Η Μητρόπολη Πειραιώς εξέδωσε ανακοίνωση αναφορικά με τη μνημόνευση του Μητροπολίτη Επιφάνιου της Εκκλησίας της Ουκρανίας κατά το Συλλείτουργο ανήμερα τα Φώτα στον Πειραιά.
Στο ανακοινωθέν σημειώνεται ότι ο Μητροπολίτης Σεραφείμ αναγνωρίζει τον Μητροπολίτη Ονούφριο και τονίζει πως “ουδεμία αρμοδιότητα είχε να επιβάλλει στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών τις θέσεις του, ούτε ασφαλώς να διακόψει την κοινωνία μαζί Του”.
Το ανακοινωθέν:
“Η ενασχόληση με ζητήματα κονονικής υφής και τάξεως προϋποθέτουν ουσιώδη γνώση του Κανονικού Δικαίου και δεν επαρκεί ο ζήλος για την διασφάλιση και διακράτηση της αμωμήτου ημών πίστεως διότι είναι θέματα βαθείας γνώσεως και ασφαλώς πρέπει να υφίσταται ο φωτισμός του Παναγίου Πνεύματος, η ψυχοσωματική καθαρότης και ακεραιότης αλλά και η επιστημοσύνη περί το αντικείμενο και ειδικώτερα η σαφής και πλήρης γνώσι και της Θεολογίας και της θύραθεν Νομικής, της οποίας οι προβλέψεις είναι απαραίτητες για την κατανόηση και συμπλήρωση του Κανονικού Δικαίου, το οποίον δεν είναι ειδικό ποινικό δίκαιο και επομένως σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται να γίνεται διασταλτική ή συσταλτική ερμηνεία επί τη βάσει των αρχών της θύραθεν νομικής επιστήμης, που ισχύει σε όλα τα δικαιικά συστήματα των κρατών δικαίου.
Οι διευκρινίσεις αυτές κρίνονται απαραίτητες διότι αρκετοί ανησυχούντες αγαπητότατοι αδελφοί για την πορεία των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων και αγωνιζόμενοι για την διασφάλιση της αποστολικοπαραδότου πίστεώς μας οχλήθησαν από το γεγονός της μνημονεύσεως υπό του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου του Β΄ κατά την θεία λειτουργία της εορτής των Θεοφανείων στον Καθεδρικό Ι. Ναό της Μητροπόλεως Πειραιώς του φερομένου ως «Μητροπολίτου Κιέβου Επιφανίου» γεγονός που επισυμβαίνει πλέον σε κάθε λειτουργική παρουσία του Μακαριωτάτου μετά την Ιεραρχία της 12/10/2019.
Χωρίς τον ανάλογο νομοκανονικό εξοπλισμό αλλά μόνο με εφαλτήριο τον ιερό ζήλο και την άγνοια των λεπτοτάτων αυτών θεμάτων η καλή μας πρόθεσι δεν επαρκεί για την νομοκανονική κατανόηση του πολυπλόκου ουκρανικού ζητήματος διότι άλλως απλουστευτικά προσεγγίζομε το θέμα και από τις δύο πλευρές των καταγγελόντων και των υποστηριζόντων.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς ως έχων ειδική εμπειρία και γνώσι νομοκανονικών ζητημάτων υπηρετήσας επί 25ετία ως Γραμματεύς των Συνοδικών Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων διά Μοναχούς, Διακόνους, Πρεσβυτέρους και Μητροπολίτας και ως ανακριτής της Ι. Συνόδου και ως Αρχιγραμματεύς Αυτής,
Α. Έχει δημοσία καταγγείλει την λεγομένη Σύνοδο της Κρήτης διότι παρεβίασε την σαφεστάτη υποχρέωση Της εκ των Θείων και Ιερών Κανόνων να καταγνώσει παγκοσμίως τις υφιστάμενες εν χώρω και χρόνω αιρέσεις και κακοδοξίες και να οριοθετήσει την σώζουσα πίστη έναντι αυτών, επικαιροποιούσα την υπό των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων κατάγνωσι (Ηης) της παναιρέσεως του Παπισμού, (Γης και Ζης) του Προτεσταντισμού και (Δης, Εης και Στης) του Μονοφυσιτισμού και για τον λόγον αυτόν διεφώνησε και με τα κείμενα που εξεδόθησαν και με την διαδικασία που ηκολουθήθη παραιτηθείς διαμαρτυρόμενος από την συμμετοχή του εις Αυτήν.
Β. Καταδικάζει δριμύτατα την παναίρεση του συγκρητιστικού Οικουμενισμού διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, με πολλές του παρεμβάσεις στους προεστώτες των αιρέσεων, που ομογενοποιεί την αλήθεια με το ψεύδος και επιπολάζει τα τελευταία 100 χρόνια και εκζητεί την δημιουργία τόξου των Ορθοδόξων Λαών για τον ορθόδοξο επανευαγγελισμό της Οικουμένης προτείνων τον συνασπισμό Ελλάδος, Κύπρου, Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ρωσίας με παγκόσμιες ενημερωτικές πλατφόρμες απέναντι στο γνωστικό Ισλάμ, τις ανατολικές θρησκείες και παραθρησκείες, την αθεία, τον μηδενισμό, τον αποκρυφισμό και τον νεοπαγανισμό.
