από την Ελένη Κίτσου
Ήταν ακριβώς τέτοια μέρα, πριν 18 ολόκληρα χρόνια… Έκανε πολύ ζέστη. Η Αυγούστα μόλις είχε γυρίσει από τα νοσοκομεία... Η κούραση σε όλο το κορμί, της φαινόταν αστεία μπροστά στον τεράστιο πόνο που ξέσκιζε την ψυχή της…
Λίγα μέτρα μακρύτερα, στο ΑΧΕΠΑ μόλις είχε βγει ο πολυαγαπημένος της πατέρας από την εντατική και λίγο πιο πέρα στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, χαροπάλευε ο άντρας της. Ποιόν να παρηγορήσει πρώτα, τη μάνα της, τα παιδιά της, τα πεθερικά της, τους φίλους και τους συγγενείς…ποιόν πρώτα;.
Οι μόνες όμορφες στιγμές που ζούσε, ήταν να φάει ένα γιαουρτάκι και να πιεί μια λεμονάδα πριν κλείσει το βράδυ τα μάτια της. Τραγικό…να παίρνει νόημα η ζωή της και να αντέχει για να φάει ένα γιαουρτάκι…
Πήρε το κινητό δίπλα στο μαξιλάρι της, μη τυχόν και γίνει κάτι άσχημο τη νύχτα και την πάρει η αποκλειστική νοσοκόμα… Ο Σπύρος και η Ζωή κοιμόταν ήδη στην κρεβατοκάμαρά τους. Εκείνη ξάπλωσε στον καναπέ, σχεδόν με τα ρούχα για να είναι ανά πάσα στιγμή, έτοιμη. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, είχε ανάγκη να προσευχηθεί. Έβλεπε συχνά στον ύπνο της, ή στον ξύπνιο της…δεν ήξερε…ένα κοριτσάκι να της κρατά το χέρι. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν και τα λάστιχα κολλούσαν από τα φρεναρίσματα στη ζεστή άσφαλτο… Ο αέρας μύριζε καλοκαίρι. Η Αυγούστα είχε χάσει τον χρόνο και τις εποχές. ‘Αλήθεια, βγήκαν τα σταφύλια’ ρώτησε με έκπληξη το πρωί την περιπτερού όταν πήγε να πάρει ένα μπουκάλι νερό και στο είδε μέσα στο ψυγείο τα σταφύλια. Ο χρόνος, είχε σταματήσει για εκείνη δύο μήνες πριν…Προσευχήθηκε και έκλεισε τα μάτια.
Κοιμόταν, ή ήταν ξύπνια; Δεν ήξερε! Ξαφνικά, ένας αέρας πέρασε από δίπλα της και την φύσηξε…και μια φωνή της είπε: “Θέλω πίττα”.
Πετάχτηκε από τον καναπέ, κάθισε στην άκρη του και προσπαθούσε να καταλάβει αν ήταν όνειρο ή αληθινό αυτό που της συνέβη. Τίποτε, μια σιωπή….Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό. Ξύπνησε και η Ζωή. Τι συνέβη, ρώτησε…Κάτι με ξύπνησε… της είπε.
Αύριο είναι η γιορτή του Αγίου Φανουρίου, μονολόγησε η Ζωή και εδώ πιο κάτω είναι και η εκκλησία που έχει το όνομά του…Αυγούστα σου ζήτησε Φανουρόπιτα ο Άγιος…!!!
Η Αυγούστα υπό κανονικές συνθήκες δεν θυμόταν καμιά συνταγή από έξω, πως έγινε και ξαφνικά θυμήθηκε όλα τα υλικά που έπρεπε να αγοράσει, αποτελεί ακόμη μυστήριο… Αγόρασε ακόμη και την φόρμα ψησίματος… Την επόμενη μέρα το πρωί, γύρισε από το σούπερ μάρκετ και γρήγορα γρήγορα έφτιαξε την Φανουρόπιτα…Την έβαλε σε μια όμορφη πιατέλα και την πήγε με τα πόδια στην εκκλησία. Το είχε τάξει στον Άγιο….
Ο παπάς την κοίταξε περίεργα, ήταν βλέπεις ξένη στην ενορία. Του ζήτησε να τη διαβάσει “υπέρ υγείας”, αφού του είπε μέσες άκρες το τι της συνέβη… Ο πατερούλης γέλασε και διάβασε την ευχή… Μοίρασέ την κόρη μου, είπε στο τέλος στους ανθρώπους που είναι έξω στο προαύλιο.
Άρχισε να μοιράζει τα κομμάτια ένα ένα σε κάθε άγνωστο άντρα ή γυναίκα που βρέθηκε στην εκκλησία…Ξάφνου, ένας παππούς της λέει: ‘Mη τη μοιράσεις όλη κορίτσι μου, κράτησε και για το σπίτι’…Αυτό ήταν, έσπασε. Δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της και ζωγράφιζαν τα μάγουλά της...’Δεν πειράζει του είπε, θα την μοιράσω όλη, εξάλλου είμαι μόνη…δεν έχω κανέναν’!!!
Ο πατέρας της και ο άντρας της έζησαν τελικά… Η Αυγούστα ξέρει πως εκείνο το βράδυ της μίλησε ο Άγιος Φανούριος!!!!
Ήταν μια νύχτα, σα την σημερινή…