του Αβραάμ Νικολαΐδη, Δράμα
Στις μέρες μας, που ο κόσμος ολόκληρος πλήττεται από την επιδημία του κορωνοϊού, η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού μας προβάλλει έναν ακόμη Άγιο σαν προστάτη για τις λοιμώδεις ασθένειες. Είναι ο Όσιος Νικηφόρος ο λεπρός, που εορτάζει στις 4 Ιανουαρίου. Εκοιμήθη το έτος 1964, σε ηλικία 74 ετών.
Η τυπική αγιοκατάταξή του έγινε τον Δεκέμβριο του 2012. Ο επίσκοπος Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος, για τα γεγονότα που συμβαίνουν λόγω της ασθένειας αυτής, προβάλλει τον Όσιο Νικηφόρο και μας λέει: «….απ΄ ότι φαίνεται ο Ουρανός του ανέθεσε αυτού του μεγάλου συγχρόνου Αγίου, την επιστασία των ανθρώπων που θα καταφεύγουν κοντά του για βοήθεια. Επειδή ο ίδιος πόνεσε από λοιμώδη μεταδοτική ασθένεια την λέπρα ο Άγιος Νικηφόρος και βρήκε παρηγοριά και νόημα ζωής και νόημα θανάτου μέσα από την διδασκαλία του γέροντά του Αγίου Ανθίμου του εν Χίω, τώρα με τη σειρά του επιστρέφει ο Άγιος Νικηφόρος όλα αυτά τα ωραία που κέρδισε μέσα από τον πόνο και τον σταυρό της λοιμικής ασθένειας της λέπρας σε όλους εμάς, αρκεί και εμείς με ταπείνωση, πόνο και πίστη να καταφύγουμε εις τις πρεσβείαις του………».
Επειδή ο Άγιος αυτός δεν είναι ευρέως γνωστός στην χώρα μας, παραθέτουμε κάπως εκτενώς το συναξάρι του.
Ο Όσιος Πατέρας ημών Νικηφόρος γεννήθηκε το 1890 μ. Χ. σε ένα ορεινό χωριό των Χανίων της Κρήτης, το Σηρικάρι. Οι γονείς του ήταν απλοί και ευλαβείς άνθρωποι. Η μητέρα του δε είχε πάει στους Αγίους Τόπους. Μεγάλωσε σε μια ευλογημένη ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα, σύμφωνα με την παραγγελία του Αποστόλου Παύλου, που λέγει: «οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ᾿ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Οι γονείς του του στάλαξαν την ευσέβεια και την πίστη στον Σωτήρα Χριστό. Το όνομα που του δόθηκε στην βάπτισή του ήταν Νικόλαος και το επώνυμό του Τζανακάκης.
Όμως σε πολύ μικρή ηλικία στερήθηκε γρήγορα την ζεστή μητρική αγκαλιά και το πατρικό χάδι. Έμεινε ορφανός από τους δυο γονείς του. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο χωριό του. Στην τρυφερή ηλικία των δέκα τριών ετών έφυγε από το σπίτι του και πήγε στα Χανιά, μετά από προτροπή του υπέργηρου και ανήμπορου παππού του με τον οποίο συζούσε, γιατί εκείνος δεν μπορούσε να τον συντηρήσει πλέον. Εκεί έμαθε την τέχνη του κουρέα και εργαζόταν σε ένα κουρείο. Ήταν ψηλός, όμορφος, έξυπνος, χαρούμενος και πολύ κοινωνικός. Τον αγαπούσαν όλοι. Ο νέος αυτός επέδειξε υπακοή στο αφεντικό του, ήταν τίμιος και ευγενικός. Τον θαύμαζαν όλοι για την εξυπνάδα του, την ομορφιά του και την εξαιρετική συμπεριφορά του.
