Ο Πέτρος, ο αείμνηστος πατήρ ημών, ο Αθωνίτης, ο από Σχολαρίων (Σχολάριοι ελέγοντο οι ενάρετοι εκείνοι άνδρες, οι οποίοι ερμήνευαν με μεγάλη ικανότητα και ακρίβεια τις Γραφές), ήκμασε τον 9ον αί. εις το Άγιον Όρος.
Είχε πατρίδα την Κωνσταντινούπολι και οι γονείς του ήταν ευγενείς και ένδοξοι και είχαν τον φόβο του Θεού ριζωμένο στην καρδιά τους, όπως το απέδειξε αυτό ο αγαθός καρπός που βλάστησε από αυτούς, δηλ. ο μέγας και θαυμάσιος αυτός Πέτρος.
Αυτό το αγαπημένο τους παιδί φρόντισαν οι γονείς του να εκπαιδεύσουν με την θεϊκή και την ανθρώπινη σοφία. Έπειτα τον ετίμησαν με το ανακτορικό αξίωμα του καιρού εκείνου, των Σχολαρίων.
Όταν ο μακάριος Πέτρος φοιτούσε ακόμη στην πέμπτη τάξι της Σχολής των Σχολαρίων δηλ. δεν είχε φθάσει ακόμη στο τέλος της φιλοσοφίας, επειδή ήτο άνδρας μυαλωμένος και σοφός, ο βασιλιάς, που τον είχε και προηγουμένως δοκιμάσει στους πολέμους και θαύμαζε την ανδρεία του, τον έκανε και μή θέλοντας αρχιστράτηγο.
Τον έστειλε δε να πολεμήση τους Αγαρηνούς, οι οποίοι εκείνον τον καιρό κυρίευαν και λεηλατούσαν τα μέρη των Ρωμαίων. Και τότε είχαν εισβάλει στα μέρη της μεγάλης Συρίας. Ο τόπος αυτός βρίσκεται στα σύνορα της Βαβυλωνίας και της Φοινίκης. Συνέβη όμως τότε και ενίκησαν οι βάρβαροι τους Ρωμαίους, όπως συμβαίνει πολλές φορές κατά παραχώρησιν Θεού.
Μεταξύ πολλών άλλων αιχμαλωτίσθηκε και ο ευλογημένος Πέτρος, ο Σχολαστικός και Αρχιστράτηγος, τον οποίον οδήγησαν δεμένο σε κάποιο φρούριο Αραβικό πολύ ισχυρό και απρόσιτο, που το ονόμαζαν Σαμαράν, και τον παρέδωσαν στον αφέντη τους, τον πρώτο πολέμαρχο. Εκείνος πάλι, του έκλεισε σε μία άθλια και βρώμικη φυλακή, του έδεσαν με βαρειές αλυσίδες τα χέρια και τα πόδια και σφράγισαν την φυλακή με επίσημες σφραγίδες για να μην τον επισκέπτεται κανείς και να μην έχη καμμία παρηγοριά από κανένα.
Τότε ο Πέτρος κατάλαβε για ποιόν λόγο έπαθε εκείνη τη συμφορά, και άρχισε να εξετάζη τον εαυτό του με πολλή φρόνησι. Έλεγε στον εαυτό του: «Ασφαλώς η αιτία που παραδόθηκα αιχμάλωτος στην δουλεία, είναι ότι πολλές φορές έταξα στον Θεό να γίνω μοναχός και να αφήσω τον κόσμο και τα εγκόσμια, αλλά δεν εκπλήρωσα όσα υποσχέθηκα στον Κύριο». Γι’ αυτό κατηγορούσε πικρά τον εαυτό του με πολλή αυστηρότητα, και με πολλά δάκρυα έλεγε στον Θεό.
«Δίκαια, Κύριε, έπαθα αυτήν την πικρή συμφορά, γιατί αμέλησα να εκπληρώσω εκείνο που Σου έταξα, και όλα μου συνέβησαν κατά την δίκαιη κρίση του Θεού». Και έτσι υπέμεινε εκείνη την δοκιμασία ευχαριστώντας τον Θεό. Πέρασε, λοιπόν, πολύ καιρό ο Άγιος μέσα στην φυλακή και καμμία παρηγοριά δεν βρήκε από κανένα, ούτε φαινόταν κανείς να τον βοηθήση για να απελευθερωθή. Τότε σκέφθηκε τον Άγιο Νικόλαο, τον οποίο τιμούσε υπερβολικά και αγαπούσε από πολύ καιρό, και μάλιστα ιδιαιτέρως ευλαβείτο τα πολλά θαύματα, όσα έκανε ο Άγιος σε εκείνους που τον παρακαλούσαν, όταν είχαν ανάγκη.
Γι’ αυτό, άρχισε κι αυτός, με θλιμμένη φωνή να προσεύχεται στον Άγιο και να Τον παρακαλή από το βάθος της καρδιάς του να τον ελευθερώση, όπως ελευθέρωσε και πολλούς άλλους. Και έλεγε: «Εγώ, Άγιε Νικόλαε θαυματουργέ, γνωρίζω καλά ότι είμαι ανάξιος να με συγχωρήση ο Θεός και να με απελευθερώση, διότι πολλές φορές φάνηκα ψεύτης και οι αμαρτίες μου είναι μεγάλες. Και το σπουδαιότερο, ότι πολλές φορές έδωσα υπόσχεσι στον Θεό να γίνω μοναχός και δεν έγινα, ούτε έκανα εκείνο που έταξα στον Πλάστη μου και Ποιητή. Γι’ αυτό δίκαια τώρα βρίσκομαι σ’ αυτή την φυλακή.
Γι’ αυτό δεν τολμώ να τον παρακαλέσω να με ελευθερώση, για να μην οργισθή περισσότερο μαζί μου. Μόνο την αγιωσύνη σου παρακαλώ, πάτερ Άγιε, γιατί συνηθίζεις να ευσπλαχνίζεσαι πάντοτε έκείνους που ευρίσκονται σε μεγάλες ανάγκες και στενοχώριες και να ελαφρώνης τους κόπους τους, όταν σε παρακαλούν μέσα από την καρδιά τους. Σε εσένα καταφεύγω κι εγώ τώρα με πικρά δάκρυα και σε παρακαλώ, πανάγιε Νικόλαε.
Ζητώ την μεσιτεία σου προς τον Θεόν και σε παρακαλώ σαν εγγυητή μου από σήμερα, αν ο εύσπλαχνος Κύριος ακούση, και οικονομήση την ελευθερία μου με την δική σου παράκλησι που έχει μεγάλη παρρησία. Και τότε ποτέ πλέον δεν θα στρέψω τον νού μου στις μέριμνες και φροντίδες του κόσμου, ούτε στην πατρίδα μου την Κων/πολι θα επιστρέψω ξανά, αλλά θα πάω στην μεγάλη Ρώμη και θα γίνω μοναχός στην Εκκλησία του Αποστόλου Πέτρου και έτσι θα περάσω εν ασκήσει την υπόλοιπη ζωή μου, και με όση δύναμι έχω θα δουλέψω απερίσπαστα εις τον Θεόν, τον ελευθερωτή μου και ευεργέτη, για να ευαρεστήσω εις Αυτόν και επιτύχω την σωτηρία μου».
Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο άνθρωπος του Θεού με πολλή πίκρα και πόνο. Αλλά και νήστευε και αγρυπνούσε και συνεχώς προσευχόταν όλη την εβδομάδα και δεν γεύτηκε καθόλου φαγητό. Μόλις πέρασε η εβδομάδα, του φανερώθηκε ο Άγιος Νικόλαος, ο οποίος γρήγορα παρηγορεί αυτούς που επικαλούνται το όνομά του. Λέγει προς αυτόν: «Αδελφέ Πέτρε, και την παράκλησί σου άκουσα και την θλίψι της καρδιάς σου γνωρίζω, και στον Φιλάνθρωπο Θεό δεήθηκα για σένα.
Αλλά επειδή εσύ αμέλησες να εκπληρώσης την υπόσχεσί σου σ’ Αυτόν, γι’ αυτό να ξέρης καλά ότι δεν θέλει να σε βγάλη από αυτήν την φυλακή. Γνωρίζεις όμως ότι η Γραφή λέγει: αιτείτε και δοθήσεται υμίν. Γι’ αυτό ας μην σταματήσωμε να παρακαλούμε την αγαθότητα και την φιλανθρωπία Του. Και εκείνο που είναι για το συμφέρον μας, αυτό σε κάθε ανάγκη θα οικονομήση και για εμάς». Αυτά του είπε ο Άγιος Νικόλαος. Έπειτα του είπε να έχη υπομονή στους πόνους που υπέφερε και του παρήγγειλε ακόμη να λάβη και τροφή και μετά έφυγε από κοντά του.