Σταυρός: Η κυρία Χαριτίνη, μεσόκοπη γυναίκα, ζούσε σε μια πόλη της Πελοποννήσου.
Είχε αναθρέψει χριστιανικά και καλοπαντρέψει τις τρεις κόρες της και τους δυό γιούς της.
Άρχισε λοιπόν σιγά-σιγά με τη σειρά ένα-ένα να αγκαλιάζει με δάκρυα και να γλυκοφιλάει τα εγγονάκια της. Συνταξιούχος εκπαιδευτικός η ίδια, όπως και ο άνδρας της, ζούσαν τώρα μόνοι τους ήρεμα στο διαμέρισμά τους.
Πρώτη κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή στον ενοριακό τους Ναό για τη Λατρεία, βοηθούσε και στο Φιλόπτωχο. Δεν έλειπε ποτέ και από τις ομιλίες που γίνονταν στον Ορθόδοξο Σύλλογο της πόλης τους και από τον Φιλικό Κύκλο, όπου μαζί με άλλες γνωστές της κυρίες μελετούσαν τον λόγο του Θεού και συζητούσαν κάθε βδομάδα ενδιαφέροντα θρησκευτικά, κοινωνικά και οικογενειακα θέματα.
Είχε όμως και μια βαθιά λαχτάρα η Χαριτίνη. Την έλεγε κάθε πρωί στην προσευχή της. Ποθούσε να κάνει κάθε μέρα όσες αγαθοεργίες μπορούσε. Το είπε και στον Πνευματικό της και πήρε την ευλογία του.
–Πρόσεξε, της είπε εκείνος, να τον θυμάσαι αυτό τον ιερό πόθο σου και κάθε φορά που θα κοινωνείς, για να παίρνεις ξεχωριστή χάρη από τον Κύριο. Και ο,τι θα κάνεις, να το κάνεις πάντα ταπεινά.
Μια μέρα λοιπόν μπηκε το πρωί στο αστικό λεωφορείο, για κάτι ψώνια στην αγορα. Στην άλλη στάση μπήκε και κάθισε δίπλα της ένας πενηντάρης περίπου κύριος. Η Χαριτίνη τον είδε με μια λοξή ματιά. Όταν το λεωφορείο πέρασε μπροστά από ένα Ναό, η πιστή γυναίκα έκανε ευλαβικά τον σταυρό της. Βλεποντάς την ο διπλανός της, τη ρωτάει ξαφνικά:
–Γιατί κάνετε τον σταυρό σας, κυρία μου; Κανείς δεν είναι μέσα εκεί να σας ακούσει.
«Λες να ’ναι άθεος;», σκέφτηκε αμέσως η πιστή γυναίκα, και μη χάνοντας καιρό του απαντά ρωτώντας τον:
–Γιατί εσείς δεν κάνετε τον σταυρό σας, κύριε;
–Όχι, δεν τον κάνω και ούτε θα τον ξανακάνω ποτέ μου! απαντά ψυχρά εκείνος.
Εν τω μεταξύ το λεωφορείο προχωρεί και φθάνει έξω από άλλο Ναό. Η Χαριτίνη προσεύχεται μυστικά και κάνει πάλι ευλαβικά το σημείο του Σταυρού.
Ο άγνωστος κύριος ξεσπάει τώρα.
–Ξέρετε, κυρία μου, πόσους σταυρούς έχω κάνει εγώ; Ο Θεός όμως δεν με βοήθησε καθόλου! Το ένα μου παιδί, οικογενειάρχης με δύο παιδιά, απολύθηκε από τη δουλειά του. Και το άλλο το έχω πέντε μέρες τώρα άρρωστο με ακατέβατο πυρετό στο Νοσοκομείο. Δεν βρίσκουν, λένε, την αιτία και με συμβουλεύουν να το πάμε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας. Κι εγώ πάω τώρα να δανεισθώ λεφτά για να πάω το παιδί μου στην Πάτρα!
Εν τω μεταξύ το λεωφορείο έστριβε τώρα σε μια πλατεία, όπου δέσποζε ένας νεόκτιστος Ναός του αγίου Νεκταρίου. Τότε η Χαριτίνη, που είχε χάρισμα στη γλώσσα, του είπε δείχνοντας το Ναό:
–Σ’ αυτό τον γιατρό μιλήσατε για το παιδί σας, κύριε;
–Όχι, απάντησε κάπως συγκρατημένα ο πονεμένος πατέρας.
–Παρακαλέστε τον θερμά και με πίστη να σας βοηθήσει, να το κάνει καλά το παιδί σας, και θα σας ακούσει οπωσδήποτε, του είπε η πιστή γυναίκα.
Τότε ο άγνωστος κύριος αυθόρμητα έκανε ευλαβικά τον σταυρό του λέγοντας: «Κύριε ελέησον», άγιε Νεκτάριε, βοήθησέ μας! Και αμέσως κτύπησε το κινητό του τηλέφωνο, και άρχισε αυτός να μιλάει.
–Εσύ, Κατερίνα; Τι νεότερα έχουμε; Τι είπες; Δεν χρειάζεται να πάμε στην Πάτρα; Ουρολοίμωξη ήταν; Θα τον κρατήσουν εδώ το Νίκο; Έτσι είπαν οι γιατροί; Δόξα τω Θεώ!
Κι έκαμε πάλι τον σταυρό του.
–Ήταν η γυναίκα μου, κυρία μου, από το Νοσοκομείο, είπε δακρυσμένος στη Χαριτίνη.
–Είδατε ότι μας ακούει ο Θεός; του είπε αμέσως εκείνη. Δώστε μου, αν θέλετε, το όνομα του παιδιού σας, για να το επισκεφθούμε το απόγευμα με τον άνδρα μου.
–Φιλιόπουλος Νικόλαος. Και σας ευχαριστώ πολύ, κυρία μου!
–Τώρα όμως σας αφήνω, είπε η Χαριτίνη. Πλησιάζουμε στη στάση, όπου πρεπει να κατεβώ. Ο Θεός μαζί σας, και περαστικά στο γιό σας! Να δοξάζετε τον Θεό!
–Ευχαριστώ και πάλι, κυρία μου, πολυ. Εγώ κατεβαίνω στην άλλη στάση. Και σας περιμένουμε, όπως είπατε, το απόγευμα. Θα χαρεί πολύ να σας γνωρίσει και η γυναίκα μου· και συγγνωμη που παραφέρθηκα στην αρχή. Γειά σας!