Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Ο έπαινος στην Εκκλησία του Θεού για τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο είναι πολύς και αιώνιος. Και δικαίως, διότι τρέφει συνεχώς την Εκκλησία με τα κηρύγματά του, τις εξηγήσεις επί των Αγίων Γραφών, την θεολογία του και την θεία Λειτουργία του· διότι αποτελεί αιώνιο υπόδειγμα χριστιανικής ζωής με την φιλανθρωπία του, τους αγώνες του υπέρ των πασχόντων και αδικουμένων, την αγιότητα του βίου του, την καρτερία και την υπομονή του στους άδικους διωγμούς από άρχοντες και κληρικούς.
Γέροντος Γεωργίου Καψάνη, Προηγουμένου Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου († 2014)
Δεν θα είναι υπερβολή εάν τον χαρακτηρίσουμε ως δέκατον τρίτον Απόστολον, ως Μεγαλομάρτυρα ή και εφάμιλλο των Προφητών.
Δεν έχει τονισθεί δεόντως ότι ο καθημερινώς θυσιαζόμενος και προσφερόμενος στο ποίμνιό του με την πολυσχιδή κηρυγματική
και ποιμαντική του δράση αγιώτατος αυτός Πατήρ υπήρξε πάντοτε ταπεινός μοναχός.
Από νεαρή ηλικία ζώντας στο σπίτι του επεδίδετο σε ασκητική διαγωγή, όπως την έβλεπε στους περί την Αντιόχεια μοναχούς. Σε ομιλία του περιγράφει την άσκηση κάποιου νέου, ο οποίος ζούσε ακόμη στο πατρικό του σπίτι1. Προφανώς ο νέος αυτός είναι ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος από ταπεινοφροσύνη δεν θέλει να φανερώσει τον εαυτό του. Γνωρίζουμε από τον βίο του ότι, αν και εφλέγετο από τον έρωτα της ερημητικής ζωής, παρέμεινε άχρι καιρού στο σπίτι του ως φιλομήτωρ υιός, για να μη προσθέσει δεύτερη λύπη στην χήρα μητέρα του.
Νεώτατος στην ηλικία -μόλις 18 ετών-, αφού περάτωσε επιτυχώς τις θύραθεν σπουδές του, και μάλιστα πλησίον του ονομαστού εθνικού ρητοροδιδασκάλου Λιβανίου, άρχισε, κατά τον καθηγητή Στ. Παπαδόπουλο, «την σπουδή του στο περίφημο “Ασκητήριο” του σχεδόν πανεπιστήμονα Διόδωρου, του έπειτα επισκόπου Ταρσού, και του συνεργάτη του Καρτεριού»2. «Το “Ασκητήριο” ήταν είδος σχολής μοναστηριακών και άρα ασκητικών προδιαγραφών, όπου διδασκόταν κατά κύριο λόγο ερμηνεία των Γραφών, αλλά συγχρόνως και η πίστη της Εκκλησίας, γενικά η θεολογία»3.
Το 368 ο Ιωάννης βαπτίζεται και το 371 χειροθετείται αναγνώστης, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία ως εξηγητής των Γραφών. Μετά την κοίμηση της μητέρας του Ανθούσης (το 372) υποτάσσεται σε Σύρο ασκητή, όπου ασκείται επί τέσσερα έτη. Εν συνεχεία αποσύρεται σε ερημικό σπήλαιο, όπου επιδίδεται σε αυστηρή άσκηση, με αποτέλεσμα να πληγεί σοβαρά στην υγεία του και να αναγκασθεί να επιστρέψει στην Αντιόχεια4.
Την ασκητική διαγωγή που έμαθε στα έξι χρόνια της ασκήσεως και υπακοής του ουδέποτε εγκατέλειψε, αλλά παρέμεινε πάντα ένας ασκητής επίσκοπος. Έπαθε και έμαθε τον αγώνα του μοναχού. Γνώρισε διά πείρας τις χαρές και την γλυκύτητα της μοναχικής ζωής αλλά και τους υπεράνθρωπους αγώνες, πειρασμούς, δυσκολίες και κινδύνους της ζωής αυτής. Η δόξα του αρχιεπισκοπικού αξιώματος δεν μπόρεσε να μεταβάλει το ασκητικό φρόνημα του αγίου Χρυσοστόμου, ούτε τα αρχιερατικά άμφια μπόρεσαν να κρύψουν το ταπεινό μοναχικό τριβώνιο. Παρέμεινε ισόβιος θαυμαστής της ζωής των μοναχών αλλά και καθοδηγητής των μοναχών στον αγώνα τους και αλάθητος διδάσκαλος της γνήσιας μοναχικής ζωής.
Αυτός που επρόκειτο πολύ σύντομα να τελειώσει μαρτυρικά τον βίο του (στις 14 Σεπτεμβρίου του 407), βίωνε συνεχώς ως τέλειος μοναχός το «μαρτύριον της συνειδήσεως» και προηλείφετο πολύ νωρίς για το μαρτύριο των ποικίλων διωγμών. Τούτο φαίνεται πολύ καθαρά σε ομιλία του περί της απροσπαθούς ζωής των μοναχών: «Πράγματι από πού αφορμώμενος θα μπορέσει κανείς να τον βλάψει(τον μοναχό); Χρήματα δεν έχει, για να τον απειλήσει με ζημιά· πατρίδα δεν έχει, για να τον απειλεί με εξορία· δεν επιθυμεί δόξα, για να τον οδηγήσει σε ατιμία. Ένα μόνο υπολείπεται, ο θάνατος· αλλ’ εδώ ακόμη περισσότερον δεν θα μπορέσει να τον λυπήσει ποτέ, αντιθέτως μάλιστα, θα τον ωφελήσει πάρα πολύ. Διότι τον στέλλει εις άλλη ζωή, την οποίαν αυτός ποθεί, και εξ αιτίας της οποίας κάνει τα πάντα και αγωνίζεται· ώστε αυτό είναι απαλλαγή από τους πόνους και όχι τιμωρία, είναι παύση του ιδρώτα και ανάπαυση»5.
