1. Αρχίσαμε, αδελφοί χριστιανοί, να μιλούμε για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, όπως ακριβώς βιογραφήθηκε από το στενό πνευματικό του υιό, τον άγιο γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ.
Είπαμε στο προηγούμενο κήρυγμα για την παιδική και νεανική του ηλικία και σήμερα θα μιλήσουμε για τα χρόνια της στρατιωτικής του υπηρεσίας. Την υπηρεσία του αυτή την έκανε στην Πετρούπολη. Πήγε μεν εκεί να υπηρετήσει την πατρίδα, αλλά πήγε με βαθύ αίσθημα μετανοίας και δεν έπαυε να σκέπτεται τον Θεό.
Στον στρατό τον αγαπούσαν όλοι σαν ήσυχο και ευχάριστο και έμπιστο φίλο. Κάποτε, την παραμονή μιάς γιορτής, μαζί με άλλους τρεις φρουρούς από το ίδιο τάγμα, πήγαν στην πρωτεύουσα. Πήγαν σε μια μεγάλη ταβέρνα, παράγγειλαν φαγητό και βότκα, μιλούσαν χαρούμενα και δυνατά, αλλά ο Συμεών δεν συμμετείχε πολύ σ᾽ αυτά. Ήταν σιωπηλός. «Γιατί, Συμεών, είσαι συνέχεια σιωπηλός;», του είπε ένας από την παρέα. «Τι σκέπτεσαι;». «Σκέπτομαι – του είπε – ότι εμείς καθόμαστε στην ταβέρνα, τρώγουμε και πίνουμε βότκα. Στο Άγιο Όρος όμως τώρα γίνεται αγρυπνία και οι μοναχοί θα προσεύχονται όλη την νύχτα. Λοιπόν, ποιος θα δώσει καλύτερη απάντηση στην Κρίση της Δεύτερης Παρουσίας, αυτοί ή εμείς;».
Ένας άλλος τότε της παρέας, είπε: «Τι άνθρωπος αυτός ο Συμεών! Εμείς ακούμε μουσική, διασκεδάζουμε και αυτού ο νούς του είναι στο Άγιο Όρος και στην Κρίση. Αυτό όμως, το ότι ο Συμεών σκεπτόταν το Άγιο Όρος και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ίσχυε για όλη την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.
2. Από τον καιρό της στρατιωτικής του θητείας γνωρίζουμε και κάποιο άλλο περιστατικό. Μια μέρα είδε στο κατάλυμα του λόχου ένα στρατιώτη, που μόλις είχε τελειώσει την θητεία του και καθόταν στο στρώμα του λυπημένος με κατεβασμένο το κεφάλι. Και ο Συμεών τον ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι λυπημένος και δεν χαίρεσαι τώρα που τελείωσες και θα πας στο σπίτι σου;». «Πήρα γράμμα από τους δικούς μου», του είπε ο στρατιώτης. Μου γράφουν ότι κατά την απουσία μου η γυναίκα μου γέννησε παιδί. Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της. Δεν θέλω να πάω στο σπίτι μου».
Ο Συμεών τότε του είπε ήρεμα: «Και συ το Ίδιο δεν έκανες, τόσο καιρό που είσαι στο στρατό;». «Καλά, κάπου-κάπου», είπε ο στρατιώτης, σαν να θυμήθηκε κάποιο περιστατικό. «Να, λοιπόν», του λέγει ο Συμεών, «και εσύ δεν μπόρεσες να αντέξεις. Αλλά νομίζεις ότι γι᾽ αυτήν είναι εύκολο; Εσύ είσαι περισσότερο ένοχος απέναντί της από ο,τι εκείνη απέναντί σου. Συγχώρεσέ την. Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε το παιδάκι σαν δικό σου παιδί και θα δείς πως όλα θα πάνε καλά».
[irp posts=”528727″ name=” ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ: Παιδικοί και νεανικοί χρόνοι””]
Πέρασαν αρκετοί μήνες και ο Συμεών έλαβε ευχαριστήριο γράμμα από τον στρατιώτη. Του έγραφε πως, όταν έφθασε στο σπίτι του, ο πατέρας και η μητέρα του ήρθαν να τον υποδεχθούν μελαγχολικοί, ενώ η γυναίκα του, δειλή και λυπημένη, στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού κρατώντας το νήπιο στα χέρια της. Η ψυχή του όμως από τότε που του μίλησε ο Συμεών ήταν ήσυχη. Φίλησε με χαρά τους γονείς του, φίλησε έπειτα την γυναίκα του, πήρε το βρέφος στα χέρια του και το φίλησε και αυτό. Χάρηκαν όλοι. Και μετά άρχισαν να γυρίζουν το χωριό, για να χαιρετίσει τους γνωστούς και συγγενείς, κρατώντας πάντα το βρέφος στα χέρια του. Οι ψυχές όλων ένοιωθαν χαρά. Και ο ίδιος έζησε ειρηνικά και ευτυχισμένα με την οικογένειά του. Τέλος, ο στρατιώτης ευχαριστούσε τον Συμεών για την σοφή του συμβουλή.
3. Κατά το τέλος της θητείας του ο Συμεών πήγε να επισκεφθεί τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης, για να ζητήσει την ευχή του και την ευλογία του για τον σκοπό της ζωής του. Δεν τον βρήκε όμως εκεί και γι᾽ αυτό του άφησε ένα σύντομο σημείωμα που έλεγε: «Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχηθείτε να μην με κρατήσει ο κόσμος». «Έπειτα επέστρεψε στην Πετρούπολη, στον στρατώνα του. Όμως, όπως έλεγε, από την άλλη κιόλας ημέρα το πρωί, άρχισε να αισθάνεται ολόγυρά του «να βουίζουν οι φλόγες του άδη»! