Ο ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος Κώστας Ουράνης, στο έργο του “Ταξίδια Ελλάδα”, γράφει τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στην Ελλάδα.
“Είναι εντυπώσεις καθαρά υποκειμενικές και τις περισσότερες φορές συναισθηματικές”, όπως λέει ο ίδιος στον πρόλογο της έκδοσης. Πρόκειται για κείμενα που έγραψε το 1930, τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Ελεύθερο Βήμα”.
Ο Κώστας Ουράνης ενθουσιάζεται από το φυσικό τοπίο και την άγρια ομορφιά που συναντά, τηρεί όμως, κάποιες φορές, μια κριτική στάση απέναντι στον μοναχισμό. Έχει ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά που κάνει στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου.
Κατερίνα Χουζούρη
“…Το Βατοπέδι δίνει την εντύπωση μιας μεγάλης κυψέλης. Στον κόλπο του είναι αραγμένες ψαρόβαρκες, κυκλοφορούν χωροφύλακες, μπαινοβγαίνουν “λαϊκοί” εργάτες, κι οι μοναχοί δεν βρίσκονται κλεισμένοι πάντα στα κελιά τους κι ούτε η εμφάνισή τους θυμίζει υπνοβάτες και φαντάσματα. Βλέπει κανείς γελαστά καλογεροπαίδια ν’ ασκούνται πως να χτυπάν αρμονικότερα τις μεγάλες καμπάνες του πύργου, μοναχούς που κουβεντιάζουν ήσυχα κοντά στο θυρωρείο του πορτάρη, άλλους που περιδιαβάζουν στην ακρογιαλιά κι άλλους που πάνε να κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο σ’ ένα ωραιότατο φυσικό πάρκο που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τη μονή. Το “πάρκο” αυτό είναι μια ρεματιά που στο βάθος της κυλάει ένα γάργαρο ποταμάκι και που σκιάζεται από πανύψηλα αιωνόβια και κισσόπλεχτα δέντρα. Οι μοναχοί έχουν ανοίξει ένα ρομαντικό δρόμο που παρακολουθεί όλους τους μαίανδρους της ρεματιάς για δύο χιλιόμετρα και που περνάει αδιάκοπα κάτω από ένα θόλο ριγηλών φυλλωμάτων και μέσ’ από μεθυστικά αρώματα αγριολούλουδων. Η ησυχία του μέρους είναι παλμώδης από βόμβους εντόμων, ψιθύρους νερών και τρίλιες αηδονιών. Από τ’ ανοίγματα των φυλλωμάτων φαίνεται μακρυά ο ζαφειρένιος κόλπος της μονής που ανοίγει την αρμονική αγκαλιά του στη φωτεινή θάλασσα…
Περνούσαμε τις ώρες μας κάνοντας αργούς περιπάτους κοντά στη Μονή, παρακολουθώντας τις κατανυκτικές Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και ρεμβάζοντας από το μπαλκόνι, απ’ όπου το βλέμμα αγκάλιαζε το απέραντο, ακύμαντο και φωτεινό όραμα της θάλασσας. Στο μπαλκόνι αυτό πέρασα τις πιο μακάριες ώρες της διαμονής μου, ρουφώντας ειρήνη με όλους μου τους πόρους. Είδα από κει ξημερώματα πάνω στη θάλασσα τόσο ονειρώδη, που ξεπερνούσαν κι αυτά ακόμα του αρχιπελάγου των Κυκλάδων, γιατί στα γλυκύτατα χρώματα τ’ ουρανού και των ατλαζένιων νερών έρχονταν να προστεθούν οι εαρινές πρασινάδες των πλαγιών και τα μύρια αρώματα που κατέβαζε η πρωινή αύρα…
Βασιλεύει έτσι στο Άγιο Όρος μια ατμόσφαιρα μεγάλης ειρήνης και βαθύτατης σιωπής. Περιτυλίγει τα πάντα και κανείς ούτε κι αυτός ακόμα ο περαστικός ξένος, δεν ξεφεύγει από την παράδοξη υποβολή της και τη γοητεία της. Στο Άγιον Όρος δεν νοιώθει κανείς τον εαυτό του έξω από την εποχή του μόνο, αλλά κ’ έξω από τον κόσμο…”
Ουράνη Κ., (1998),Ταξίδια Ελλάδα, 8η έκδοση, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε, Αθήνα, σελ.102,103,104, 109