Όταν ηδικείτο ο ίδιος (από την παράνομη παρά την Δρυν σύνοδο), αν και κατείχε τον ύψιστο αρχιεπισκοπικό θρόνο της Βασιλίδος των πόλεων, υπέμενε ως ταπεινός μοναχός την αδικία και «το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης» υπέδειξε. Ο διαπρύσιος στηλιτευτής της αδικίας των άσπλαχνων και υπερασπιστής των αδικουμένων, «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως»6, όπως ο Κύριός του7.
Ως τέλειος μοναχός είχε πάντοτε σύνοικο την εγκράτεια, απέχοντας από τις πολυτελείς τράπεζες και τα συμπόσια, προσκαλώντας και τους συνδαιτυμόνας του στην δική του πτωχική τράπεζα. Είναι γνωστό ότι η λιτή και απέριττη ζωή του αποτέλεσε ένα από τους λόγους της προς αυτόν αντιπάθειας των αντιπάλων του, που την εκλάμβαναν ως ύβρη προς το πρόσωπό τους8.
Η αρετή όμως που ιδιαίτερα εξύμνησε ο ιερός άνδρας ήταν η παρθενία, το ιδιαίτατο γνώρισμα του μοναχού. Η ψυχή αυτού που διά βίου έζησε παρθενικά, ξεχειλίζει από τον έρωτα της παρθενίας. Γι’ αυτό και δεν παύει να την εγκωμιάζει σε κάθε ευκαιρία: «Διότι τι είναι γλυκύτερο από την παρθενία, τι καλύτερο, τι φωτεινότερο; Καθ΄ όσον εκπέμπει εκλάμψεις λαμπρότερες και από αυτές τις ηλιακές ακτίνες, αφ’ ενός μεν μας απομακρύνει από όλες τις κοσμικές φροντίδες, αφ’ ετέρου δε μας προετοιμάζει να βλέπουμε με καθαρά μάτια προς τον ήλιο της δικαιοσύνης»9.
Ο Άγιος είχε την αληθή παρθενία, η οποία δεν μπορεί να υπάρχει, όταν επικρατούν στην ψυχή τα ψυχοφθόρα πάθη10. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να έχουν παρθενία οι αιρετικοί, έστω και αν τυπικά παρθενεύουν, διότι λυμαίνεται την παρθενία τους ο μολυσμός των αιρετικών δογμάτων11. Για τον ίδιο λόγο, αν και είναι υπέρ φύσιν το αγώνισμα της παρθενίας, δεν ωφελείται από αυτό όποιος στερείται την ευσπλαγχνία και την αγάπη12.
Θα αναπτύξουμε στην συνέχεια τους κυριότερους λόγους, για τους οποίους ο άγιος Χρυσόστομος υπήρχε ισόβιος θαυμαστής έργω και λόγω της μοναχικής ζωής.
1. Η τελεία χριστιανική ζωή επιτυγχάνεται κυρίως με τον μοναχικό βίο
Η μεγάλη εκτίμηση του αγίου Χρυσοστόμου προς την μοναχική ζωή οφείλεται στην επιθυμία του να βιωθεί το Ευαγγέλιο του Χριστού με τελειότητα, κάτι το οποίο έβλεπε ότι ήταν αδύνατο να γίνει μέσα στις κοσμικές κοινωνίες: «Αλλά δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τώρα τέτοιος φιλόσοφος. Γι’ αυτό ούτε το παράδειγμα είναι δυνατό να βρούμε. Υπάρχουν βέβαια μεταξύ των μοναχών, μεταξύ των κοσμικών όμως δεν υπάρχουν πλέον»13.
Ο όρος «φιλοσοφία» έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Άγιο. Σημαίνει την παραθεώρηση των φαινομένων, την επιπόθηση των ουρανίων, την αγγελική επί γης βιοτή, δηλαδή ό,τι απαρτίζει την αληθινή κατά Θεόν ζωή, την ευαγγελική ζωή, ιστορική έκφραση της οποίας είναι η ζωή των Αποστόλων και των μιμητών αυτών, δηλαδή των αγίων Ιεραρχών, των Μαρτύρων και των Οσίων της Εκκλησίας: «Η δε αληθινή φιλοσοφία, η αξία των ουρανών είναι αυτή την οποίαν κήρυξαν οι αλιείς»14.
Την διακαή επιθυμία του για την τελεία εκπλήρωση των λόγων του Κυρίου από τους Χριστιανούς διαπιστώνουμε καθώς μελετούμε και τα σχετικά με την δική του αποταγή, τόσο από το δικανικό επάγγελμα όσο και από την αντιοχειανή κοινωνία, η οποία στις ημέρες του εκλυδωνίζετο από ποικίλα φιλοσοφικά και αιρετικά ρεύματα15. Ως γνωστόν πολύ νέος απεσύρθη στην έρημο και εγκατεβίωσε μετά των εκεί ασκητών: «Μέλλων δε επί δικανικήν ορμάν, και συνιδών τον εν τοις δικαστηρίοις μοχθηρόν και άδικον βίον, επί τον ησύχιον ετρέπετο…»16.
Στον ίδιο λόγο οφείλονται και οι γνωστές παραινέσεις του Αγίου προς τους γονείς, να στέλλουν τα παιδιά τους στα μοναστηριακά σχολεία, που ήταν συνήθη κατά την εποχή του, και να μη σπεύδουν προ καιρού να τα απομακρύνουν από αυτά, δηλαδή προτού αποκτήσουν την έξη της αρετής. Η αντίθεσή του προς τα κοσμικά σχολεία δεν ήταν άλογη, αλλά ωφείλετο στον πόνο του για την ψυχική διαφθορά που υφίσταντο οι μαθηταί παραλλήλως προς την εκμάθηση των γραμμάτων17.
