Μάνης Χρυσόστομος: Ο Απόστολος Παύλος δέν ήταν μία συνηθισμένη περίπτωση ανθρώπου. Υπήρξε, πράγματι, ένας επίγειος άγγελος καί ένας επουράνιος άνθρωπος.
Αληθινά μεγάλος. Μεγάλος Απόστολος τών Εθνών. Γεμάτος θαυμασμό ο Ι. Χρυσόστομος γράφει: «Μέ ποιόν θά μπορούσαμε νά συγκρίνουμε αυτόν πού κάθε μέρα πονούσε γιά ολόκληρη τήν οικουμένη καί γιά όλους ανεξαιρέτως τούς ανθρώπους καί γιά τόν καθένα χωριστά;».
Ο ίδιος, λέγει γιά τόν εαυτό του, ότι είναι «δούλος Ιησού Χριστού». Έτσι αρχίζει πολλές Επιστολές του. «Παύλος, δούλος Ιησού Χριστού». Δέν διστάζει νά πεί ότι είναι δούλος, τόν οποίον εξηγόρασε ο Χριστός καί στόν οποίο ανήκει. Καί η έννοια τού δούλου τήν εποχή του είχε σκληρό περιεχόμενο.
Έπειτα στήν πρώτη του Επιστολή πρός τούς Κορινθίους όταν έρχεται η στιγμή νά συγκρίνει τόν εαυτό του πρός τούς άλλους Αποστόλους τότε χρησιμοποιεί μία υποτιμητική γιά τόν εαυτό του φράση: «Έσχατον δέ πάντων, ωσπερεί τώ εκτρώματι, ώφθη (ο Κύριος) καμοί» (Α Κορ. 15,8). Τελευταία, λέγει, ως σέ απόβλητο, ευτελέστατον από όλους τούς Αποστόλους φανερώθηκε ο Χριστός καί σέ μένα. Καί δίδει καί τήν εξήγηση: «Εγώ γάρ ειμι ο ελάχιστος τών αποστόλων, ός ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα τήν εκκλησίαν τού Θεού» (Α Κορ.15,9). Δέν υπολογίζει καθόλου ότι μέ αυτά τά λόγια του μπορεί νά υποβιβάσει τό κύρος του. Ο ίδιος ταπεινώνεται. Θεωρεί τόν εαυτό του ανάξιο γιά τό έργο τού αποστόλου. Δέν λησμονεί ότι κάποτε «εδίωξε τήν Εκκλησία τού Θεού», ότι υπήρξε «βλάσφημος καί υβριστής» (Α Τιμ. 1,13). Φράσεις πού δείχνουν τό μέγεθος τής ταπεινοφροσύνης του. Έπειτα στήν επιστολή του πρός Ρωμαίους δέν διστάζει νά κάμει τήν διακήρυξη: «Οίδα ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτέστιν τή σαρκί μου, αγαθόν» (Ρωμ.7,18). Γνωρίζω δηλ. ότι δέν κατοικεί μέσα μου αγαθόν. Η αδυναμία τής ανθρώπινης φύσης μετά τήν πτώση τού γενάρχου Αδάμ είναι τό ίδιον γνώρισμα όλων τών ανθρώπων. Όμως, παρά τό γεγονός ότι ο Παύλος έχει αναγεννηθεί καί μέ τήν χάρι τού Θεού προάγεται εις αρετήν συνεχώς, εν τούτοις, από βαθειά αίσθηση αυτογνωσίας καί ταπείνωσης δέν δυσκολεύεται νά περιλάβει καί τόν εαυτό του στή θέση τών αμαρτωλών ανθρώπων. Στήν ίδια Επιστολή γράφει: «Βλέπω δέ έτερον νόμον εν τοίς μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τώ νόμω τού νοός μου καί αιχμαλωτίζοντά με τώ νόμω τής αμαρτίας τώ όντι εν τοίς μέλεσί μου» (Ρωμ. 7,23). Ο Απ. Παύλος σ όλη του τήν επίγεια επίπονο ζωή καθίσταται ακατανίκητος, αγωνιστής, δυνατός μαχητής τού κακού, φλογερός απόστολος, πρωταθλητής αγάπης, ζηλωτής τού Θεού.
Πολύ δέ χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ στήν αρχή έβλεπε τόν εαυτόν του τελευταίο απ όλους τούς Αποστόλους, στό τέλος τής ζωής του, γράφοντας από τήν φυλακή τής Ρώμης στούς Εφεσίους, ονομάζει τόν εαυτό του «ελαχιστότερον πάντων τών αγίων» (3,8). Καί βέβαια όταν λέγει αγίους εννοεί όλους τούς πιστούς, όλους τούς χριστιανούς. Θεωρεί, λοιπόν, τόν εαυτό του ως τόν τελευταίον πιστόν. Ποίος; Ο μέγας Απόστολος τών Εθνών Παύλος πού τόσα καί τόσα υπέφερε γιά τόν Χριστό. Φθάνει ακόμα αυτός ο μεγάλος καί σπάνιος άνθρωπος, ο Απόστολος τού Χριστού Παύλος νά πεί: «Χριστός Ιησούς ήλθε εις τόν κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτος ειμι εγώ». (Α Τιμ. 1,15). Ποιός τό κάνει καί τό λέγει αυτό; Ύψος ταπεινοφροσύνης.
Αλλά καί πόσες θλίψεις δέν δοκίμασε ο Απόστολος! Πολλά τά παθήματα καί οι δοκιμασίες καί οι στενοχώριες του. Ακόμα καί η υγεία του ήταν κλονισμένη μέ εκείνον τόν «σκόλοπα» πού τόν βάρυνε στό σώμα του. Ο ίδιος μάς δίνει τήν συγκλονιστική εικόνα τής πολυπαθούς ζωής του. Άς διαβάσουμε καλύτερα τόν ίδιο τί γράφει γιά τίς θλίψεις του: « Εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλλόντως, εν φυλακαίς περισσοτέρως, εν θανάτοις πολλάκις υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβον, τρίς ερραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρίς εναυάγησα, νυχθημερόν εν τώ βυθώ πεποίηκα οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις εν κόπω καί μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ καί δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει καί γυμνότητι» (Β Κορ. 11, 23-27).
Μάλιστα από επιστολή τού Επισκόπου Ρώμης Κλήμεντος πού γράφτηκε μόλις τριάντα χρόνια μετά τό μαρτύριον τού Παύλου, πληροφορούμεθα ότι ο Απόστολος τών Εθνών φόρεσε επτά φορές τά δεσμά γιά τόν Χριστό. «Επτάκις δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς καί μαρτυρήσας επί τών ηγουμένων, ούτως απηλλάγη τού κόσμου υπομονής γενόμενος μέγιστος υπογραμμός». Μνημονεύει εδώ τό μαρτυρικό τέλος τού Παύλου. Δέν πέρασε μόνον τήν ζωήν του μέ φοβερές θλίψεις. Κλήθηκε στό τέλος νά πιεί καί τό ποτήριο τού μαρτυρίου. Αλυσοδεμένος καί κατηγορούμενος οδηγήθηκε ο Παύλος στή Ρώμη. Στόν θρόνο τής Ρώμης ήταν ο μεγαλύτερος εγκληματίας, ο Νέρων. Αυτός θά δίκαζε τόν πολυπαθή Απόστολο, τόν θεμελιωτή τού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Καί τόν δίκασε. Έτσι ο Παύλος, πού ζούσε μέ τήν απόφαση τού θανάτου χάριν τού Χριστού, δέχθηκε τελικά τό κτύπημα από τό ξίφος τού δημίου. Μαρτύρησε γιά τόν Χριστό!
Καί πώς αντιμετώπισε όλα τά παθήματά του ο Παύλος; Μήπως μέ γογγυσμούς, μέ παράπονα, μέ εσωτερική πικρία καί ταραχή; Τίποτε από αυτά δέν ήγγισε τήν μεγάλη του ψυχή. Ήρεμος, γαλήνιος, μέ χαρά, μέ βαθεία ψυχική ικανοποίηση δέχεται από τό χέρι τού Κυρίου όλα τά ποτήρια τών θλίψεων. «Υπερπερισσεύομαι τή χαρά επί πάση τή θλίψει ημών» (Β Κορ. ζ 4), έγραφε πρός τούς Κορινθίους. Καυχάται γιά τίς θλίψεις του. «Καυχώμεθα εν ταίς θλίψεσιν» (Ρωμ. ε 3). Ασύλληπτο, αλήθεια, τό ψυχικό μεγαλείο τού πολυπαθούς Παύλου. Δέν οφείλεται δέ σέ στωϊκή απάθεια η μεγαλειώδης αντιμετώπιση τών θλίψεων. Είχε τήν πεποίθηση ότι έπασχε γιά τόν Χριστό. Σ όλες τίς θλίψεις έμενε ακλόνητος ψυχικώς καί συνέχιζε μέ τόν ίδιο πάντοτε ζήλο τό μέγα έργον του, διότι ενεδυναμώνετο από τόν Κύριον. «Πάντα ισχύω εν τώ ενδυναμούντί με Χριστώ», έγραφε πρός τούς Φιλιππησίους. Αυτός ήταν ο αληθινά μεγάλος Παύλος.
Έτσι καί στό άλλο μεγάλο άθλημα τής αγάπης γίνεται πρωτοπόρος. Είναι ο κατ εξοχήν Απόστολος πού κηρύττει καί εφαρμόζει στήν πράξη τήν μεγάλη αρετή, τήν πρώτη τών αρετών, τήν αγάπη. Εκείνη τήν αγάπη πού έφερε καί δίδαξε ο Χριστός. Η ζωή του ολόκληρη τού Αποστόλου υπήρξε μία προσφορά στό βωμό τής αγάπης. Δέν τής έψαλε μόνο τόν πιό ωραίο ύμνο από όσους ποτέ έψελναν ανθρώπινα χείλη. Δέν τήν έβαλε απλά στήν κορυφή τών αρετών. Τήν έβαλε προπάντως ως θεμέλιο λίθο στήν πολυκύμαντη ζωή του. Έλεγε: «εν αγάπη ερριζωσμένοι καί τεθεμελιωμένοι» (Εφεσ. 3,18). Τό νά αγαπά κανείς αληθινά, χριστιανικά, όχι ψεύτικα, εξωτερικά, τυπικά είναι κάτι τό θεϊκό. Καί βέβαια η αγάπη αυτή η αληθινή πρότυπο έχει τόν ίδιο τόν θυσιασθέντα γιά τό ανθρώπινο γένος Κύριο ημών Ιησού Χριστό, γιατί Αυτός είναι η εσταυρωμένη αγάπη. Ο Απ. Παύλος μέσα στόν θησαυρό τής διδασκαλίας του γιά τήν αγάπη χρησιμοποιεί τέσσερα ισχυρά ρήματα, τά οποία έρχονται καί ζωγραφίζουν μερικές χαρακτηριστικές πλευρές τής αγάπης. Συνιστά: «Διώκετε τήν αγάπη» (Α Κορ. 14,1), δηλ. κυνηγήστε, αποκτήστε, τήν αγάπη. «Διά τής αγάπης δουλεύετε αλλήλοις» (Γαλ. 5,13) δηλ. γίνετε ως δούλοι στήν υπηρεσία τής αγάπης. «Περισσεύετε εν αγάπη» (Β Κορ. 8,7) δηλ. νά πλεονάζει η αγάπη στή ζωή σας. Έτσι καταδεικνύεται απόλυτος ο Απόστολος στό θέμα αυτό τής αγάπης, γι αυτό καί τήν επαναλαμβάνει σχεδόν 77 φορές αυτή τήν σπουδαία λέξη. Μία λέξη, κατ εξοχήν τής χριστιανικής κοσμοθεωρίας.
Επί πλέον, εκείνο τό: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη» (Ματθ. 23,15) ήταν τό συγκλονιστικό γεγονός στήν καρδιά τού Παύλου. Τό εφήρμοσε στήν πράξη μέ τίς μεγάλες αποστολικές του περιοδείες ανά τήν τότε γνωστή οικουμένη. Από τά Ιεροσόλυμα καί τήν Αντιόχεια μέχρι τήν Κύπρο, Μικρά Ασία, Θράκη, Μακεδονία καί κυρίως Ελλάδα καί αυτήν τήν Ρώμη καί πέραν αυτής. Γιά τόν Παύλο, οι αποστολικές περιοδείες δέν ήταν απλώς ένα κήρυγμα. Ήταν καρπός τού πνεύματος τής θυσίας γιά τό όνομα τού Κυρίου. Ήταν φλόγα τής καρδιάς του γιά τήν γνωριμία τών συνανθρώπων του μέ τόν Χριστό καί γιά σωτηρία τών πλανηθέντων. Ήταν εσωτερική ανάγκη καί υπακοή στήν θεϊκή πρόσκληση γιά αποστολή. Έλεγε: «Εάν γάρ ευαγγελίζωμαι, ουκ έστι μοι καύχημα ανάγκη γάρ μοι επίκειται ουαί δέ μοι εσμέν εάν μή ευαγγελίζωμαι» (Α Κορ. 9,16) καί ακόμη έγραφε: «Έλλησί τε καί βαρβάροις, σοφοίς τε καί ανοήτοις οφειλέτης ειμί» (Ρωμ. 1,14). Τό φαινόμενο Παύλος σφραγίζει μέ μία μοναδική ανεξίτηλη σφραγίδα τό μεγαλειώδες έργο τής αποστολής ιεραποστολής, γι αυτό καί όλη η επιστολογραφία του έχει σαφώς ιεραποστολικό χαρακτήρα. Είχε κληθεί από τόν Κύριο γιά ένα ολοκληρωτικό δόσιμο τού εαυτού του στούς συνανθρώπους του, στούς αδελφούς του εν Χριστώ.
Σέ μία εποχή άκριτης παγκοσμιοποίησης, καί ανόητου μιμητισμού αξίζει νά ακούσουμε τήν αποστολική προτροπή: «Παρακαλώ υμάς μιμηταί μου γίνεσθε». (Α Κορ. 4,16). Μιμητές τού πρωτοπόρου τού ανωτάτου πνευματικού πολιτισμού, τού αληθινά μεγάλου.