Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’.
Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει,
εν τη σκηνή του Ιωσήφ σπουδή επέστη,
ο ασώματος λέγων τη Απειρογάμω•
ο κλίνας εν καταβάσει τους ουρανούς,
χωρειται αναλλοιώτως όλος εν σοι•
Ον και βλέπων εν μήτρα σου,
λαβόντα δούλου μορφήν,
εξίσταμαι κραυγάζων σοι•
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.
Έτερον. Ήχος ο αυτός.
Τη υπερμάχώ στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
αναγράφω σοι η πόλις σου, Θεοτόκε•
αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι•
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.
ΟΙ ΟΙΚΟΙ
[Ακροστιχίς: κατ’ αλφάβητον]
Άγγελος πρωτοστάτης,
ουρανόθεν επέμφθη,
ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε•
και συν τη ασωμάτω φωνή,
σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε,
εξίστατο και ίστατο,
κραυγάζων προς Αυτήν τοιαύτα•
Χαίρε, δ’ ης η χαρά εκλάμψει,
χαίρε, δι’ ης η αρά εκλείψει.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις,
χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον αθρωπίνοις λογισμοίς,
χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς.
Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαίρε, ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον,
χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις,
χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Βλέπουσα η Αγία,
εαυτήν εν αγνεία,
φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως•
το παράδοξόν σου της φωνής,
δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται•
ασπόρου γαρ συλλήψεως,
την κύησιν πως λέγεις κράζων•
Αλληλούια.
Γνώσιν άγνωστον γνώναι,
η Παρθένος ζητούσα,
εβόησε προς τον λειτουργούντα•
εκ λαγόνων αγνών,
υίον πως έσται τεχθήναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Προς ην εκείνος έφησεν εν φόβω,
πλην κραυγάζων ούτω•
Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις,
χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.
Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον,
χαίρε, των δογμάτων αυτού το κεφάλαιον.
Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ης κατέβη ο Θεός,
χαίρε, γέφυρα μετάγουσα από γης προς ουρανόν.
Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα,
χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.
Χαίρε, το φως αρρήτως γεννήσασα,
χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα.
Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν,
Χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Δύναμις του Υψίστου,
επεσκίασε τότε,
προς σύλληψιν τη Απειρογάμω•
και την εύκαρπον ταύτης νηδύν,
ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι,
τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
εν τω ψάλλειν ούτως•
Αλληλούια.
Έχουσα θεοδόχον,
η Παρθένος την μήτραν,
ανέδραμε προς την Ελισάβετ.
Το δε βρέφος εκείνης ευθύς επιγνόν,
τον ταύτης ασπασμόν έχαιρε,
και άλμασιν ως άσμασιν,
εβόα προς την Θεοτόκον•
Χαίρε, βλαστού αμάραντου κλήμα,
χαίρε, καρπού ακήρατου κτήμα.
Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον,
χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα,
Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών,
χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών.
Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις,
χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις.
Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα,
χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα.
Χαίρε, Θεού προς θνητούς ευδοκία,
χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Ζάλην ένδοθεν έχων,
λογισμών αμφιβόλων,
ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη•
προς την άγαμόν σε θεωρών,
και κλεψίγαμον υπονοών Άμεμπτε•
μαθών δε σου την σύλληψιν,
εκ Πνεύματος Αγίου,
έφη•
Αλληλούια.
Ήκουσαν oι ποιμένες,
των Αγγέλων υμνούντων,
την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν•
και δραμόντες ως προς ποιμένα,
θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον,
εν γαστρί της Μαρίας βοσκηθέντα,
ην υμνούντες είπον•
Χαίρε, Αμνού και Ποιμένος Μήτερ,
χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.
Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον,
χαίρε, Παραδείσου θυρών ανοικτήριον.
Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη,
χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.
Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα,
χαίρε, των Αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.
Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα,
χαίρε, λαμπρόν της Χάριτος γνώρισμα.
Χαίρε, δι’ ης εγυμνώθη ο Άδης,
χαίρε, δι’ ης ενεδύθημεν δόξαν.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Θεοδρόμον αστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη•
και ως λύχνον κρατούντες αυτόν,
δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν Άνακτα,
και φθάσαντες τον άφθαστον,
εχάρησαν αυτώ βοώντες•
Αλληλούια.
Ίδον παίδες Χαλδαίων,
εν χερσί της Παρθένου,
τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους•
και Δεσπότην νοούντες αυτόν,
ει και δούλου μορφήν έλαβεν,
έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι,
και βοήσαι τη Ευλογημένη•
Χαίρε, αστέρος αδύτου Μήτηρ,
χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.
Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα,
χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα.
Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής,
χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.
Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.
Χαίρε πυρός προσκύνησιν παύσασα,
χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.
Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης,
χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οι Μάγοι,
υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα,
εκτελέσαντές σου τον χρησμόν,
και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν,
αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη,
μη ειδότα ψάλλειν•
Αλληλούια.
Λάμψας εν τη Αιγύπτω,
φωτισμόν αληθείας εδίωξας,
του ψεύδους το σκότος•
τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ,
μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν,
οι τούτων δε ρυσθέντες,
εβόων προς την Θεοτόκον•
Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων,
χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.
Χαίρε, την απάτης την πλάνην πατήσασα,
χαίρε, των ειδώλων την δόξαν ελεγξασα.
Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν,
χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν.
Χαίρε, πύρινε στύλε οδηγών τους εν σκότει,
χαίρε, σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαίρε, τροφή του μάνα διάδοχε,
χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.
Χαίρε, η γη της επαγγελίας,
χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεώνος,
του παρόντος αιώνος,
μεθίστασθαι του απατεώνος,
επεδόθης ως βρέφος αυτώ,
αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος•
διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν,
κράζων•
Αλληλούια.
Νέαν έδειξε κτίσιν,
εμφανίσας ο Κτίστης,
ημίν τοις υπ’ αυτού γενομένοις•
εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός,
και φυλάξας ταύτην,
ώσπερ ην άφθορον,
ίνα το θαύμα βλέποντες,
υμνήσωμεν αυτήν βοώντες•
Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας,
χαίρε, το στέφος της εγκρατείας.
Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα,
χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα.
Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τρέφονται πιστοί,
χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπονται πολλοί.
Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις,
χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.
Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις,
χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις.
Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας,
χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Ξένον τόκον ιδόντες,
ξενωθώμεν του κόσμου, τον νούν εις ουρανόν μεταθέντες•
διά τούτο γαρ ο υψηλός Θεός,
επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος•
βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος,
τους αυτώ βοώντας•
Αλληλούια.
Όλως ην εν τοις κάτω,
και των άνω ουδόλως απήν,
ο απερίγραπτος Λόγος•
συγκατάβασις γαρ θεική,
ου μετάβασις τοπική γέγονε,
και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου,
ακουούσης ταύτα•
Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα,
χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.
Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα,
χαίρε, των πιστών αναμφίβολον καύχημα.
Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβείμ,
χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφείμ.
Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα,
χαίρε, η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνύσα.
Χαίρε, δι’ ης ελύθη παράβασις,
χαίρε, δι’ ης ηνοίχθη παράδεισος.
Χαίρε, η κλείς της Χριστού βασιλείας,
χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Πάσα φύσις Αγγέλων,
κατεπλάγη το μέγα,
της σης ενανθρωπήσεως έργον•
τον απρόσιτον γαρ ως Θεόν,
εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον,
ημίν μεν συνδιάγοντα,
ακούοντα δε παρά πάντων ούτως•
Αλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ως ιχθύας αφώνους,
ορώμεν επί σοι Θεοτόκε•
απορούσι γαρ λέγειν,
το πως και Παρθένος μένεις,
και τεκείν ίσχυσας•
ημείς δε το μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστώς βοώμεν•
Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον,
χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον.
Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα,
χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα.
Χαίρε, ότί εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί,
χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί.
Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα,
χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.
Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα,
χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα.
Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι,
χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Σώσαι θέλων τον κόσμον,
ο των όλων κοσμήτωρ,
προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε•
και ποιμήν υπάρχων ως Θεός,
δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος•
ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας,
ως Θεός ακούει•
Αλληλούια.
Τείχος ει των παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
και πάντων των εις σε προστρεχόντων.
Ο γαρ του ουρανού και της γης,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Άχραντε,
οικήσας εν τη μήτρα σου,
και πάντας σοι προσφωνείν διδάξας•
Χαίρε, η στήλη της παρθενίας,
χαίρε, η πύλη της σωτήριας.
Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως,
χαίρε, χορηγέ θεικής αγαθότητος.
Χαίρε, συ γαρ ανεγέννησας τους συλληφθέντας αισχρώς,
χαίρε, συ γαρ ενουθέτησας τους συληθέντας τον νούν.
Χαίρε, η τον φθορέα των φρενών καταργούσα,
χαίρε, η τον σπορέα της αγνείας τεκούσα.
Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως,
χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα.
Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων,
χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Ύμνος άπας ηττάται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου•
ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς,
αν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε,
ουδέν τελούμεν άξιον,
ων δέδωκας ημίν τοις σοι βοώσιν•
Αλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοις εν σκότει φανείσαν,
ορώμεν την αγίαν Παρθένον•
το γαρ άυλον άπτουσα φως,
οδηγεί προς γνώσιν θεικήν άπαντας,
αυγή τον νούν φωτίζουσα,
κραυγή δε τιμωμένη ταύτα•
Χαίρε, ακτίς νοητού ηλίου,
χαίρε, βολίς του αδύτου φέγγους.
Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα,
χαίρε, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα.
Χαίρε, ότι τον πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν,
Χαίρε, ότι τον πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν.
Χαίρε, της κολυμβήθρας ζωγραφούσα τον τύπον,
χαίρε, της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον.
Χαίρε, λουτήρ έκπλυνων συνείδησιν,
χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.
Χαίρε, οσμή της Χριστού ευωδίας,
χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Χάριν δούναι θελήσας,
οφλημάτων αρχαίων,
ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων,
επεδήμησε δι’εαυτού,
προς τους αποδήμους της αυτού Χάριτος•
και σχίσας το χειρόγραφον,
ακούει παρά πάντων ούτως•
Αλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας•
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι’ ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι’ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον•
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας•
Ἀλληλούια.
Τη υπερμάχώ στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
αναγράφω σοι η πόλις σου, Θεοτόκε,
αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι,
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.
Σ’ Εσένα Θεοτόκε, την Υπέρμαχο Στρατηγό,
μ’ ευγνωμοσύνη η Πόλη σου αποδίδει τη νίκη.
Και σου αναπέμπει θερμές ευχαριστίες,
επειδή (με τη δική σου επέμβαση)
λυτρωθήκαμε απ’ τις συμφορές.
Εσύ όμως που η δύναμή σου είναι ακατανίκητη,
ελευθέρωσε κι εμένα από κάθε είδους κινδύνους,
για να σου αναφωνώ:
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.