Εκτός τούτου, κατά τον Άγιο, εάν μπορούσε να εφαρμοσθεί με ακρίβεια ο νόμος του Κυρίου μέσα στις πόλεις, δεν θα υπήρχε λόγος να απομακρύνονται οι άνθρωποι στην έρημο, ούτε θα υπήρχε ανάγκη των μοναστηρίων18. Γι’ αυτό και εύχεται οι κάτοικοι των πόλεων να εξορίσουν σε τέτοιο βαθμό την κακία από την ζωή τους και να πολιτεύονται κατά το θέλημα του Θεού, ώστε να μη χρειάζεται πλέον η φυγή στην έρημο, αλλά και οι ασκηταί να μπορούν να ζουν στις κατοικημένες περιοχές19·
Αλλά και όταν ακόμη εγκωμιάζει την μοναχική ζωή, δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις εξωτερικές συνθήκες της ούτε για τα επιφανειακά γνωρίσματά της, αλλά για το ουσιαστικό περιεχόμενό της, που δεν είναι άλλο από την πιστή τήρηση του ευαγγελικού κηρύγματος. Γι’ αυτό και μόνο την ονομάζει «φιλοσοφίαν αληθή»2» και βλέπει τους μοναχούς ως μιμητές του αποστολικού ζήλου και των ασωμάτων δυνάμεων21. Μόνον για τον λόγο αυτό παροτρύνει τους νέους προς την ερημιτική ζωή: «Γι’ αυτό και εμείς τους ελκύομε προς την έρημο, όχι απλώς για να φορέσουν σάκκους, ούτε για να φορέσουν δεσμά, ούτε για να στρώσουν κάτω στάκτη, αλλά προ πάντων για να αποφύγουν την αμαρτία και να προτιμήσουν την αρετή»22.
Τον πόθο του για την τελειότητα επισφραγίζει η ιδία η ζωή του ιερού ανδρός. Από νεαράς ηλικίας και μέχρι του μαρτυρικού του θανάτου υπήρξε ακριβής τηρητής των αγίων εντολών του Χριστού. Γράφει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του: «Θείως γαρ πολιτευόμενος, τον εκ της οικείας αρετής ενετίθει ζήλον τοις ακροαταίς· και επί τούτο ραδίως ως ου τέχνη τινί και δυνάμει λόγου βιάζεται παραπλήσια δοξάζειν αυτώ· αλλ’ ως έχει αληθείας, ειλικρινώς τας ιεράς εξηγείτο Βίβλους· λόγος γαρ υπό των έργων κοσμούμενος, πίστεως άξιος εικότως φαίνεται»23.
Οι ακροαταί του επείθοντο αμέσως στα ιερά του λόγια βλέποντες αυτόν κοσμούμενο από την αγία ζωή. Και αυτός με αδιάπτωτο ζήλο δεν έπαυε να ζητά από όλους να αγωνίζονται, ώστε να επιτύχουν την τελειότητα της χριστιανικής ζωής: «Αυτόν τον βίον εγώ τώρα επιζητώ, τον οποίον μόνον στις Γραφές βλέπω να υπάρχει, αλλού δε και στην πράξη πουθενά»24.
2. Στην έρημο καλλιεργείται ο θείος έρως
Η χριστιανική ζωή κορυφώνεται και τελειούται, όταν οι πιστοί πυρακτωθούν από τον θείο έρωτα. Από αυτόν τον έρωτα κατεφλέγετο διηνεκώς και ο Άγιος, όπως είναι προφανές από τον τρόπο που τον περιγράφει: «…διότι όταν κάποιος πληγωθεί από εκείνο τον έρωτα, και αυξήσει τον πόθο του προς τον Θεό, τίποτε άλλο δεν βλέπει από τα παρόντα, αλλά συνεχώς φαντάζεται εκείνον που ποθεί, και την νύκτα, και την ημέρα, και όταν κοιμάται και όταν σηκώνεται»25.
Τίποτε δεν θεωρεί οδυνηρότερο από την στέρηση αυτής της αγαπητικής μετά του Θεού κοινωνίας: «Διότι, και αν ακόμη δεν είχαμε την απειλή εκείνου του πυρός και δεν μας περίμεναν αιώνιες τιμωρίες, αυτή και μόνη η αποξένωση από τον Χριστό… είναι μεγαλύτερη από κάθε τιμωρία…»26.
Αναλογιζόμενος τις άπειρες ευεργεσίες του Θεού, προσέθετε συνεχώς την κατάλληλο ύλη στην φλεγόμενη από θείο έρωτα καρδία του και έτσι πολλαπλασίαζε το πυρ της προς Αυτόν αγάπης. Γι’ αυτό και παρακινεί και τους άλλους στο ίδιο έργο: «Αναλογιζόμενος δε όλα αυτά και θα καταστήσεις θερμή την αγάπη σου και λαμπρά θ’ ανάψεις μέσα σου την φλόγα… ας σκεφτούμε πόσα έκανε για μας, αυτόν τον ουρανό, την γη, την θάλασσα, τον αέρα… Χάρισε με το εμφύσημα την ψυχή, χάρισε τον λόγο, και μας τίμησε με πάρα πολύ μεγάλη εξουσία. Απέστειλε αγγέλους, έστειλε προφήτες και εν συνεχεία έστειλε τον Υιό του τον μονογενή»27.
Όποιος ποθεί ολοκληρωτικά τον Θεό βλέπει ως υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο την ευαρέστηση του Θεού. Γι’ αυτό και ο άγιος Χρυσόστομος, που είχε αυτήν την αγάπη, ερωτά: «Πράττεις κάτι που αρέσει στον Θεό και ζητάς άλλο μισθό; Πράγματι αγνοείς το πόσο καλό είναι να ευαρεστήσεις τον Θεό. Γιατί αν το γνώριζες, θα νόμιζες ότι τίποτε άλλο δεν μπορεί να θεωρηθεί αμοιβή ισάξια με αυτό»28.
