Το νέο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα πολύ γρήγορα σε κάθε γωνιά της γειτονιάς. Όλοι πάγωσαν νιώθοντας μεγάλη συμπάθεια προς τους καλούς τους γείτονες.
Η Μάρθα, συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, από την πρώτη κιόλας στιγμή που έφθασε η θλιβερή είδηση στ’ αυτιά της, άρχισε να προσεύχεται ολόθερμα, δίνοντας το όνομα του παιδιού για μνημόνευση στη θεία Λειτουργία και κάνοντας Παρακλήσεις στην Παναγία και τους Αγίους, που τόσο πολύ ευλαβούνταν.
Στο τέλος, όμως, της προσευχής της πάντοτε προσέθετε: «Κύριε και Θεέ μου, δεν είσαι υποχρεωμένος να ακούσεις εμένα την αμαρτωλή. Δεν το αξίζω· δεν Σου το απαιτώ εγωιστικά. Συ είσαι Πάνσοφος και Πανάγαθος, στοργικός Πατέρας. Είσαι μόνο αγάπη και θα δώσεις το καλύτερο και γι᾿ αυτό το παιδί. Ας γίνει το θέλημά Σου. Σ᾿ ευχαριστώ». Έτσι έλεγε η Μάρθα κάθε φορά κι άφηνε με εμπιστοσύνη το αίτημά της στον Κύριο.
Ο καιρός περνούσε. Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά και στο σπίτι της Μαρίας, την ώρα που άλλαζε ο χρόνος, η ψυχή της εικοσάχρονης κόρης της πέταξε στα ουράνια. Θρήνος και κλαυθμός σκέπασε το σπίτι. Με την ανατολή του ήλιου σαν αστραπή διαδόθηκε το θλιβερό μαντάτο. Από τους πρώτους ανθρώπους που πήγαν στο σπίτι για να τους συλλυπηθούν ήταν η Μάρθα. Οι πληγωμένοι γονείς δήλωσαν πως δεν δέχονταν επισκέψεις· μόνο σε ελάχιστους στενούς συγγενείς επέτρεπαν να πηγαίνουν.
Η Μάρθα έψαχνε να βρεί κάποια αφορμή για να επισκεφθεί ξανά την οικογένεια με το βαρύ – αβάσταχτο πένθος. Επιθυμούσε να τους μιλήσει με λόγια του Ιερού Ευαγγελίου, να τους προμηθεύσει με κατάλληλα βιβλία, ώστε να παρηγορηθούν.
[irp posts=”548543″ name=”Πώς μπορώ να φυλάγομαι από τους κακούς λογισμούς;”]
Ο καιρός για το τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο πλησιάζει. Με πόνο ψυχής η Μάρθα τηλεφωνεί στη μητέρα του κοριτσιού λέγοντάς της πόσο πολύ προσεύχεται γι᾿ αυτήν και τον σύζυγό της. Προσφέρθηκε να πάει στο σπίτι τους, προκειμένου να τους βοηθήσει με τις ετοιμασίες του Μνημοσύνου, κι εκείνοι της απάντησαν με προθυμία πως η πόρτα του σπιτιού τους ήταν ανοιχτή για κείνην.
Έτσι η Μάρθα βρήκε την ευκαιρία να πεί στους πονεμένους αυτούς γονείς για το πόσο ωφελούν τα Μνημόσυνα τις ψυχές των προσφιλών νεκρών τους, καθώς επίσης και οι φιλανθρωπίες που γίνονται εις μνήμην τους. Επιπλέον τους ανέφερε πόσο καλό κάνει την ημέρα του Μνημοσύνου να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, αφού πρώτα εξομολογηθούν. Εκείνοι δέχθηκαν τα λόγια της ταπεινά· κι αφού πήγαν στον Πνευματικό της Μάρθας, με πολλή συντριβή εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν την ημέρα του Μνημοσύνου.
Από τότε, έχοντας πιά συχνή επικοινωνία με τον Πνευματικό τους, ο οποίος τους συμπαραστέκεται με τις προσευχές και τα παρηγορητικά του λόγια, εκκλησιάζονται τακτικά δοξαζοντας τον άγιο Θεό, χωρίς να ξεχνούν και την προσφορά της Μάρθας, που τους βοήθησε να βρούν παρηγοριά στη χάρη και στον λόγο του Θεού.