αντιμετώπιζε, και όχι άδικα, την Εκκλησία με επιφύλαξη και γενικευμένη αντιπαραθετικότητα. Κάτι τέτοιο είναι απόλυτα εξηγήσιμο. Η ταύτιση της ελλαδικής Εκκλησίας, και ιδιαίτερα της ηγεσίας της, με τους πολέμιους της Αριστεράς είναι αναμφισβήτητη, αν αναφερθεί κανείς στη νεότερη Ιστορία της χώρας». Ας μας επιτρέψει ο αρθρογράφος να διαφωνήσουμε μαζί του. Η «επιφύλαξη και η γενικευμένη αντιπαραθετικότητα» δεν οφείλεται σε καμιά «ταύτιση» της Ελλαδικής Εκκλησίας με τους πολεμίους της Αριστεράς, αλλά στη Μαρξιστική ιδεολογία, η οποία, ως υλιστικό «φιλοσοφικό» σύστημα, απορρίπτει κάθε «μεταφυσική» και το χειρότερο: θεωρεί την πίστη στο Θεό ως «όπιο του λαού» και την θρησκεία ως «εχθρό της εργατικής τάξης», η οποία υπάρχει να «αποκοιμίζει τις μάζες για να μην διεκδικούν τα δικαιώματά τους». Διάσταση υπάρχει βεβαίως και οφείλεται στην ιδεολογική και πρακτική εχθρότητα του Μαρξισμού με την Εκκλησία. Απόδειξη η φρίκη που βίωσαν οι Εκκλησίες στο λεγόμενο φρικιαστικό «σιδηρούν παραπέτασμα», του περασμένου αιώνα και βιώνουν σε σύγχρονα μαρξιστικά καθεστώτα (Κίνα, Βόρεια Κορέα). Όπου δεν είχαν εξαφανιστεί (Αλβανία), αναγκάστηκαν να υποταχτούν στα αθεϊστικά καθεστώτα, διωκόμενες και μη έχοντας τη δυνατότητα να κάμουν αντίσταση, ούτε απλή διαμαρτυρία!
Στη συνέχεια γράφει πως η Ελλαδική Εκκλησία, «Ταυτίστηκε με το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, όπως και με το μετεμφυλιακό κράτος των νικητών, συμμετέχοντας στους διωγμούς της καθημαγμένης μετά τη Βάρκιζα Αριστεράς. Υποστήριξε το καθεστώς της ανωμαλίας των ανακτόρων, ανεχόμενη το όργιο βίας και νοθείας, στεκόμενη απέναντι στους δημοκρατικούς αγώνες του λαού μας. Ευλόγησε το χουντικό καθεστώς στηρίζοντας, ιδεολογικά και όχι μόνο, το τρίπτυχο “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”. Αλλά και μεταδικτατορικά, στάθηκε απέναντι σε όλες τις πρωτοβουλίες για εξορθολογισμό των σχέσεων των πολιτών ή της ίδιας με το κράτος (βλ. πολιτικός γάμος, εκκλησιαστική περιουσία, πολιτικός όρκος, αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες κ.ά.). Στεκόμενη πάντα, σταθερά, απέναντι σε κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών (εκτρώσεις, σύμφωνο συμβίωσης κ.λπ.)»! Δεν αρνούμαστε πως, ως άτομα, κάποια εκκλησιαστικά πρόσωπα, ή και ως συλλογικότητες, ταυτίστηκαν με τις νομιζόμενες από την Αριστερά «αντιδραστικές» δυνάμεις, αλλά αυτό δε μπορεί να χαρακτηρίσει την Εκκλησία, την οποία ο αρθογράφος ταυτίζει λαθεμένα με την Διοίκησή της.
Η ταύτιση με οποιαδήποτε εγκόσμιο σχήμα, είτε την υλιστική «δεξιά», είτε την επίσης υλιστική «αριστερά» είναι ανεπίτρεπτη για την Εκκλησία και αν έγινε ή γίνεται, αποτελεί σοβαρή παρέκκλιση από την σώζουσα αποστολή της και απόλυτα καταδικασμένη από το ζωντανό εκκλησιαστικό σώμα.
Συνεχίζει να προβάλλει την τεχνηέντως συντηρούμενη και διαστρεβλωμένη άποψη, ότι δήθεν τους «λαϊκούς αγώνες» τους κάνει αποκλειστικά η «Αριστερά» και πως η Εκκλησία υπηρετεί «αντιλαϊκές πολιτικές». Τίποτε πιο αναληθές από αυτό! Θέλει όμως να παραβλέπει το γεγονός ότι η «Αριστερά» στη χώρα μας αποτελούσε πάντα και συνεχίζει να αποτελεί, μια μη αξιόλογη δύναμη, μια σημαντική μειοψηφία. Τότε, ποιοι είναι αυτοί που κάνουν τους «λαϊκούς αγώνες»; Απαντάμε: Πολίτες όλων των ιδεολογικών ρευμάτων, οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους και φυσικά πιστοί, μέλη της Εκκλησίας, οι οποίοι αποτελούν συντριπτική πλειοψηφία στην Πατρίδα μας.
Άρα λοιπόν η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, όχι μόνο δεν είναι απούσα από τους «λαϊκούς αγώνες», όπως τους θέλει η μαρξιστική «Αριστερά», αλλά παρούσα. Θέλει να λησμονεί ο αρθογράφος ακόμη, πως στα χρόνια της μαύρης Κατοχής και μεταπολεμικά, όταν ο λαός μας κινδύνευε με αφανισμό από την πείνα και τις ασθένειες, η Εκκλησία στάθηκε ο μεγάλος αρωγός του λαού μας, με τα συσσίτια και τις μονάδες περίθαλψης. Κατά την τραγική εκείνη συγκυρία, οι μαρξιστές, αδιαφορώντας για την οικτρή κατάσταση του λαού μας, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν πως θα αρπάξουν την εξουσία, μετά την ήττα των κατακτητών, παίρνοντας τα όπλα εναντίον των Ελλήνων, όσων δεν υιοθετούσαν τις ιδέες τους, αιματοκυλώντας και καταστρέφοντας την Ελλάδα! Θα θέλαμε να αναλογιστεί ο αρθρογράφος, ποια θα ήταν η κατάσταση, αν νικούσαν οι ομοϊδεάτες του. Ασφαλώς θα γινόμασταν και θα ήμασταν «Αλβανία»!
Χαρακτηρίζει την Εκκλησία ως «αντιδραστική», διότι αντιτίθεται σε ό, τι θεωρεί ο σύγχρονος κόσμος ως «ανθρώπινα δικαιώματα», όπως, «πολιτικός γάμος, εκκλησιαστική περιουσία, πολιτικός όρκος, αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες κ.ά.). Στεκόμενη πάντα, σταθερά, απέναντι σε κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών (εκτρώσεις, σύμφωνο συμβίωσης κ.λπ.)». Ας μας επιτρέψει όμως να μην συμμεριζόμαστε, ως «θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών», τους φόνους των αγέννητων παιδιών και την διαστροφή της ανθρώπινης φυσιολογίας και οντολογίας. Άρα καλά κάνει η Εκκλησία και είναι «αντιδραστική» σε τέτοια «δικαιώματα»! Καλώς πράττει που δεν συγκατατίθεται στη νομιμοποίηση της αμαρτίας και των ανθρωπίνων παθών. Αυτό άλλωστε ορίζεται από την θεία διδασκαλία της, θεωρώντας τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού και την αμαρτία ως αφύσικη παρέκκλιση από την αυθεντικότητά του!
Ακολούθως αναφέρεται στην «στάση ορισμένων φωτεινών εκκλησιαστικών παραγόντων, αλλά και λαμπρών παραδειγμάτων, του λαϊκού κυρίως κλήρου, που τίμησαν το σχήμα τους και κράτησαν ψηλά τις αξίες του ανθρώπου». Κάνει λόγο για κάποιους Ιεράρχες, οι οποίοι συντάχτηκαν στην Εθνική Αντίσταση, στα χρόνια της Κατοχής (Μητροπολίτες, Κοζάνης Ιωακείμ, Ηλείας Αντώνιο, καθώς και τον μεγάλο κοινωνιστή, τον Χίου Ιωακείμ Στρουμπή). Αλλά, ας αφήσει κατά μέρος αυτή την παλιά καπηλεία από την «Αριστερά», ας αφήσουμε τον ιστορικό του μέλλοντος να αποφανθεί για το γεγονός αυτό, κατά τη σκοτεινή και ταραγμένη εκείνη εποχή. Αντίθετα όμως, νομίζουμε ότι, η συμμετοχή των Ιεραρχών και πλειάδας κληρικών στην αντίσταση κατά των κατακτητών, μάλλον αποδυναμώνει τον ανιστόρητο και αυθαίρετο ισχυρισμό, ότι την αντίσταση την έκαμε μόνο η μαρξιστική «Αριστερά»!
Επίσης «ξέχασε» ο αρθρογράφος να αναφέρει τα πάμπολλα καταγραμμένα εγκλήματα, των μαρξιστικών ανταρτικών ομάδων κατά κληρικών, τους οποίους θεωρούσε «προδότες», επειδή ασκούσαν κριτική στην αθεϊστική, εγκληματική και φασιστική πρακτική τους. Αναφέρουμε τον αείμνηστο π. Γεώργιο Σκρέκα, τον οποίο σταύρωσαν σε έλατο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή, στις 11 Απριλίου του 1944! Τι ήθελε να κάνει η Εκκλησία, μπροστά στα φρικτά εγκλήματα των μαρξιστών, τις εκτελέσεις αθώων, τις καταστροφές υποδομών, στις «πηγάδες», στο ανείπωτο έγκλημα του παιδομαζώματος (28.000 παιδιά αρπάχτηκαν ως όμηροι από τους ατάκτως υποχωρούντες αντάρτες και μεταφέρθηκαν στις κομουνιστικές χώρες, τα οποία τα περισσότερα εξαφανίστηκαν); Αυτές είναι βαθιές πληγές, τις οποίες άνοιξε η «προοδευτική» μαρξιστική «Αριστερά», οι οποίες δεν έχουν κλείσει ακόμα και δεν θα κλείσουν έως ότου αναγνωρίσει τα εγκλήματά της και ζητήσει συγνώμη από τον Ελληνικό Λαό, για να πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη συμφιλίωση. Διευκρινίζουμε πως για την Εκκλησία μας είναι το ίδιο καταδικαστέα και τα εγκλήματα των «δεξιών εθνικοφρόνων» της τραγικής εκείνης εποχής.
Ακολούθως καλεί την Εκκλησία να ανταποκριθεί στην αποστολή της. Έγραψε: «Η Εκκλησία, κυρίως η διοικούσα Εκκλησία, οφείλει να αντιληφθεί τον ρόλο της στον σύγχρονο κόσμο με νέες προσεγγίσεις». Πάλι καλά που αναγνωρίζει θετικό ρόλο στην Εκκλησία, κάτι που αρνείται ολοσχερώς ο «ορθόδοξος» Μαρξισμός! Και συνεχίζει: «Η παράδοσή της είναι τόσο πλούσια που έχει τη δυνατότητα αναζήτησης νέων πρακτικών και στάσεων. Η πορεία της άλλωστε μέσα στους αιώνες είναι πορεία συγκλίσεων, προσαρμογών, υπερβάσεων». Ναι, αλλά όχι πορεία συμβιβασμών με τον πτωτικό κόσμο, με αυτούς τους οποίους, στη συνέχεια παροτρύνει την Εκκλησία να αποδεχτεί: «Μπορεί και πρέπει να πάψει να είναι φοβική, κατανοώντας πως ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκης διαφορετικής προσέγγισης, με άλλο, σύγχρονο λόγο. Όχι ξύλινο, αλλά ζωντανό. Έχει άλλα ζητούμενα. Έχει δικαιώματα τα οποία απαιτεί με όρους αξιοπρέπειας και ισότητας. Η Εκκλησία οφείλει να έχει έντιμη θέση απέναντι σε όλα αυτά και σε πολλά άλλα. Οφείλει να στέκεται δίπλα στον λαό της συνολικά. Δεν μπορεί να απευθύνεται στο “μέρος”, αλλά στο “όλον”. Η λογική “της δεξιάς του Κυρίου” είναι ανατριχιαστικά διχαστική»! Αλλά δυστυχώς, τα «δικαιώματα», τα οποία καλεί ο αρθρογράφος την Εκκλησία να «υπερασπίσει», είναι αυτά που έχει «κάνει σημαία» το κόμμα του: οι εκτρώσεις, η ομοφυλοφιλία, ο γάμος των ομοφυλοφίλων, η υιοθεσία παιδιών από ομόφυλες «οικογένειες», κλπ! Αυτά δεν είναι δικαιώματα, αλλά παρεκτροπές από την ανθρώπινη οντολογία και φυσιολογία. Επίσης αυτό που αποκαλεί «σύγχρονο λόγο», δηλαδή νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τις διανθρώπινες σχέσεις, (φόνος ανυπεράσπιστων αγέννητων παιδιών, κιναιδισμός, κλπ) είναι «παλιός λόγος», παμπάλαιος και καταδικασμένος από το πανανθρώπινο σύστημα ηθικών αξιών. Διερωτόμαστε: δεν γνωρίζει, δεν φρόντισε να πληροφορηθεί, για το αυταπόδεικτο γεγονός, ότι η σύγχρονη ηθική κατάρρευση της ανθρωπότητας βαίνει βάσει σχεδίου, για την πραγματοποίηση των παγκοσμιοποιητικών στόχων; Κάλεσμα, λοιπόν, στην Εκκλησία να υπερασπίσει τέτοια «δικαιώματα», αποτελεί τουλάχιστον αφέλεια!
Αλλά και η αναφορά του ότι, η Εκκλησία οφείλει να απευθύνεται στο «όλον» και όχι στο «μέρος», είναι ατυχής, διότι ουδέποτε Αυτή έδιωξε κάποιον για τις όποιες πεποιθήσεις του, σε κανέναν δεν έκλεισε ποτέ τις πόρτες της. Μακριά από αυτή μένουν όσοι το θέλουν και δυστυχώς εκείνοι οι οποίοι την μισούν και την θεωρούν «κοινωνικό κακό». Η βίαια απομάκρυνση των διαφωνούντων συμβαίνει κατά κόρον στα πολιτικά κόμματα και κύρια στην «Αριστερά», όπου οι λογίς «ρεβιζιονιστές», όχι απλά εκδιώκονται, αλλά παλιότερα στιγματίζονταν ως «εχθροί του λαού», βασανίζονταν, εξορίζονταν και συχνά έχαναν και τη ζωή τους. Ελπίζουμε να έχει γνώση για τα εκατομμύρια ανείπωτα εγκλήματα κατά πολιτικών αντιπάλων στη άλλοτε Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και αλλαχού. Λησμονεί μήπως τις περιώνυμες δίκες της Μόσχας, όταν ο ένας «σύντροφος» κατέσθιε τον άλλον; Ευελπιστούμε, ότι έχει διαβάσει την ιστορία των κομμουνιστικών κομμάτων και κύρια της πάλαι ποτέ Σοβιετίας, για να βεβαιωθεί, ποιος πραγματικά έκανε διαχωρισμούς μεταξύ «μέρους» και «όλου» και κύρια εναντίον όσων πίστευαν στο Θεό, οι οποίοι αποκλείονταν από το δικαίωμα στην εργασία και από κάθε κοινωνική ζωή! Ας διαβάσει ζωντανές μαρτυρίες ανθρώπων από την πάλαι κομουνιστική Αλβανία, όπου θλιβεροί δάσκαλοι εκμαίευαν από μαθητές πληροφορίες για την ενδεχόμενη κρυφή οικογενειακή θρησκευτική ζωή, για να στείλουν τους γονείς τους στα καταναγκαστικά έργα ή και στο εκτελεστικό απόσπασμα! Και ακόμα, όσον αφορά τον «ξύλινο λόγο», αυτόν ας τον αναζητήσει στους ακραίους δογματισμούς της μαρξιστικής ιδεολογίας, στην εμμονή της στην υλιστική θεώρηση του κόσμου του 19ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη επιστήμη την έχει εκμηδενίσει!
Ακολούθως προσπαθεί να στήσει γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ Αριστεράς και Εκκλησίας. Έγραψε: «Από την άλλη μεριά, η Αριστερά είναι υποχρεωμένη πλέον να επεξεργαστεί θέση πολιτική, συγκροτημένη και ολοκληρωμένη απέναντι στην Εκκλησία»! Αναρωτιόμαστε τι είδους «επεξεργασία πολιτικής θέσης» είναι δυνατόν να κάνει η «Αριστερά» απέναντι στην Εκκλησία, αφού, όπως προαναφέραμε, ο δογματικός αθεϊσμός, η αντίληψη ότι η πίστη στο Θεό είναι το «όπιο του λαού», ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» δια της πλέον στυγνής «δικτατορίας του προλεταριάτου», ο ιστορικός και διαλεκτικός υλισμός, ως κοσμοθεωρία και πράξη, είναι τα βασικά δομικά στοιχεία της μαρξιστικής αριστεράς και διαμετρικά αντίθετα με τη θεία διδασκαλία της Εκκλησίας. Επίσης, τα «ανθρώπινα δικαιώματα», της Αριστεράς, ως διαστροφές της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας, και του πανανθρώπινου συστήματος αξιών, τα οποία εξυπηρετούν την εδραίωση της παγκοσμιοποίησης του διεθνούς κεφαλαίου και των φιλόδοξων επιβητόρων της παγκόσμιας εξουσίας, είναι εντελώς διάφορα από την ανθρωπολογία της Εκκλησίας μας. Δε γνωρίζουμε που βλέπει ο αρθρογράφος «κοινές βάσεις» πάνω στις οποίες μπορεί να στηριχτεί μια συνεργασία μεταξύ Αριστεράς και Εκκλησίας.
Συνεχίζοντας, εκφράζει την άποψη ότι και η Αριστερά, «οφείλει να αποκτήσει ακριβή γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, όχι μέσω της πλασματικής εικόνας που μεταφέρουν κάποιοι «γνώστες». Οφείλει να ξεκαθαρίσει τι είδους ακριβώς σχέσεις επιδιώκει με την Εκκλησία. Να εκτιμήσει τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και να ορίσει τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί. Η λογική της γάτας που αποφασίζει να διασχίσει τη λεωφόρο και το τι της συμβαίνει στη μέση του δρόμου δεν αξίζει στη δική μας Αριστερά. Οφείλουμε να ξαναπιάσουμε το νήμα των σχέσεών μας με την Εκκλησία από εκεί που κόπηκε απότομα, με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του βουνού φωτισμένων εκκλησιαστικών ηγετών. Από το σημείο εκείνο που λαμπροί κληρικοί υπήρξαν πρωτεργάτες του φιλειρηνικού κινήματος στα μεταδικτατορικά χρόνια. Να συναντηθούμε επιτέλους με τον λαϊκό κλήρο που βρίσκεται κοντά μας και στηρίζει, έστω και κριτικά, επιλογές μας»! Διερωτόμαστε και πάλι, πως είναι δυνατόν η Αριστερά, ύστερα από 170 χρόνια πορείας ως ιδεολογικό μέγεθος και εκατό χρόνια ως πολιτική εφαρμογή, δεν μπόρεσε ακόμη «να αποκτήσει ακριβή γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων», όσον αφορά την φύση και την αποστολή της Εκκλησίας και το αποτολμά τώρα; Δε μπορούμε να δεχτούμε την άποψη ότι μέχρι τώρα στηρίχτηκε σε «πλασματική εικόνας που μεταφέρουν κάποιοι “γνώστες”». Ποιους γνώστες βάζει σε εισαγωγικά; Μήπως τους κατά καιρούς υπερφίαλους και αλληλοκαταργούμενους θεωρητικούς της Αριστεράς, οι οποίοι χάραζαν και χαράζουν την ιδεολογική γραμμή των αριστερών κομμάτων και δηλητηρίαζαν τους οπαδούς τους με καταστροφικό μίσος κατά της Εκκλησίας τους οπαδούς τους;
Τι ωθεί, λοιπόν, την Αριστερά να ζητά τόσο όψιμα «συνεργασία» με την Εκκλησία; Άλλαξε μήπως κοσμοθεωρία, ιδεολογικό περιεχόμενο και πολιτικό λόγο; Αμφιβάλουμε. Προφανώς, η μόνη εξήγηση είναι η εξής: Η εδώ και τρείς δεκαετίες συνεχώς καταρρέουσα μαρξιστική ιδεολογία, πολιτική και οικονομική πρακτική, υπό το βάρος των ασήκωτων, ολέθριων και εγκληματικών επιλογών της, τον περασμένο αιώνα, οδηγεί την σύγχρονη Αριστερά σε «αφύσικες» πια συμμαχίες, για την επιβίωσή της. Αμφιβάλλουμε επίσης για το ότι «ξαφνικά» η Αριστερά άρχισε να συμπαθεί τους «σκοταδιστές», «θρησκόληπτους», «αντιδραστικούς» και «δεξιούς φασίστες» πιστούς. Αμφιβάλλουμε και για τα αισθήματα του αρθρογράφου για κάποιους «λαμπρούς κληρικούς», αφού οι κληρικοί γενικά ήταν ως τώρα τα «μαύρα πρόβατα» για τους «επαναστάτες» μαρξιστές. Φοβούμαστε πως η προτροπή και η ευχή του αρθρογράφου αριστερού βουλευτή, για συνάντηση με τον «λαϊκό κλήρο», αλλά και τους πιστούς, αποσκοπεί να αυξηθεί ο συνεχώς μειούμενος αριθμός των αφισοκολλητών, των διαδηλωτών και των ψηφοφόρων της Αριστεράς!