Όταν η πτωχή ύπαρξη του ανθρώπου διακατέχεται από τον θειο έρωτα, είναι τελείως ανενδεής και πεπλησμένη από το πλήρωμα των αγαθών. Όμως απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσω κάποιος στην κατάσταση αυτή είναι η απομάκρυνση από τα βιωτικά πράγματα. Όσο περισσότερο απομακρύνεται από αυτά, τόσο περισσότερο αυξάνει μέσα του την θεϊκή αυτή φλόγα: «Τίποτε λοιπόν ης μην αγαπούμε από τα κοσμικά πράγματα για να παραμείνει μέσα μας ανόθευτος ο έρωτας εκείνος και να μη γίνει ασθενέστερος κατατεμαχιζόμενος. Αυτός ο πλούτος μπορεί να μας χαρίσει όλο τον πλούτο, όλο τον θησαυρό, όλη την ευημερία, όλη τη δόξα και όλη την λαμπρότητα. Αυτόν τον πλούτο ας κατέχουμε και δεν θα χρειασθούμε τίποτε άλλο»29.
Με τον προαναφερθέντα λόγο του ο Άγιος καθιστά εμφανές γιατί προτιμά την απερίσπαστη από οποιαδήποτε φροντίδα και βιωτική μέριμνα παρθενική ζωή των μοναχών, ως την καταλληλότερη για να προχωρήσει κάποιος στην ερωτική πορεία του προς τον Θεό.
Κατά τον Άγιο, οι πρωτόπλαστοι προ της παρακοής ζούσαν την εν παρθενία ζωή και είχαν σαν κύριο έργο τους την λατρεία του Θεού και την μέσω αυτής κοινωνία μετά του Θεού30. Αλλά και η διαγωγή των δικαίων κατά τον καινό αιώνα της βασιλείας των ουρανών σε αυτό θα συνίσταται, στην απόλαυση της μετά του Θεού κοινωνίας, όπως συμβαίνει και με τους αγίους Αγγέλους, κατά τον λόγο του Κυρίου: «εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισι»31.
Γι’ αυτό συνιστά την μοναχική ζωή σε όσους επιθυμούν την τελεία μετά του Θεού ένωση και κοινωνία: «Επειδή δε υπάρχουν πολλά πράγματα που σκοτίζουν τους οφθαλμούς και προξενούν θόρυβο στα αυτιά και περιπλέκουν την γλώσσα, γι’ αυτό πρέπει κανείς, αφού αποτραβηχθεί από την ταραχή και τον καπνό, να αναχωρήσει προς την ερημίαν εκείνη, όπου η γαλήνη είναι μεγάλη και η αιθρία άπλετος και κανείς θόρυβος δεν ακούεται, αλλ’ έχουν προσηλωθεί ατάραχοι οι οφθαλμοί στον θείο πόθο, ατενίζοντες με προσοχή, και τα αυτιά έχουν μείνει ήσυχα, απασχολούμενα με την ακρόαση των θείων λόγων μόνον και την εντρύφηση της παναρμόνιας και πνευματικής εκείνης συμφωνίας…»32.
3. Γλυκύς και μακάριος ο εσταυρωμένος βίος των μοναχών
Ο ιερός Χρυσόστομος ζώντας συνεχώς ως μοναχός γνωρίζει την δυσκολία του πνευματικού αγώνα, την αδυναμία και νωθρότητα της ανθρώπινης φύσεως και την κακία του παρακωλύοντος κάθε καλό διαβόλου. Υπενθυμίζει λοιπόν πολύ συχνά την πνευματική ηδονή, που συνοδεύει τους υπέρ της αρετής και της κατά Θεόν ζωής κόπους. Εξαίρει και προβάλλει την ζωή των μοναχών ως την κατ’ εξοχήν γλυκεία και ευφρόσυνο: «Αυτοί οι φωστήρες της οικουμένης (οι μοναχοί), όταν ανατείλει ο ήλιος, μάλλον δε πολύ προ της ανατολής, αφού σηκωθούν από το κρεββάτι των, υγιείς, γεμάτοι πνευματική διαύγεια και νηφαλιότητα, (διότι ούτε καμιά λύπη και φροντίδα τους ενοχλεί, ούτε βάρος στο κεφάλι τους και πόνος και στενοχώρια, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο από αυτά, αλλά ζουν σαν άγγελοι στον ουρανό)· αφού λοιπόν σηκωθούν από το κρεββάτι τους πολύ νωρίς το πρωί γεμάτοι από χαρά και ευχαρίστηση και αφού στήσουν ένα χορό όλοι μαζί, με χαρούμενη συνείδηση και με στόμα, ψάλλουν ύμνους στον Θεό των όλων και τον δοξολογούν και τον ευχαριστούν για όλες τις ευεργεσίες του, τις ατομικές και τις κοινές. Ώστε λοιπόν αν θέλετε… ας ρωτήσουμε ως προς τί διαφέρει των αγγέλων ο χορός αυτός που ψάλλει στη γη και λέγει· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»33.
Ως κοινωνός των θείων καταστάσεων που ζουν οι μοναχοί ονομάζει μακάριο34 τον βίο των μοναχών, των εσταυρωμένων για την αγάπη του Χριστού, και τον θεωρεί γλυκύτερο και ποθεινότερο από την νομιζομένη ως ηδεία παρούσα ζωή: «Διότι ποιο από τα αγαθά της παρούσης ζωής είναι ευχάριστο; Θέλω πράγματι σήμερα να σας μιλήσω με μεγαλύτερη παρρησία. Δείξτε λοιπόν υπομονή ώστε να γνωρίσετε, ότι η ζωή εκείνη που θεωρείται φορτική και ανυπόφορη, δηλαδή η ζωή των μοναχών και των προσηλωμένων στον Θεό, είναι πολύ πιο γλυκύτερη και πιο ποθητή από την ζωή αυτή, που νομίζουμε εύκολη και ελαφρά»35.
Θαυμάζει ακόμη και εγκωμιάζει την ουράνια τερπνότητα των υμνωδιών των μοναχικών ταγμάτων, που μιμούνται τις αγγελικές υμνωδίες, και την αντιδιαστέλλει από την ματαιότητα των κοσμικών χορών και διασκεδάσεων36. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιζητεί να αποσπάσει όσους είναι προσκολλημένοι στις γήινες και ψυχώλεθρες ηδονές και αγνοούν ότι η αθάνατη ψυχή του ανθρώπου μόνον από την θεία παράκληση είναι δυνατόν να παρηγορηθεί αληθινά37.
Ο Άγιος με όσα λέγει και πράττει πάντοτε αποβλέπει εις το συμφέρον «των πολλών, ίνα σωθώσι»38. Πονά για τους αμαρτωλούς, για κάθε εικόνα του Θεού που έχασε τον ορθό προσανατολισμό της, δηλαδή την κοινωνία της με τον Θεό, και που νομίζει ότι το αληθινό νόημα της ζωής ευρίσκεται στην απόκτηση των γήινων αγαθών και στην επιδίωξη των κοσμικών απολαύσεων. Θέλοντας να επαναπροσανατολίσει τους ακροατές του προς «των εφετών το ακρότατον», που είναι η μετά του Κυρίου συνομιλία και η απόλαυση του προσώπου του, τους παρακινεί στις φίλτατες σ’ αυτόν μοναχικές αρετές της ακτημοσύνης και της εγκράτειας. Γι’ αυτό και αντιπαραθέτει στις μάταιες ηδονές τις πνευματικές, που προέρχονται από τα πνευματικά αυτά άγωνίσματα39.
Θέλοντας τέλος ο άγιος Χρυσόστομος να τονίσει ακόμη περισσότερο την ακαταμάχητη δύναμη της πνευματικής ηδονής από την μετά του Κυρίου ένωση και κοινωνία, παρατηρεί ότι ενώπιόν της είναι ανίσχυρος ακόμη και ο θάνατος. Παρουσιάζοντας στο σημείο αυτό τον διάπυρο εραστή του Κυρίου απόστολο Παύλο αποκαλύπτει πολύ καθαρά τον εαυτό του: «Και μη θαυμάσεις γι’ αυτό. Διότι, εάν η φιλία των ανθρώπων έκανε πολλές φορές να περιφρονεί κανείς και τον θάνατον, τί δεν μπορεί να πραγματοποιήσει η αγάπη του Χριστού; Ποιά δυσχέρεια δεν θα ελάφρυνε; Τόσον πολύ υποφερτά ήσαν όλα σ’ αυτόν που έβλεπε μόνον προς τον ποθούμενο και που το να υφίσταται για εκείνον τα πάντα το θεωρούσε ανώτερο από κάθε ηδονή και απόλαυση, όπως άλλωστε και είναι»40.
4. Η ζωή στις μοναστικές κοινότητες πρότυπο κοινωνικής ζωής
Όπως είδαμε και προηγουμένως, η ανύστακτη φροντίδα του αγίου Χρυσοστόμου ήταν πως θα ανυψώνει συνεχώς τα λογικά του πρόβατα από τον χαμερπή βίο προς την μετά του Θεού κοινωνία. Όμως ταυτοχρόνως γίνεται και ρυθμιστής των κοινωνικών σχέσεων των. Θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηρισθεί και ως άριστος κοινωνιολόγος.
Αν και ποθούσε πάντοτε την ησυχία της ερήμου, η Θεία Πρόνοια, ως γνωστόν, δεν επέτρεψε την επί μακρόν παραμονή του στην έρημο. Πολύ σύντομα τον επανέφερε στον κοινωνικό στίβο και τον επεφόρτισε με την διαποίμανση της λογικής ποίμνης του Χριστού. Έτσι ο Άγιος ήταν αναγκασμένος να ζει συνεχώς εν μέσω των θορύβων των πόλεων και να συναναστρέφεται με τις έμψυχες εικόνες του Θεού, τις πολύ συχνά όμως κατερρυπωμένες από την δυσωδία των παθών. Ως πατήρ στοργικός πονά για τα παθήματα, τις αμαρτίες και τις ασθένειες των παιδιών του41 και προσπαθεί να τα βοηθήσει. Εν τούτοις παραμένει πνευματικώς εκτός του κόσμου και ζει στην ερημία, που ο ίδιος χαρακτηριστικά ονομάζει «ερημίαν από της προαιρέσεως»: «…ας αναζητούμετις ερημιές, όχι μόνο εκείνες των ερήμων τόπων, αλλά και εκείνες της προαιρέσεως, και πριν απ’ όλα τα άλλα ας οδηγήσουμε εκεί την ψυχή»42.
Έτσι από τόπου υψηλού κατοπτεύει τις κινήσεις του νοητού λύκου και τρέχει για να σώσει τα πρόβατά του, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η ευγένεια της ψυχής του από την ψυχοφθόρο δύναμη της αμαρτίας. Ζει ως μοναχός και παρακινεί και τους άλλους να ζουν ομοίως, διότι θεωρεί τον μοναχικό τρόπο ζωής ως ιδανικό τρόπο ζωής, ακόμη και για τους ανθρώπους της εν τω κόσμω κοινωνίας.
Ο θαυμασμός του για τον μοναχισμό φαίνεται και στο σημείο αυτό. Διακηρύττει ότι «οι Γραφές… δίνουν εντολή να ζουν όλοι την ζωή των μοναχών και αν ακόμη είναι έγγαμοι»43, εννοώντας βεβαίως τον βίο της τελειότητος που επαγγέλλεται ο μοναχικός τρόπος ζωής. Γι’ αυτό και παρακινεί τους ανθρώπους των πόλεων να μεταβαίνουν στα μοναστήρια και να μαθητεύουν παρά τους πόδας των μοναχών, ώστε να παραδειγματίζονται από την ζωή έκείνων44.
Παρουσιάζει την χαριτωμένη ζωή των μοναστηριών ως πρότυπο ιδανικής, ευνομούμενης και ευημερούσης κοινωνίας, στην οποία βασιλεύει η αγάπη, η ισότητα, η υποταγή όχι μόνον στους ηγουμένους αλλά και του ενός προς τον άλλο, η φιλανθρωπία, η κοινοκτημοσύνη, η ειρήνη, η ευταξία και η καθολική ευτυχία: «Αλλά στα μοναστήρια, αυτών δεν είναι δυνατόν να δει κανείς τίποτε από αυτά (από τις ταραχές των πόλεων), και ενώ έχει ενσκήψει τόσον μεγάλη τρικυμία, αυτοί είναι οι μόνοι που βρίσκονται σε λιμάνι με πολλή γαλήνη και ασφάλεια, και σαν από τον ουρανό παρατηρούν τα ναυάγια των άλλων· διότι προτίμησαν ζωή που αρμόζει στον ουρανό, και δεν βρίσκονται σε κατώτερη κατάσταση από τους αγγέλους. Όπως λοιπόν εις εκείνους δεν υπάρχει καμιά ανωμαλία, ούτε άλλοι μεν βρίσκονται σε ευτυχία, άλλοι δε στις χειρότερες συμφορές, αλλά όλοι σε μίαν ειρήνη και χαρά και δόξα, έτσι λοιπόν και εδώ. Κανείς δεν ονειδίζει τον άλλον για φτώχεια, κανείς δεν υπερηφανεύεται για πλούτο. Το δικό μου και το δικό σου, αυτό ακριβώς που ανατρέπει και ταράσσει τα πάντα, έχει αποβληθεί, και όλα σ’ αυτούς είναι κοινά, το φαγητό, η στέγη και τα ενδύματα. Και τί το παράξενο, αφού και αυτή η ψυχή είναι μία και η ίδια σε όλους; Όλοι είναι εξ ίσου ευγενείς, εξ ίσου δούλοι, εξ ίσου και ελεύθεροι. Ένας πλούτος υπάρχει σε όλους εκεί, ο πραγματικός πλούτος, μία δόξα, η αληθινή δόξα· διότι τα αγαθά δεν συνίστανται στα ονόματα αλλ’ είναι πραγματικά. Μία ευχαρίστηση, μία επιθυμία, μία ελπίδα σε όλους υπάρχει, και όλα έχουν κανονισθεί ακριβώς σαν με χάρακα και με νήμα στάθμης, και δεν υπάρχει καμιά ανωμαλία, αλλά τάξη και ρυθμός και αρμονία και πολλή ακρίβεια της ομοφωνίας και διαρκής κατάσταση ευθυμίας. Γι’ αυτό όλοι κάνουν το κάθε τι και πάσχουν, για να ευθυμούν και να χαίρονται»45.
Εν αντιθέσει προς την μεστή αγάπης ζωή των μοναστηριών βλέπει ότι στις κοινωνίες των ανθρώπων βασιλεύει η φιλαυτία, εκ της οποίας προέρχονται όλα τα κακά. Ως εκ τούτου οι πόλεις δεν μπορούν να ευημερήσουν: «Ας υποθέσουμε ότι κατασκευάζουμε μία πόλη, όπου όλοι οι πολίτες είναι πλεονέκτες και έχουν την ίδια αξία και τα ίδια δικαιώματα, και κανένας δεν ανέχεται να αδικείται, αλλά όλοι αδικούν· μήπως είναι δυνατό να σταθεί εκείνη η πόλη; Καθόλου. Αλλά μήπως υπάρχει ειρήνη μεταξύ μοιχών; Δεν θα βρεις ούτε δύο να ομονοούν. Ώστε καμμιά άλλη αιτία δεν υπάρχει πάλι, παρά το να ψυχράνθηκε η αγάπη· η δε αιτία που ψυχράνθηκε η αγάπη, είναι ότι πληθύνθηκε η ανομία. Διότι αυτό παρασύρει σε φιλαυτία και διαιρεί και σχίζει το σώμα και αποχαυνώνει και διασπά»46.
Επιθυμώντας όμως την θεραπεία του κακού, προσφέρει τα κατάλληλα φάρμακα. Προς τα θεωρούμενα ως υψηλά κοινωνικά αγαθά αντιπαραβάλλει τα μοναχικά αγαθά, και δείχνει την υπεροχή των δευτέρων. Εξαίρει την υπεροχή του πλούτου των αρετών των μοναχών, συγκρίνοντάς τον με τον γήινο πλούτο, την διαφορά των ματαίων ηδονών από τις πνευματικές, της κοσμικής δόξης από την κατά Θεόν δόξα47.
Η πιθανότητα να υποστεί κάποιος κάποια βλάβη της ζωής ή της περιουσίας του, που αποτελούν πολύ συχνές κοινωνικές μάστιγες, αποδίδονται από τον Άγιο στον φθόνο ή στον θυμό ή στον φόβο. Ποιός όμως θα επιβουλευθεί τον ακτήμονα και ταπεινό μοναχό48;
Για τους ανωτέρω λόγους δεν παύει να παρουσιάζει ως πρότυπο προς μίμηση τον ενάρετο μοναχό, ο οποίος και μόνον με την παρουσία του μεταμορφώνει και εξωραΐζει τις κοινωνίες των ανθρώπων: «Όταν λοιπόν δεις πλούσιο να είναι στολισμένος με πολυτελή ενδυμασία, να καλλωπίζεται με χρυσάφι, να φέρεται πάνω σε άρματα, να πραγματοποιεί λαμπρές πομπές, μη καλοτυχίσεις τον άνθρωπο αυτόν, διότι ο πλούτος είναι πρόσκαιρος, και αυτό που θεωρείται καλό, καταστρέφεται μαζί με την ζωή αυτή. Όταν όμως δεις μοναχό να περπατά μόνος, να είναι ταπεινός και πράος και ήσυχος και ήρεμος, θαύμαζε αυτόν τον άνδρα, γίνε μιμητής της δικής του φιλοσοφίας, ευχήσου να γίνεις όμοιος με τον δίκαιο …»49.
