Την Κυριακή των Αγίων Πατέρων, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος λειτούργησε στην Ιερά Μονή των αδελφών του Λαζάρου, Μάρθας και Μαρίας, στη Βηθανία.
Οπως αναφέρει ανακοίνωση του Πατριαρχείου: “Την Κυριακήν, 18ην / 31η Μαΐου 2020, Κυριακήν της μνήμης των Αγίων Πατέρων της Α΄Οικουμενικής Συνόδου, των καταδικασάντων τον Άρειον και δογματισάντων το ομοούσιον του Υιού προς τον Πατέρα και συνταξάντων τα οκτώ πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, ο Μακαριώτατος Πατήρ ημών και Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, αναπληρών την έλλειψιν πανηγυρικού εορτασμού του Σαββάτου του Λαζάρου εις Βηθανίαν, λόγω διαδόσεως του κορονοιού, ελειτούργησεν εις την Ιεράν Μονήν των αδελφών του Λαζάρου Μάρθας και Μαρίας, συλλειτουργούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καπιτωλιάδος κ. Ησυχίου και των Αγιοταφιτών Αρχιμανδρίτου π. Επιφανίου, εφημερίου της Ιεράς Μονής, του Αρχιμανδρίτου Δημητρίου και του Αρχιδιακόνου π. Μάρκου, ψάλλοντος του κ. Βασιλείου Γκοτσοπούλου.
Επί τω γεγονότι τούτω ο Μακαριώτατος απηύθυνε το κάτωθι Μήνυμα:
“Την ετήσιον μνήμην σήμερον, των θεοφόρων Πατέρων, των εκ πάσης της Οικουμένης συναθροισθέντων, εν τη λαμπρά πόλει Νικαέων των Ορθοδόξων τα συστήματα ευσεβούντες πιστώς εορτάσωμεν. Ούτοι γαρ του δεινού Αρείου το άθεον δόγμα ευσεβοφρόνως καθείλον και της Καθολικής Εκκλησίας συνοδικώς τούτον εξωστράκισαν· και τρανώς τον Υιόν του Θεού ομοούσιον και συναΐδιον προ των αιώνων όντα, τοις πάσιν εδίδαξαν ομολογείν εν τω της πίστεως Συμβόλω, ακριβώς και ευσεβώς τούτο εκθέμενοι. Όθεν και ημείς τοις θείοις αυτών δόγμασιν επόμενοι, βεβαίως πιστεύοντες λατρεύομεν συν Πατρί τον Υιόν και το Πνεύμα το Πανάγιον εν μια Θεότητι Τριάδα Ομοούσιον», αναφωνεί ο υμνωδός της Εκκλησίας.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ευλαβείς Χριστιανοί,
Σήμερον, Κυριακή εβδόμη από του Πάσχα την εν Νικαία πρώτην Οικουμενικήν Σύνοδον εορτάζομεν των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων των συναθροισθέντων εκ πάσης της Οικουμένης τη πνευμακινήτω αποφάσει του αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου του Αυτοκράτορος εν τω εικοστώ έτει της βασιλείας αυτού. Διό και την ευχαριστήριον αναίμακτον θυσίαν ταύτην προσφέρομεν τω αγίω Τριαδικώ Θεώ εν τω ιερώ τόπω του αγιάσματος Αυτού.
Οι άγιοι της Εκκλησίας Πατέρες είναι οι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων και οι φύλακες της ιεράς και αποστολικής Παραδόσεως, δηλονότι της σωτηριώδους διδασκαλίας του Ευαγγελίου του Σωτήρος ημών Χριστού. «Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών», (Β΄ Θεσ. 2,15) παραγγέλλει ο θείος Παύλος.
Οι Πατέρες δε οι οποίοι καλούνται «θεοφόροι», τουτέστι φορείς του αγίου Πνεύματος, είναι εκείνοι, οι οποίοι αφ’ ενός μεν, εχειροτονήθησαν υπό της Εκκλησίας (Β ΄ Κορ. 8,19), αφ’ ετέρου δε ανεδείχθησαν διά του έργου και της διδασκαλίας αυτών Πνευματικοί γεννήτορες, δηλαδή Πατέρες των πιστών μελών του σώματος της Εκκλησίας ως επιστέλλει ο ιερώτατος Παύλος τοις Κορινθίοις: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας· εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα», (Α΄ Κορ. 4,15).
Με άλλα λόγια, οι θεόπνευστοι Πατέρες της Εκκλησίας αποτελούν τα εχέγγυα της ανοθεύτου και υγιαινούσης διδασκαλίας και πίστεως, την οποίαν διετύπωσαν εν τοις δόγμασιν και περιεχαράκωσαν διά των ιερών κανόνων εν ταίς οικουμενικαίς και διαφόροις τοπικαίς Συνόδους. Διά τούτο και αναγνωρίζονται ως Οικουμενικοί διδάσκαλοι και φωστήρες, ως λέγει και ο υμνωδός αυτών: «Των αγίων Πατέρων ο χορός, εκ των της οικουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός, και Υιού, και Πνεύματος Αγίου, μίαν ουσίαν εδογμάτισε και φύσιν, και το μυστήριον της θεολογίας, τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία· ούς ευφημούντες εν πίστει, μακαρίσωμεν λέγοντες· Ω θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται, παρατάξεως Κυρίου, αστέρες πολύφωτοι, του νοητού στερεώματος, της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι, τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου, τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου, Νικαίας το καύχημα, οικουμένης αγλάισμα, εκτενώς πρεσβεύσατε, υπέρ των ψυχών ημών».