Αξίζει να διευκρινίσουμε πως δεν είναι καινοφανές το «τόλμημα» διαλόγου για συνεργασία Εκκλησίας και Αριστεράς. Πολλοί το επιχείρησαν, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τελεσφόρησε. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το παράδειγμα της λεγομένης «Θεολογίας της Απελευθέρωσης», για «επαναστατική συνεργασία» μεταξύ παπικών «κληρικών» και μαρξιστών στη Λατινική Αμερική, η οποία κατέληξε σε οικτρή αποτυχία. Για όλα αυτά ευθύνεται η διαμετρική ετερότητα της Εκκλησίας με την μαρξιστική Αριστερά. Με άλλα λόγια, δε μπορούμε να διακρίνουμε «βάσεις», πάνω στις οποίες μπορεί να στηριχτεί μια τέτοια συνεργασία, να έχει μέλλον και χρήσιμο αποτέλεσμα! Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει αλληλοσεβασμός και ανοχή. Για την Εκκλησία μας δε γεννάται τέτοιο θέμα, διότι απέδειξε, στη δισχιλιόχρονη πορεία της, ότι σέβεται τα πιστεύω των άλλων και δεν εντάσσει με τη βία κανέναν στις τάξεις της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η μοναδική γνήσια Εκκλησία του Χριστού, δεν ευθύνεται για κανένα έγκλημα. Απομένει στην Αριστερά να δείξει και εκείνη τον απαιτούμενο σεβασμό στην Εκκλησία και στους πιστούς της, δείχνοντας έμπρακτα ότι αποκηρύσσει τη φρίκη των διωγμών του παρελθόντος και την εχθρότητα εναντίον της! Αναμφίβολα, ο κατευνασμός των παθών και η κοινωνική ειρήνη είναι, στις ταραγμένες ημέρες μας, απόλυτα επιβεβλημένες καταστάσεις, τις οποίες η Εκκλησία μας προωθεί. Η όποια αντιπαράθεση αρχών, δε σημαίνει αναγκαστικά αντιπαλότητα και εχθρότητα, ούτε και η ιστορική μνήμη.
Κλείνοντας το σχόλιό μας, θα θέλαμε να εκφράσουμε τη διαχρονική μας θέση, ότι η αγία μας Εκκλησία είναι υπεράνω εγκόσμιων ιδεολογιών, κοσμοθεωριών, πολιτικών οργανισμών, οικονομικών συστημάτων και φιλοσοφιών. Διότι όλα αυτά είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, με σχετική ή καθόλου αξία. Οι σύγχρονες ιδεολογίες και μαζί τους ο Μαρξισμός, είναι τέκνα του λεγομένου «ευρωπαϊκού διαφωτισμού», του μικρόνου Ορθολογισμού, ο οποίος απορρέει από τον βαρβαρικό φραγκισμό και ο οποίος είναι η διαχρονική μήτρα της παγκόσμιας κακοδαιμονίας τους τελευταίους δέκα αιώνες. Δε χρειάζεται να αξιολογήσουμε εμείς τον Μαρξισμό, τον αξιολόγησε η ιστορία, χαρακτηρίζοντας τον ως μια από τις χειρότερες απάτες, για την πραγματική κοινωνική μεταστοιχείωση, και γι’ αυτό τον έθεσε οριστικά στο χρονοντούλαπό της, μετά από 70 χρόνια δοκιμής στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.
Η Εκκλησία μας δεν έχει προφανώς την ανάγκη συνεργασιών με πτωτικά σχήματα του κόσμου, αλλά υπάρχει, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, για να μεταλλάσσει τον πτωτικό κόσμο σε «καινή κτίση» (Γαλ.6,15) και όχι να συμβιβάζεται και να συνεργάζεται μαζί του. Θα μπορούσε να το κάνει στα πρωτοχριστιανικά χρόνια και να αποφύγει τους φοβερούς διωγμούς, αποτρέποντας τους ποταμούς αιμάτων έντεκα εκατομμυρίων Μαρτύρων. Αλλά δεν το έκανε και πολύ καλά έκαμε! Αυτό πρέπει να κάμει και στις τραγικές και εσχατολογικές ημέρες μας, όπου περισσεύει η σύγχυση και ο αμοραλισμός. Παρά ταύτα, έχει ανοικτές τις σωστικές αγκαλιές της να δεχτεί τον κάθε άνθρωπο, χωρίς καμιά διάκριση, να τον μεταλλάξει σε εικόνα Θεού και να τον σώσει. Αυτή είναι η αποστολή της!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών