Από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς μελετητές του Βυζαντίου-Συνεργάστηκε με τον Νίκο Σβορώνο στη μελέτη των εγγράφων της Λαύρας του Αγίου Όρους
Πλήρης ημερών απεβίωσε στην οικία του στο Ετάμπ στη Γαλλία ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος και φίλος της Ελλάδας Αντρέ Γκιγιού. Γεννημένος στις 18 Δεκεμβρίου του 1923, θα έκλεινε τα 90 χρόνια του σε λίγες εβδομάδες.
Από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς μελετητές του Βυζαντίου, ειδικεύτηκε στην παλαιογραφία και διακρίθηκε στη μελέτη αρχειακών πηγών της Ιστορίας του βυζαντινού ελληνισμού. Αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή της Σαρτρ και την Πρακτική Σχολή Ανωτέρων Σπουδών (École pratique des hautes études). Εργάστηκε ως ερευνητής στο ινστιτούτο Dumbarton Oaks στις ΗΠΑ και στη Γαλλική Σχολή στην Αθήνα. Επιστρέφοντας στη Γαλλία εκλέχθηκε στην περίφημη Σχολή Ανώτατων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (École des hautes études en sciences sociales), όπου δίδαξε μέχρι τη συνταξιοδότησή του και τη διαδοχή του από τον Πάολο Οντορίκο.
Ενδιαφέρουσα και ισχυρή προσωπικότητα, ήταν πάντα ανοιχτός στους νέους, επέβλεψε πλήθος διδακτορικών διατριβών και κατάφερνε να εμπνέει τους φοιτητές του και να τους δίνει ιδέες για έρευνα και μελέτη. Από το 1978 και για περίπου μία δεκαετία διηύθυνε με μεγάλη επιτυχία ένα θερινό σχολείο βυζαντινού πολιτισμού στο Μπάρι της Ιταλίας. Μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του επικεντρώθηκε στη μελέτη των βυζαντινών αρχείων της Νότιας Ιταλίας.
Στο ελληνικό κοινό είναι γνωστός από το έργο του Ο βυζαντινός πολιτισμός (μτφ. Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Ελληνικά Γράμματα, 1996). Πρωτοεκδομένη στα γαλλικά το 1974, η μελέτη ανήκει στα πρώτα επιστημονικά κείμενα που παρουσιάζουν τις ενδιαφέρουσες όψεις του πολιτισμού του παρεξηγημένου Βυζαντίου στο δυτικό κοινό, υπογραμμίζοντας τη συμβολή του Βυζαντίου – το οποίο βρισκόταν για καιρό στη σκιά της αρχαιότητας- στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής φυσιογνωμίας.
Άλλα σημαντικά έργα του ήταν ένας τόμος σχετικά με τη διοίκηση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία του 7ου αιώνα (Régionalisme et indépendance dans l’empire byzantin au VIIe siècle. L’exemple de l’Exarchat et de la Pentapole d’Italie, 1970) και μια συλλογή βυζαντινών επιγραφών της Νότιας Ιταλίας (Recueil des inscriptions grecques medievales d’Italie, 1996). Επίσης επιμελήθηκε το δίτομο αφιέρωμα του περιοδικού Etudes balkaniques (1994-1995) και του περιοδικού Europe (1997) στο Βυζάντιο.
Μέλος του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ήταν πολύ δραστήριος και μαχητικός. Συνεργάστηκε με τον Νίκο Σβορώνο στη μελέτη των εγγράφων της Λαύρας του Αγίου Όρους (Actes de Lavra, 1970) καθώς και με την έτερη βυζαντινολόγο της École des hautes études en sciences sociales, την ελληνίδα Ελένη Αντωνιάδη, βραβεύθηκε από την ελληνική κυβέρνηση για την προσφορά του και ήταν ο πρώτος μη ρουμάνος πρόεδρος της Association Internationale d’Etudes du Sud-Est Europeen.
Στο Europe σχολίαζε: «Η σπουδαιότητα της ελληνικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας συνίσταται κυρίως σε αυτά που ως σήμερα δεν είχαν καθόλου σχεδόν αναγνωριστεί και εκτιμηθεί, δηλαδή στην αισθητική της αξία, στην υπόσταση των έργων της και στη λογοτεχνική και γλωσσολογική ποιότητά τους. Για να κατανοήσουμε τη φύση της βυζαντινής λογοτεχνίας και την παγκόσμια σημασία της πρέπει πρώτα απ’ όλα να πάψουμε να τη συγκρίνουμε με άλλες και ειδικότερα με την αρχαία ελληνική και να προσπαθήσουμε να τη μελετήσουμε μέσα στο πλαίσιο της δικής της εποχής».
Σύμφωνα με την επιθυμία του το σώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες σκορπίστηκαν στο Ετάμπ.