5. Η σωτηρία ευκολότερη στον μοναχικό βίο
Ο ιερός Πατήρ θαυμάζει και για ένα ακόμη λόγο τον μοναχισμό. Βλέπει ότι η σωτηρία του ανθρώπου, που είναι και ο κύριος σκοπός της επιγείου ζωής του, επιτυγχάνεται ευχερέστερα μέσω της αμέριμνης από βιωτικές φροντίδες ζωής.
Δεν αμφισβητεί ότι και μέσω της εγγάμου ζωής είναι δυνατή η σωτηρία50. Όμως, επειδή ο Κύριος ζητεί την αυτή ακρίβεια στην τήρηση των εντολών του και από τους μοναχούς και από τους εγγάμους51, συμπεραίνει ότι η έγγαμος ζωή ως επιφορτισμένη με όχι αναγκαία για την σωτηρία βάρη είναι πολύ δυσκολότερη: «Τί λοιπόν; Οι έγγαμοι θα χαθούν όλοι; Δεν λέω αυτό, αλλά ότι θα χρειασθεί να καταβάλλουν μεγαλύτερους κόπους, εάν θέλουν να σωθούν, λόγω της παρούσης ανάγκης· διότι ο ελεύθερος θα τρέξει περισσότερο από τον δεμένο. Θα λάβει λοιπόν μεγαλύτερη αμοιβή και λαμπρότερα στεφάνια; Όχι· διότι θέτει μόνος του τον περιορισμό, ενώ του επιτρεπόταν να μη τον θέσει»52.
Ο άγιος Χρυσόστομος, ως γνήσιος μαθητής του Κυρίου «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»53, επιθυμεί και αυτός την σωτηρία των ανθρώπων και δείχνει ως ευκολότερο δρόμο για τον σκοπό αυτό τον μοναχισμό. Διαβεβαιώνει ότι εκείνος που είναι αφιερωμένος στον Θεό ευρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από τον έγγαμο: «…έτσι ακριβώς και αυτός που υπηρετεί τον Χριστό, αφού απομάκρυνε τον εαυτό του από την ταραχή και τα κύματα της ζωής, κάθεται σε ασφαλή και ψηλό τόπο. Γιατί, τι ασφαλέστερο και υψηλότερο από το να έχει κανείς μια και μοναδική φροντίδα, πώς πρέπει να αρέσει στον Θεό;»54.
Στον «Περί παρθενίας» λόγο του διεκτραγωδεί διά πολλών τις δυσκολίες της εγγάμου ζωής: «Αλλά όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αγκάθια, που καρφώνονται στα ενδύματα, όταν κανείς περνά τους φράκτες, που, όταν γυρίσει να βγάλει το ένα, καρφώνονται πάρα πολλά άλλα, έτσι και στα πράγματα του γάμου, αυτός που θ’ αποφύγει αυτό, θα περιπέσει σε άλλο, και γενικά δεν είναι δυνατό να βρει κανένας γάμο απαλλαγμένο τελείως από τα δυσάρεστα πράγματα»55.
Αντιθέτως και αυτά που φαίνονται δύσκολα στην μοναχική ζωή είναι λόγω της υπερβαλλούσης θεϊκής παρηγοριάς πολύ εύκολα: «Διότι έχει βέβαια θλίψεις και αυτός ο βίος (ενν. των μοναχών), αλλά σε σύγκριση με τις δοκιμασίες του γάμου δεν πρέπει ούτε καν να τις ονομάζουμε θλίψεις»56.
Ενώ όμως τόσο πολύ εξαίρει την υπεροχή της παρθενικής ζωής εν σχέσει προς την πολυμέριμνο ζωή του γάμου, δεν παραλείπει να τονίσει ότι αυτή γίνεται πολύ υποδεεστέρα του γάμου, όταν ο μοναχός εγκαταλείψει το «έν ου έστι χρεία» και επιστρέψει στα κοσμικά έργα και τις βιωτικές φροντίδες: «Καθ’ ότι η παρθενία γι’ αυτό είναι καλό πράγμα, διότι αποκόπτει κάθε αφορμή περιττής φροντίδας και αναθέτει κάθε ασχολία της στα έργα του Θεού, διότι εάν δεν το έχει αυτό, γίνεται και πάλι πολύ πιο κατώτερη από την έγγαμη ζωή, επειδή γεμίζει την ψυχή της με αγκάθια που καταπνίγουν τον καθαρό και ουράνιο σπόρο»57.
Μετά από 1600 χρόνια ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι απολύτως επίκαιρος. Η χριστιανική ζωή, την οποία δίδαξε με τους λόγους, το παράδειγμα της ζωής του και με τον θάνατό του, σκοπεύει στον αγιασμό, «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον»58. Αυτός είναι το περιεχόμενο του ευαγγελικού κηρύγματος και ο στόχος της μοναχικής πολιτείας, την οποία έζησε, θαύμαζε διά βίου και ποικιλοτρόπως υπεδείκνυε στην εκκοσμικευμένη κοινωνία της εποχής του. Η δική μας εκκοσμικευμένη εποχή έχει πολλούς και σοβαρούς λόγους να ακούσει «τί το Πνεύμα λέγει ταις Εκκλησίαις»59 διά στόματος του αιωνίου διδασκάλου των, αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Εν Αγίω Όρει τη 13η Νοεμβρίου 2006
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου
Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου
Σημειώσεις
Ιω. Χρυσοστόμου, Γ’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ιβ’, PG 47, 370.