Ο υμνωδός ενταύθα αποκαλεί τους αγίους Πατέρας «τα πάγχρυσα στόματα του Θεού Λόγου». Και τούτο, διότι ούτοι εδογμάτισαν το μυστήριον της θεολογίας, το οποίον αφορά εις την μίαν ουσίαν και φύσιν των προσώπων της Αγίας Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Προσέτι δε εδογμάτισαν το μυστήριον της θείας Οικονομίας, το οποίον αφορά εις την ενσάρκωσιν και ενανθρώπησιν του Θεού Λόγου του Χριστού εκ των αγνών αιμάτων της Υπερευλογημένης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Τούτο δε επέτυχον σκεπτόμενοι, κατά Γρηγόριον τον Θεολόγον, ουχί αριστοτελικώς αλλ’ αλιευτικώς. Κατά δε τον υμνωδόν «Όλην συγκροτήσαντες, την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι, συνδιασκεψάμενοι, το μακάριον, και σεπτόν Σύμβολον, οι σεπτοί Πατέρες, θεογράφως διεχάραξαν· … και των ευσεβών παραδόσεων, άνωθεν λαβόντες, την τούτων αποκάλυψιν σαφώς, και φωτισθέντες, εξέθεντο».
Με άλλα λόγια, η διατύπωσις των θείων δογμάτων της πίστεως υπό των Πατέρων της Εκκλησίας έχει ως πηγήν εμπνεύσεως την εν τω Ιησού Χριστώ αποκαλυφθείσαν αλήθειαν, δηλονότι αυτήν ταύτην την αποκάλυψιν του Θεού προς τους ανθρώπους, την εν τω ενανθρωπήσαντι Υιώ και Λόγω Αυτού κορυφωθείσαν και τελειωθείσαν και έκτοτε αμετάβλητον εσαεί παραμένουσαν, ένεκεν τούτου είρηται: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε εμοί λόγοι ου μη παρελεύσονται», (Μαρκ. 13,31).
Εξ αντιθέτου η των αιρετικών διατύπωσις της εν Χριστώ πίστεως έχει ως πηγήν την ιδίαν αυτών επίνοιαν, τουτέστιν τους σεσοφισμένους μύθους, (Β’ Πετρ. 1,16) και τους διεστραμμένους διαλογισμούς αυτών, κατά το προειρημένον υπό του θείου Παύλου: «εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών», (Πραξ. 20, 29-30).
Τοιούτοι ακριβώς «άνδρες λαλούντες διεστραμμένα» απεδείχθησαν οι αμετανόητοι αιρεσιάρχαι Άρειος, αρνούμενος την θεότητα του Ιησού Χριστού, Μακεδόνιος ο Πνευματομάχος και Νεστόριος, ο οποίος εισήγαγε τομήν και διαίρεσιν εν τω προσώπω του Θεανθρώπου Χριστού. Η δε διδασκαλία των λοιπών ψευδοδιδασκάλων παλαιοτέρων και νεωτέρων / συγχρόνων συνδέεται αμέσως ή εμμέσως με τους προαναφερθέντας αιρεσιάρχας. Ιδού διά τι, αγαπητοί μου αδελφοί, η αγία ημών Εκκλησία τιμά εορτίως «τα πάγχρυσα στόματα» αυτής, τουτέστιν τους αγίους Πατέρας και δη τους εν Νικαία τη πρώτη Οικουμενική συναθροισθέντας τω έτει 325 μ.Χ. Ούτοι ως άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων, λοιδορούμενοι, βλασφημούμενοι και διωκόμενοι και εν εξορίαις γενόμενοι, ανεδείχθησαν «δούλοι γνησιώτατοι του Χριστού και του ενθέου κηρύγματος μύσται ιερώτατοι, κατά τον υμνωδόν. Του «ενθέου τούτου κηρύγματος» καρπός είναι το Σύμβολον της Πίστεως, το επ’ Εκκλησίαις και θείαις Λειτουργίαις αναγιγνωσκόμενον.
Ημείς δε μετά των αγίων Θεοφόρων Πατέρων, των την Αειπάρθενον και Υπερευλογημένην Μαρίαν Θεοτόκον και Μητέρα του Θεού ανακηρυξάντων και μετά παρρησίας ομολογησάντων, είπωμεν συν τω υμνωδώ: «Εν τοις όρεσι τοις αγίοις, θεωρούντές σου τας υψώσεις Χριστέ, το απαύγασμα της δόξης του Πατρός, ανυμνούμέν Σου την φωτοειδή του προσώπου μορφήν, προσκυνούμέν σου τα παθήματα, τιμώμεν την Ανάστασιν, την ένδοξον Ανάληψιν δοξάζοντες, ελέησον ημάς και απάλλαξον τον κόσμον σου άπαντα της ανθρωποκτόνου λοιμώδους νόσου του κορονοιού. Αμήν. Έτη πολλά και εν Χριστώ υγιεινα”.
Την μεσημβρίαν, η γηραιά και αφωσιωμένη καθηγουμένη μοναχή Ευπραξία μετά της συνοδείας αυτής παρέθεσε τράπεζαν εις τον Μακαριώτατον και την Συνοδείαν Αυτού”.