Μετά την ορφάνια του και όλες τις δυσκολίες που συνοδεύει η κατάσταση αυτή, νέος Σταυρός προστίθεται στις πλάτες του μικρού Νικολάου. Μια μικρή κηλίδα, με ένα λεπτό στεφάνι πάνω στο δέρμα του εμφανίζεται. Είναι τα πρώτα συμπτώματα της νόσου του Χάνσεν, της γνωστής λέπρας. Ο Άγιος μπαίνει πλέον σε ένα δύσκολο και οδυνηρό άθλημα, σε ένα μαρτυρικό δρόμο που θα τελειώσει με τον θάνατό του. Ήταν τότε στην ηλικία των 16 χρόνων. Η ασθένεια αυτή ήταν τρομερή, μεταδιδόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο, πρόσβαλε το δέρμα και τους ιστούς του σώματος προκαλώντας νέκρωση, σήψη και παραμόρφωση του σώματος. Προκαλούσε έντονο κνησμό (φαγούρα), πόνο και οι πληγές δεν έκλειναν. Οι λεπροί αντιμετωπίζονταν με φόβο και αποτροπιασμό. Από τα αρχαία χρόνια η λέπρα θεωρούνταν ως «η κατάρα» του Θεού. Τα τελευταία μόνο χρόνια η ασθένεια έχει αντιμετωπιστεί θεραπευτικά με επιτυχία, με φάρμακα που κυκλοφόρησαν το 1947. Τότε ο ιατρός Χάνσεν ανακάλυψε το φάρμακο κατά της λέπρας, που έσωσε χιλιάδες ανθρώπους από το μαρτύριο αυτό. Στην Κρήτη την περίοδο αυτή η ασθένεια ήταν σε έξαρση, μεταδιδόταν και γι΄ αυτό διατέθηκε από την Πολιτεία το νησί Σπιναλόγκα για την εγκατάσταση των ασθενών. Οι ασθενείς έπρεπε να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους, τους συγγενείς και φίλους τους και να εγκλειστούν για όλη τους τη ζωή στην Σπιναλόγκα. Αυτό προκαλούσε αβάστακτο πόνο και είχε οδυνηρές συνέπειες.
Ο μικρός Νικόλαος στεναχωρήθηκε πολύ με την εμφάνιση της νόσου. Προβληματίστηκε και ωρίμασε απότομα λόγω της νέας τροπής που πήραν τα πράγματα. Ζούσε το προσωπικό, μυστικό του δράμα και έκρυβε τα σημάδια της νόσου. Δεν ήθελε να πάει στην Σπιναλόγκα, όπου εθεωρείτο ο τάφος των ζωντανών νεκρών. Για τον λόγο αυτό σε ηλικία μόλις δέκα έξι ετών πήρε την απόφαση να φύγει για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με κάποιο καράβι, διακριτικά και αθόρυβα. Εκεί εργαζόταν σε ένα κουρείο για να μπορεί να συντηρείται. Γνωρίστηκε με την Ελληνική Παροικία, που ήταν σε μεγάλη άνθηση την εποχή εκείνη και με τους κληρικούς του Ελληνο-Ορθόδοξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Βοηθήθηκε και στηρίχθηκε πολύ από το Ελληνικό στοιχείο και προσαρμόστηκε στο νέο περιβάλλον. Από εκεί μετέβηκε στους Αγίους Τόπους, στα Ιεροσόλυμα, για να πραγματοποιήσει τον μεγάλο πόθο της ψυχής του, να προσκυνήσει τα μέρη που περπάτησε ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Τα σημάδια όμως της νόσου προχωρούσαν στο σώμα του, γινόταν πιο έντονα και εμφανή. Ανησυχούσε και προβληματίστηκε. Προσευχήθηκε, φωτίστηκε από τον Θεό και κατέθεσε το μυστικό του σε ένα επίσκοπο του Θρόνου της Αλεξανδρείας, Χιακής καταγωγής. Αυτός τον καθησύχασε, τον συμπαραστάθηκε, τον περιέβαλε με περισσή αγάπη, ως στοργικός πνευματικός πατέρας. Ο επίσκοπος γνώριζε τον Πατέρα Άνθιμο Βαγιάνο από την Χίο, τον μετέπειτα γνωστό Άγιο Άνθιμο της Χίου (εορτάζει στις 15 Φεβρουαρίου). Επικοινώνησε μαζί του γιατί ο Άγιος Άνθιμος ήταν υπεύθυνος του Λεπροκομείου ή Λωβοκομείου της Χίου και ήταν ιερέας και πνευματικός του Ιδρύματος. Του είπε για τον νεαρό ασθενή και τις υψηλές πνευματικές του αρετές και τον αγώνα του. Ο Άγιος Άνθιμος του απάντησε να στείλει τον νεαρό στην Χίο.
Έτσι ο Νικόλαος εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια και με βαριά καρδιά αλλά ακλόνητη πίστη στον Χριστό έφτασε στην Χίο. Εκεί τον παρέλαβε ο πατήρ Άνθιμος. Ήταν τότε 24 ετών, το έτος 1914. Ο Άγιος Άνθιμος είχε γέροντα τον Παχώμιο, άνδρα μεγάλης αρετής, περιβόητο που ήταν γέροντας του Αγίου Νεκταρίου. Ο Άγιος Άνθιμος ανέλαβε το Λεπροκομείο της Χίου ως εφημέριος το 1912. Από την άθλια κατάσταση που βρισκόταν το λεπροκομείο μεταβλήθηκε σε λίγο καιρό σε επίγειο παράδεισο.
Στον χώρο αυτό ο Νικόλαος άρχισε το στάδιο των αρετών. Στο πρόσωπο του Αγίου Ανθίμου ο νεαρός Νικόλαος βρήκε το στήριγμα που είχε ανάγκη για να αντιμετωπίσει τους πόνους και τα βάσανά του. Εκείνος του μίλησε για τις θλίψεις στην ζωή μας, οι οποίες δεν έχουν πάντοτε την αρνητική διάσταση, αλλά και την θετική, διότι μας παιδαγωγούν και μας θυμίζουν την φθαρτότητα της ανθρωπίνης φύσεως και χαλιβδώνουν με την υπομονή την πίστη μας. Έτσι ο Νικόλαος άρχισε να καλλιεργεί στην ψυχή του την αρετή της υπομονής. Υπέμενε με καρτερία το πρόβλημά του και δοξολογούσε τον Θεό που του έδωσε αυτή την δοκιμασία για το καλό του. Ο Άγιος Άνθιμος σε δύο χρόνια, έκειρε σε μοναχό τον Νικόλαο και πήρε το Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Νικηφόρος. Κοντά στον Άγιο Άνθιμο, ο πατήρ Νικηφόρος έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής. Επί δέκα πέντε συνεχή έτη ήταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Αγίου Ανθίμου, του απλανούς αυτού πνευματικού. Η ζωή ήταν ασκητική με πολλούς αγώνες, προσευχή, αγρυπνίες, νηστείες και αμέτρητες μετάνοιες. Ο Άγιος Νικηφόρος ζούσε τον Χριστό. Είχε τον πόθο του αγιασμού της ψυχής και της ενώσεώς του με τον Θεό.
Βοηθούσε τον Άγιο Άνθιμο. Η υπακοή του ήταν γνήσια, τέλεια, αδιάκριτη. Ακόμη και το νερό το έπινε με ευλογία. Η διατροφή του ήταν αυστηρά μοναχική, με αλάδωτο φαγητό την Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, αν και έπαιρνε αρκετά φάρμακα. Εργαζόταν στα κτήματα και βοηθούσε τους ασθενείς και τον κόσμο. Κρατούσε από την παραγωγή ελάχιστα για τον εαυτό του. Ο πατήρ Νικηφόρος ποτέ δεν είχε λογομαχήσει με άνθρωπο, ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου. Παρηγορούσε και έδινε κουράγιο στους ασθενείς, ήταν γλυκός στην συμπεριφορά, υπηρετούσε τους άλλους και τους στήριζε όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Μαζί με τους άλλους ασθενείς κάνανε το «Απόδειπνο» με τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Τα πρωινά έκανε τον «Όρθρο» και τις Κυριακές ήταν ο κύριος ψάλτης του Ναού, ψάλλοντας με αγγελική φωνή. Από την ασθένεια σιγά – σιγά έχασε μεγάλο μέρος της όρασής του και έψελνε από στήθους. Η απώλεια του φωτός του τον δυσκόλεψε στην καθημερινή του ζωή. Όλες τις ώρες της ημέρας κινούσε τα παραμορφωμένα χείλη του ψελλίζοντας την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ήταν η μόνη παρηγοριά που του έμεινε. Όμως τώρα άνοιξαν οι πνευματικοί του οφθαλμοί και έβλεπε ανώτερα πράγματα. Απολάμβανε ουράνιες θεωρίες και καταστάσεις.
Εν τω μεταξύ ο Άγιος Άνθιμος άρχισε να κτίζει την Ιερά Μονή της Παναγίας Βοηθείας έξω από την Χίο, η οποία τέλειωσε το 1930. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο ίδιος αφού προηγούμενα άφησε τη θέση του από το Λεπροκομείο.
Το 1957 έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου. Οι εναπομείναντες ασθενείς, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Νικηφόρος, μεταφέρθηκαν στο Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω Αττικής. Τότε εκεί ζούσε ο ασθενής μοναχός π. Ευμένιος Σαριδάκις. Ο Άγιος Άνθιμος έστειλε συστατική επιστολή στον π. Ευμένιο, τον οποίο γνώριζε, για τον Άγιο Νικηφόρο και τον συνιστούσε να προσέχει καλά τον θησαυρό που τον στέλνει η Παναγία και να τον υπηρετήσει μέχρι το τέλος της ζωής του διότι έχει να ωφεληθεί πολύ από τη ζωή αυτού του μοναχού. Την εποχή αυτή ο Άγιος Νικηφόρος ήταν εξήντα επτά ετών. Τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από την ασθένεια. Το πρόσωπο, τα μέλη του και όλο του το σώμα είχαν τα σημάδια της νόσου. Ο π. Ευμένιος τον περιποιόταν με μεγάλη αγάπη. Τον υπηρετούσε σε όλες του τις ανάγκες. Ο π. Ευμένιος θεραπεύτηκε από την νόσο μετά από επιτυχημένη θεραπευτική αγωγή χωρίς να του αφήσει σημάδια. Όμως έμεινε, παρ΄ ότι υγιής στον Αντιλεπρικό Σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με αγάπη με κάθε τρόπο. Χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο το 1975. Κοιμήθηκε το 1999.
Ο Άγιος Νικηφόρος πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στον Αντιλεπρικό Σταθμό. Εξεδήλωνε άκρα ταπείνωση, πραότητα και αποφυγή κάθε απαιτήσεως. Αφοσιώθηκε στην αδιάλειπτη προσευχή και είχε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων. Για την υπομονή του ο Θεός τον χαρίτωσε με ένα πλήθος ουρανίων χαρισμάτων, μεταξύ των οποίων και αυτό της διορατικότητας και προορατικότητας. Δίδασκε να προσευχόμαστε με την Ευχή του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Την προσευχή αυτή την παρέλαβε και την διδάχθηκε από τον πνευματικό του Πατέρα Άγιο Άνθιμο. Ο Άγιος Άνθιμος την διδάχθηκε από τον πνευματικό του Πατέρα Παχώμιο, ο οποίος ήταν πνευματικός Πατέρας του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης. Ο Άγιος Νικηφόρος την παρέδωσε στο πνευματικό του τέκνο Πατέρα Ευμένιο, μια σύγχρονη μορφή αγιότητας.
Σύντομα η φήμη του Αγίου έγινε γνωστή λόγω των πλούσιων χαρισμάτων που του έδωσε ο Δωρεοδότης Κύριος. Πλήθος κόσμου προσέτρεχε στο ταπεινό κελί του Ιδρύματος να τον γνωρίσει, να πάρει την ευχή του και να τον παρακαλέσει για τα διάφορα προβλήματα. Άνθρωποι που υπέφεραν από θλίψη, κατάθλιψη, πόνο, σωματικές ασθένειες, κατέφευγαν στον Άγιο Νικηφόρο για να βρουν απάντηση και λύση στα προβλήματά τους, να ακούσουν λόγο παρηγοριάς και να πάρουν την ευχή του. Όχι μόνο δε απλοί άνθρωποι αλλά και επώνυμοι, με αξιώματα στην κοινωνία. Υπήρξε πράγματι ένας σπάνιος και πολύτιμος μαργαρίτης. Ένας πάμπτωχος μοναχός, λεπρός, καταβεβλημένος σωματικά, με πληγές και στο τέλος του βίου του τυφλός, κατάκοιτος και σχεδόν παράλυτος. Η ασθένεια του είχε προκαλέσει αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα. Το πρόσωπό του αστραποβολούσε αγιότητα και από τα χείλη του δεν έσβηνε ποτέ το ουράνιο χαμόγελο και η αναβλύζουσα από την καρδιά του χάρις του Αγίου Πνεύματος. Είχε απέραντη αγάπη και ήταν ειρηνικός. Το δωμάτιό του στο λεπροκομείο είχε καταστεί τόπος πνευματικής βοηθείας και αγαλιάσεως. Βοηθούσε τους προστρέχοντας σ΄ αυτόν και τους συμπαρέσυρε σε πνευματική ανάταση. Δίδασκε με απλότητα και ήταν απλανής πνευματικός οδηγός. Τους συμβούλευε να υπομένουν τις θλίψεις της ζωής, διότι αυτές λειτουργούν ευεργετικά για την πνευματική πρόοδο και προκοπή. Ήταν καρτερικός, ποτέ δεν γόγγυσε, ποτέ δεν παραπονέθηκε, πρότυπο πνευματικής ζωής. «Έβλεπες έναν Άγιο, που το πρόσωπό του έλαμπε και σκορπούσε χαρά, γαλήνη και ηρεμία και έπαιρνες δύναμη από ένα φαινομενικά ασθενή άνθρωπο».
Ο Άγιος Νικηφόρος στις 4 Ιανουαρίου του έτους 1964, σε ηλικία 74 ετών, παράδωσε το πνεύμα του στον Χριστό. Τον πήρε στα ουράνια σκηνώματά Του για να τον αναπαύσει αιωνίως. Να τον ανταμείψει για την υπομονή του και την εμπιστοσύνη του στην δική Του πρόνοια. Κηδεύτηκε στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων και τάφηκε στο εκεί κοιμητήριο. Μετά την εκταφή του τα Άγια χαριτόβρυτα λείψανά του ευωδίαζαν, σαφές δείγμα της αγιότητας. Ο πιστός λαός τον θεώρησε από νωρίς ως Άγιο. Η τυπική αγιοκατάταξή του έγινε τον Δεκέμβριο του 2012. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιανουαρίου.
Ο Άγιος υπήρξε αληθινά η στήλη της ταπεινοφροσύνης, η αρραγής πέτρα της υπομονής και της καρτερίας, η δόξα της Εκκλησίας, των θλιβομένων η παραμυθία, των αμαρτωλών ο οδηγός στη μετάνοια, ο ακοίμητος προστάτης.
«Συ Άγιε είσαι το θησαυροφυλάκιο των πνευματικών χαρισμάτων, η ακένωτη πηγή των θαυμάτων, η αείρρους κρήνη των ιαμάτων, ο άοκνος εκπληρωτής πάντων των υπερφυών του Πνεύματος χαρίτων, των πονηρών δαιμονίων ο διώκτης και των δυστυχούντων η παρηγοριά.
Σε παρακαλούμε Πάτερ ημών Αγιότατε Νικηφόρε, να σπλαχνιστείς εμάς τους αμαρτωλούς και ανάξιους δούλους σου και να καταπέμψεις σε μας που ευλαβικά σε τιμούμε, τα ελέη του Χριστού μας τα πλούσια και την χάρη και δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Με τη χάρη του Κυρίου μας να μπορέσουμε να νικήσουμε την σάρκα, τον κόσμο και τον πονηρό κοσμοκράτορα του αιώνος αυτού. Να λάβουμε φωτισμό των ψυχικών και σωματικών αισθήσεων, ώστε ο νους μας να στρέφεται μόνο στα κάλλη του Παραδείσου, που με τις δικές σου πρεσβείαις να αξιωθούμε να ζήσουμε, σ΄ αυτή τη ζωή αλλά και στη μέλλουσα, Αμήν».
Απολυτίκιον. Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης
Νικηφόρου Οσίου, του λεπρού τα παλαίσματα, και την εν ασκήσει ανδρείαν, κατεπλάγησαν Άγγελοι. Ως άλλος γαρ Ιώβ τα αλγεινά, υπέμεινε δοξάζων τον Θεόν, νυν δε δόξη εστεφάνωται παρ΄ Αυτού, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις των Μοναστών χειραγωγέ, χαίροις φωτός ο πρόβολος, χαίροις ο ευωδίας χαρμονήν, προχέων εκ λειψάνων σου.