Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Η επιθυμία μας συγκεντρωνόταν στην γνώση του Θείου Θελήματος.
Με ποιό τρόπο μπορεί κάποιος να γνωρίσει το θείο θέλημα; Μας έλεγε· «γι’ αυτό ρωτάτε, παιδιά, που είναι το βασικότερο πράγμα;».
Εμείς τον προκαλούσαμε με περισσότερη περιέργεια· «μα, Γέροντα, δεν είναι πλήρως γνωστό το θέλημα του Θεού διαμέσου των Γραφών και όλης της θείας αποκαλύψεως; Τί άλλη απορία πρέπει να έχουμε εμείς ως μοναχοί, αφού τα πάντα είναι στη ζωή μας κανονισμένα;».
Και ο Γέροντας απαντούσε: «Ο Θεός να σας δώσει “σύνεσιν εν πάσιν”. Ο όσιος Νείλος ο Καλαβρός ευχόταν να του δοθεί “νοείν και λέγειν κατά το θείο θέλημα”. Περιεκτικά, η αγαθοεργία και κάθε άλλη εντολή είναι θέλημα του Θεού, αλλά η λεπτομέρεια που το συνοδεύει είναι άγνωστη· “τίς γαρ έγνω νουν Κυρίου;” και πάλι· “τα κρίματα Κυρίου ωσεί άβυσσος πολλή”. Το θείο θέλημα δεν διακρίνεται μόνο από τον χρόνο, αλλά και από τον τόπο, τα πρόσωπα, τα πράγματα, καθώς και από την ποσότητα, τον τρόπο και, την περίσταση. Και μόνον αυτό; Ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν αλλάζει διάθεση, μεταβάλλει πολλές φορές και την θεία απόφαση.
Ως εκ τούτου δεν είναι αρκετό να γνωρίζει κάποιος την γενική έκφραση του θείου θελήματος. Χρειάζεται να έχει και την ειδική κρίση του θέματος που απασχολεί, γιατί μόνο έτσι είναι βέβαιη η επιτυχία. Ο κύριος στόχος του θείου θελήματος είναι η έκφραση και εκδήλωση της θείας αγάπης, γιατί ο σκοπός όλων των κινήσεων μας είναι να γευθούμε το πλήρωμα της αγάπης Του. Εφόσον “καν τε ζώμεν καν τε αποθνήσκωμεν του Κυρίου εσμέν”, άρα το θέλημα που ζητάμε -όσο και αν φαίνεται ότι είναι προσωπικό ή κάποιου από τους γνωστούς μας- έχει το κέντρο του βάρους του στο θείο Πρόσωπο, για χάρη του οποίου “ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν”.
Ξεχνάτε την Κυριακή προσευχή στον κήπο της Γεθσημανή. “ει δυνατόν παρελθέτω… πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ’ ως Συ”. Κάθε προσπάθεια που γίνεται με σκοπό την υπακοή στο προσκυνητό θείο θέλημα, αν δεν έχει ως βάση την αγάπη προς Αυτόν, κινδυνεύει να είναι ανθρώπινη ενέργεια, ή καλύτερα αδυναμία!
Αν κατά τον Παύλο οφείλουμε “υποτάσσειν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού”, γιατί “ουκ εσμέν εαυτών”, πώς θα γίνει συνειδητό στον υπήκοο, αν δεν γίνει με ακρίβεια γνωστό το θέλημα του Θεού για την περίπτωση αυτή; Άλλωστε και η θεία Χάρις που ακολουθεί, προς την οποία και σπεύδουμε, φανερώνεται μόνο στην τελεία υπακοή.
Όταν λοιπόν θέλετε να μάθετε το θέλημα του Θεού, θα αφήσετε τελείως το δικό σας μαζί με κάθε άλλη σκέψη ή πρόγραμμα, και με πολλή ταπείνωση θα ζητήσετε στην προσευχή σας την επίγνωσή του και ό,τι θα φανερωθεί ή θα βαρύνει στην καρδιά σας κάντε το και θα είναι το θέλημα του Θεού. Όσοι έχουν περισσότερη παρρησία και καλή συνήθεια να προσεύχονται γι’ αυτό, ακούν μέσα τους ευκρινέστερα την “πληροφορία”, γίνονται προσεκτικότεροι στη ζωή τους και δεν κάνουν τίποτε χωρίς θεία πληροφορία.
Υπάρχει και άλλος τρόπος επιγνώσεως του θελήματος του Θεού που χρησιμοποιεί γενικά η Εκκλησία: η συμβουλή διαμέσου των πνευματικών πατέρων ή εξομολόγων. Η μεγάλη ευλογία της υπακοής, που επισκιάζει ευεργετικά όσους την εκτιμούν, γίνεται γνώση σε ό,τι αγνοούν και σκέπη και δύναμη να εφαρμόσουν την συμβουλή-εντολή, γιατί ο Θεός αποκαλύπτεται στους υπηκόους με την πατρική του ιδιότητα. Η τελειότητα της υπακοής, ως παναρετής, εξομοιώνει τους οπαδούς της με τον Υιό του Θεού, ο οποίος έγινε “υπήκοος μέχρι… σταυρού”. Και όπως δόθηκε στον Ιησού μας κάθε εξουσία και όλη η ευδοκία του Θεού Πατέρα, έτσι δίνεται και στους υπηκόους η πληροφορία του θείου θελήματος και η Χάρις προς την επιτυχή και τέλεια εκτέλεσή του.
Όσοι ρωτούν πνευματικούς ανθρώπους, για να μάθουν το θείο θέλημα, ας γνωρίζουν την εξής λεπτομέρεια. Το θέλημα του Θεού δεν αποκαλύπτεται μαγικά, ούτε έχει θέση σχετικότητας, αφού δεν περικλείεται στα στενά πλαίσια της ανθρώπινης λογικής. Συγκαταβαίνει ο πανάγαθος Θεός στην ανθρώπινη αδυναμία και πληροφορεί τον άνθρωπο, που κατ’ αρχάς πιστεύει απόλυτα και ύστερα ταπεινώνεται διψώντας με πόθο την πληροφορία και έχοντας την διάθεση να την εκτελέσει.
Γι’ αυτό με πίστη και ευγνωμοσύνη αποδέχεται τον πρώτο λόγο του πνευματικού οδηγού που τον συμβουλεύει. Όταν όμως οι προϋποθέσεις της πίστεως, της υπακοής και της ταπεινώσεως δεν συμβαδίζουν και αντιλέγει ή αντερωτά και, το χείριστο, σκοπεύει να ρωτήσει και άλλους, τότε το θέλημα του Θεού καλύπτεται καθώς ο ήλιος από τα σύννεφα. Το θέμα αυτό είναι λεπτό και χρειάζεται πολλή προσοχή. Λέει ό άββάς Μάρκος-“άνθρωπος υποτίθεται τω πλησίον, καθ’ α επίσταται· Θεός δε ενεργεί τω ακούοντι, καθ’ α επίστευσεν”.
Απαραίτητη προϋπόθεση στην αναζήτηση του θείου θελήματος είναι να καταστεί αυτός που το ζητάει δεκτικός αυτής της αποκαλύψεως, γιατί όπως προανέφερα, το θείο θέλημα με τον υπερφυσικό του χαρακτήρα, δεν περιέχεται ούτε εισέρχεται μαγικά σε θέσεις και τόπους και όργανα, αλλά αποκαλύπτεται μόνο στους άξιους αυτής της θείας συγκαταβάσεως».
Τώρα θυμάμαι τί συνέβαινε και σε μας, όταν ρωτούσαμε τον Γέροντα να μάς πει το θέλημα του Θεού. Είχαμε συνηθίσει από την προηγούμενη πείρα και δεχόμασταν τον πρώτο λόγο του ως απόλυτο, χωρίς αντίρρηση. Έτσι όλα γίνονταν “κατ’ ευχήν”, ακόμα και εκεί που υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες στηριζόμενες στην ανθρώπινη λογική. Ξέραμε ότι, αν προβάλλαμε κάποια αντιλογία με εύλογες προφάσεις κατά την κρίση μας, ο Γέροντας θα υποχωρούσε λέγοντας «κάνετε όπως νομίζετε», αλλά η μυστηριώδης δύναμη και σκέπη της επιτυχίας χανόταν από εμάς. Άρα ο “πρώτος λόγο;” του πνευματικού πατέρα όταν γίνεται αποδεκτός με πίστη και υπακοή, εκφράζει το θειο θέλημα.
Στην γενικότερη μορφή του το θέμα είναι πολύπλοκο και δυσδιάκριτο, γιατί όπως γνωρίζουμε, και στους τελείους ακόμα δεν είναι πάντοτε γνωστό το θείο θέλημα, ιδίως όταν το απαιτεί ο άνθρωπος μέσα σε περιορισμένα χρονικά όρια. Άλλοτε προκύπτει δυσχέρεια και από την κατάσταση του ανθρώπου που ενδιαφέρεται. Ανάλογα με τον βαθμό που είναι ελεύθερος από εμπαθείς τάσεις και επιθυμίες που επηρεάζουν τις κινήσεις και τις αποφάσεις του, επιβάλλεται και υπομονή.
Εγώ προσωπικά άκουσα από πνευματικό πρόσωπο και κατά πάντα αξιόπιστο, ότι παρακάλεσε τον Θεό να του φανερώσει το θέλημά Του για ένα ζήτημα της προσωπικής του ζωής, και πήρε την πληροφορία που ζητούσε μετά σαράντα δύο χρόνια! Και εγώ με την ραθυμία μου τρόμαξα, θαυμάζοντας την δική του σιδηρά υπομονή.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η διάγνωση του θείου θελήματος είναι ένα από τα λεπτότερα και πολυπλοκότερα θέματα στην πνευματική ζωή. Ιδιαίτερα ισχύει αυτό για όσους προσπαθούν να γνωρίσουν το θέλημα του Θεού με την βοήθεια της προσευχής.
Αυτό αν και ενδείκνυται σύμφωνα με το «κρούετε, ζητείτε και αιτείτε και δοθήσεται υμίν», εν τούτοις προϋποθέτει υπομονή, δοκιμασίες, πειρασμούς και πείρα, για να εκλείψουν τα πάθη και το “ίδιον” θέλημα, που αποστρέφεται η άκρα λεπτότητα και ευαισθησία της θείας Χάριτος. Πάντως, είτε είναι κοπιαστικό είτε χρειάζεται υπομονή, η προσευχή παραμένει απαραίτητη ως το μοναδικό μέσο κοινωνίας με τον Θεό και ο μόνος τρόπος να γνωρίσουμε το θείο θέλημά Του.
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής», εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου-Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1)