Στ. Παπαδοπούλου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1999, τομ. Α’, σελ. 24.
Ένθ’ ανωτ.
Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Περί βίου και πολιτείας του μακαρίου Ιωάννου επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, Ε’, PG 47, 18.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ζ’, PG 47,342.
A’ Πέτρ. β ΄ 23.
Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Περί βίου… Χρυσοστόμου, Η’, PG 47, 27.
Ένθ’ ανωτ., ΙΗ’, PG 47, 62.
Ιω. Χρυσοστόμου, Περί Παρθενίας, ΚΑ’, PG 48, 547.
Ιω. Χρυσοστόμου, ΚΗ’ Εις την προς Εβραίους επιστολήν, ζ’, PG 63, 202.
Ιω. Χρυσοστόμου, Περί Παρθενίας, ΣΤ ‘, PG 48, 537.
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το· «Έχοντες το αυτό πνεύμα της πίστεως και περί ελεημοσύνης», ζ’, PG 51, 278.
Ιω. Χρυσοστόμου, ΚΑ ‘ Εις την προς Εφεσίους επιστολήν, γ’, PG 62, 153.
Ιω. Χρυσοστόμου, Η’ Εις τον άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, ε’, PG 57,88.
Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ένθ’ ανωτ., τομ. Α’ σελ. 17-20.
Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 665Α.
Ιω. Χρυσοστόμου, Γ’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ια’, PG 47, 367 και ιη’, PG 47, 380.
Α ‘ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ζ’, PG 47, 328.
Ένθ’ ανωτ., η’, PG 47, 329.
Ιω. Χρυσοστόμου, Α ‘ Λόγος περί Ιερωσύνης, γ’, PG 48, 623.
Ιω. Χρυσοστόμου, Η’ Εις τον άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, ε’, PG 57, 88-
Ιω. Χρυσοστόμου, Γ’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ιε’, PG 47, 375-376.
Ερμείου Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 1513BC.
Ιω. Χρυσοστόμου, Α’ Περί κατανύξεως, δ’, PG 47, 399.
Ιω. Χρυσοστόμου, ΚΓ Εις την Γένεσιν, γ’, PG 53, 199 και Β’ Περί κατανύξεως, γ’, PG 47, 415.
Ιω. Χρυσοστόμου, Α ‘ Περί κατανύξεως, ι’, PG 47, 410.
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις τον Ψαλμόν ΜΑ ‘, δ’, PG 55,161.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β ‘ Περί κατανύξεως, στ’, PG 47, 420.
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις τον Ψαλμόν ΜΑ ‘, ε’, PG 55, 163.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β’ Περί παρθενίας, ΙΔ’, PG 48, 543 και ΞΗ’ Εις τον άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, γ’, PG 643.
Ματθ. κβ’ 30.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β’ Περί κατανύξεως, α’, PG 47, 411.
Ιω. Χρυσοστόμου, ΞΗ’ Εις τον άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, γ’, PG 58, 644.
Βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Α ‘ Περί ιερωσύνης, γ’ ,PG 48, 623.
Ιω. Χρυσοστόμου, ΞΗ’ Εις τον άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, γ’, PG 58, 643.
Ένθ’ ανωτ., δ’, PG 58, 644.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ι’, PG 47, 347.
Α’ Κορ. ι’ 33.
Ιω. Χρυσοστόμου, ΚΒ’ Εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν, γ’, PG 59, 138.
Ιω. Χρυσοστόμου, Α ‘ Περί κατανύξεως, ζ’, PG 47, 405.
Βλ. επί παραδείγματι, πως ομιλεί για τον δαιμονώντα φίλο του, μοναχό Σταγείριο: «…ουδέν εμοί λοιπόν των εν τω κόσμω τούτω δεινών εδόκει είναι δεινόν, ούτε των ηδέων ηδύ· αλλά πολλήν και πάλαι των εν τω βίω ματαιοτήτων κατεγνωκώς, πολλώ πλέον τούτο έπαθον τότε…». Ιω. Χρυσοστόμου, A ‘ Προς Σταγείριον, β’, PG 47, 426.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β’ Περί κατανύξεως, γ’, PG 47, 414.
Ιω. Χρυσοστόμου, Γ’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ιδ’, PG 47, 373.
Ιω. Χρυσοστόμου, ΞΗ’ Εις τον άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, ε’, PG 58, 646.
Ιω. Χρυσοστόμου, Γ’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ια’, PG 47, 366.
Ιω. Χρυσοστόμου, Θ’ Εις την προς Εφεσίους επιστολήν, γ’, PG 62, 73.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, θ’, PG 47, 345 και ι’, PG 47, 347. Του Αυτού, Σύγκρισις βασιλέως προς μοναχόν, β ’, PG 47, 388.
Ιω. Χρυσοστόμου, Β’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ζ’, PG 47, 341-342.
Ιω. Χρυσοστόμου, Σύγκρισις βασιλέως προς μοναχόν, δ’, PG 47, 392.
Ιω. Χρυσοστόμου, Γ’ Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, ε’, PG 47, 356.
Ένθ’ ανωτ., ιδ’, PG 47, 374.
Ένθ’ ανωτ., ιε’, PG 47, 376.
Α’ Τιμ. β’ 4.
Ιω. Χρυσοστόμου, Προς Θεόδωρον μοναχόν, ε’, PG 47, 315.
Ιω. Χρυσοστόμου, Περί Παρθενίας, ΝΒ’, PG 48, 576.
Ένθ’ ανωτ, ΞΔ’, PG 48, 582.
Ένθ’ ανωτ, ΟΖ’, PG 48, 589.
Εβρ. ιβ’ 14.
Αποκ. β’ 7.
(Πηγή: Χρυσοστομικό Συμπόσιο, Η προσωπικότητα και η Θεολογία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
εκδ. Αποστολική Διακονία 2007, σσ. 229-242)