ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Θρήνος Μ.Παρασκευής – Ερμηνεύει ο Χρόνης Αηδονίδης.
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα το έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον πάντων Βασιλέα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τη προσευχή της έκαμνε για το μονογενή της.
Φωνή ακούει εξ Ουρανού και απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
σαν κλέφτη τον δικάζουνε και στον Χαλκιά τον πάνε.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε πέφτει λιγοθυμάει,
σταμνιά νερό της χύνουνε, τρία καράτια μόσχο
Κι’ αφού της ήρθε ο λογισμός, κι’ αφού της ήρθε ο νους της,
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πέσει,
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει και δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αϊ Γιάννη μου Αφέντη μου και μαθητή του γυιου μου,
μην είδες το παιδάκι μου και σε το δάσκαλό σου;
Τον βλέπεις Εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
οπού φορεί στη κεφαλή στεφάνι αγκαθένιο.
Η Παναγιά Τον σίμωσε και Τον γλυκομιλούσε.
Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω, Μανούλα μου,τι να σου μολοήσω;
ήτανε θέλημα Θεού, βούληση του Πατέρα
μόνο το Μέγα-Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι,
όταν λαλήσει ο πετεινός ,σημάνουν οι καμπάνες,
κι ανάψουνε στις εκκλησιές ολόχρυσες λαμπάδες
τότε και συ, Μανούλα μου,να πας να με παντέσχεις.