Γ. Από του έτους 2018 έχει καταδείξει την αληθή νομοκανονική διάστασι του ουκρανικού ζητήματος και έχει ορθώς ερμηνεύσει τους Ι. Κανόνες Θ και ΙΖ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τους ΛΣΤ΄ και ΡΛΔ΄ Κανόνας της εν Καρθαγένη Ιεράς Συνόδου τους ονομαστικώς επικυρωθέντας υπό του Β΄ Ιερού Κανόνος της Αγίας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου που επιλύουν πλήρως το ζήτημα και μετά απολύτου σεβασμού και αγάπης προς το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει δημοσίως αναντιρρήτως καταθέσει ότι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Σεπτού Οικουμεικού Πατριαρχείου παρερμήνευσε τους ανωτέρω Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και δεν έλαβε υπ’ όψιν τους Κανόνες της Συνόδου της Καρθαγένης, παραβιάσασα την αρχή της ταυτότητος των ποινών που αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Ειρήσθω εν προκειμένω ότι η ανάκλησις της Πράξεως του 1686 του Πατριάρχου Διονυσίου του Δ΄ διά τους λόγους που επεκαλέσθη η Αγία και Ιερά Σύνοδος αντιβαίνει στον ΙΖ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ο οποίος καθιερώνει την αρχή της παραγραφής, διά διοικητικής υφής θέματα και επομένως είναι εξωπραγματικό 350 χρόνια μετά ταύτα να μην έχει παραγραφεί, φερόμενο σχετικό δικαίωμα της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, διότι η έννοια της παραγραφής διασταλτικώς εφαρμοζομένη καταλαμβάνει και το ειρημένο ζήτημα.
Τις θέσεις αυτές κατέθεσε και γραπτώς εν υπομνήματι και στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και δημοσιοποίησε ευρέως και εν ταυτώ μετά των Σεβ. Μητροπολιτών Δρυινουπόλεως, Κυθήρων και Αιτωλοακαρνανίας υπέβαλον εν είδει εφέσεως κατά της Αποφάσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος περί αναγνωρίσεως των ακύρων και αντικανονικών ενεργειών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Παναγιώτατον και τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους αίτηση αμέσου συγκλήσεως Πανορθοδόξου (Οικουμενικής) Συνόδου με την συμμετοχή όλων των διαποιμαινόντων Εκκλησιαστικάς Επαρχίας Μητροπολιτών και Επισκόπων.
[irp posts=”541853″ name=”Ο Κιέβου Επιφάνιος μνημονεύτηκε στο συλλείτουργο Ιερωνύμου – Πειραιώς Σεραφείμ”]
Δ. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς ως μόνο Κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου αναγνωρίζει τον Σεβ. Μητροπολίτη Κιέβου κ. Ονούφριο και τη περί Αυτόν Ι. Σύνοδο και θεωρεί τας πράξεις αποδοχής των εκκλήτων προσφυγών του καθηρημένου και αναθεματισμένου Μοναχού Φιλαρέτου Ντενισένκο και του καθηρημένου Πρεσβυτέρου Νικολάου-Μακαρίου Μάλετιτς, ως κανονικώς άκυρες, διότι χωρίς κανονική δικαιοδοσία και δωσιδικία η Αγία και Ιερά Σύνοδος επελήφθη και εξεδίκασε αυτάς και επομένως προδήλως άκυρες είναι οι ακόλουθες πράξεις αναγνωρίσεως των χειροτονιών που οι ειρημένοι εν καθαιρέσει ετέλεσαν και ασφαλώς άκυρος η σύγκλησις της λεγομένης «Ενωτικής Συνόδου» απαρτιζομένης από λαικά πρόσωπα εν σχίσματι και παρασυναγωγή διότι ο μεν Ντενισένκο συνέπηξε σχίσμα ως καθηρημένος Επίσκοπος, ο δε Μάλετιτς παρασυναγωγή ως καθηρημένος Πρεσβύτερος και βέβαια άκυρος η χορήγησις Αυτοκεφαλίας στους συγκεκριμένους λαικούς.
Κατά το Κανονικό μας Δίκαιο οι ανωτέρω πράξεις είναι μεν άκυρες διότι ελήφθησαν άνευ αρμοδιότητος, αλλά δεν είναι ανυπόστατες διότι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι ασφαλώς ταμειούχος της Θ. Χάριτος, έχει το υπό του Κυρίου χορηγηθέν κανονικόν δικαίωμα του «δεσμείν και λύειν» υπό τας προϋποθέσεις των Θ. και Ι. Κανόνων και οι τυχόν αντικανονικές αποφάσεις Της, ως εν προκειμένω δεν αίρονται από την αγαθή βούλησι του κάθε ενισταμένου και ανησυχούντος πιστού αλλά από το καθοριζόμενο κανονικό όργανο υπό των Θ. και Ι. Κανόνων δηλ. από την συγκληθησομένη Πανορθόδοξο (Οικουμενική) Σύνοδο.
Αυτό εξέφρασε επιτυχώς, αλλά χωρίς νομική πληρότητα, ομιλών περί «ελλειματικής αποκαταστάσεως» των ανωτέρω και αναγνωρίσεως των χειροτονιών τους ο Μακαρ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ.κ. Αναστάσιος.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς έχει δημοσίως καταδείξει ότι το ζήτημα αυτό παρ’ όλη την πρόδηλη γεωπολιτική και γεωστρατηγική του εμπλοκή διά την οποία ασφαλώς ευθύνονται και οι Ρώσοι αδελφοί μας «παραχωρούντες» την υποχρεώση στηρίξεως του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Πρωτοθρόνου κατά τους Ιερούς Κανόνας Εκκλησίας των Ορθοδόξων εντός της φασιστικής ισλαμικής Τουρκίας στους Ευρωατλαντιστάς, τυγχάνει διοικητικής υφής ζήτημα διότι δεν αναφέρεται στο δόγμα της Πίστεως αλλά στην διοίκηση της Εκκλησίας και μπορεί μεν να υφέρπει όπως και στην αίτηση συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου ανεφέρθη, η εσφαλμένη εκκλησιολογία περί δήθεν υπάρξεως παγκοσμίου πρώτου εκτός της Οικουμενικής Συνόδου, αλλά το ζήτημα αυτό δεν κρίνεται επί τη βάσει της αντίληψης αλλά επί τη βάσει της διοικητικής φύσεως του θέματος.
Οι δε άθεσμες συλλειτουργίες με Παπικούς και Ουνίτες των λαικών της νέας δομής στην Ουκρανία, είναι επίμεπτες ενέργειες που καταδεικνύουν το σφάλμα της Αγίας και Ιεράς Συνόδου να εμπιστευθεί εις τοσούτον αδοκίμους, ακαταρτίστους και ανοήτους ανθρώπους τον μέγαν θησαυρόν της Αυτοκεφαλίας.
Επομένως δεν τίθεται ζήτημα αμέσου εφαρμογής του ΙΕ΄ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Αγίας Συνόδου και δεν μολύνεται ουδείς εκ της συνιερουργίας μετ’ εκείνων που αναγνωρίζουν προδήλως εσφαλμένως, τας ακύρους κατά τους ιερούς κανόνας ενεργείας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, που όμως δεν τυγχάνουν ανυπόστατες και απαιτείται η κατάγνωσις και ακύρωσίς των από το αρμόδιο Κανονικό Όργανο που είναι η Πανορθόδοξος Οικουμενική Σύνοδος ως ανεφέρθη.
Ο μολυσμός εκ της συνιερουργίας επέρχεται μόνον με την αυτοπρόσωπη συμμετοχή των ακύρως αποκατασταθέντων λαικών προσώπων διότι ο Ι΄ Κανών των αγίων Αποστόλων που έχει Οικουμενικό κύρος αναγνωριζόμενος από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, απαιτεί νομοκανονικώς την κατάγνωσι του ακοινωνήτου, την οπο;iα δεν μπορεί να την καταγνώσει παρά μόνο το αρμόδιο Εκκλησιαστικό Όργανο.
Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού δεν είναι συνοθύλευμα αυτοπροσδιοριζομένων και αυτοχριομένων «σωτήρων» αλλά σώμα με κεφαλή τον Σωτήρα Χριστό και μέλη τους εις το όνομα της Αγίας Τριάδος Ορθοδόξως βεβαπτισμένους και κατά ταύτα η Εκκλησία σώζει και δεν σώζεται κατά τα κελεύσματα του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος διά των αγίων Οικουμενικών Συνόδων και με την προβλεπομένην κανονικήν τάξιν.
Επομένως δεν δύναται κάθε πιστός ακόμα και Επίσκοπος κινούμενος από υπερβάλλουσα ευσέβεια ή ιερό ζήλο να αυτοχρίεται Οικουμενική Σύνοδος και να επιλαμβάνεται με συνοπτικές διαδικασίες διοικητικών και κανονικών θεμάτων της Εκκλησίας και να προβαίνει σε «καθαιρέσεις και αναθεματισμούς» μελών του σώματος της Εκκλησίας, διότι αυτό αποτελεί την αποθέωση του οθνείoy και κακοδόξου Προτεσταντικού πνεύματος!!!
Η άμεσος άρσις υποχρέωσις διακοπής κοινωνίας προ συνοδικής καταδίκης υφίσταται μόνον στην διακοινωνία με την αίρεση.
Συμπερασματικώς ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς ουδεμία αρμοδιότητα είχε να επιβάλλει στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών τις θέσεις του, ούτε ασφαλώς να διακόψει την κοινωνία μαζί Του.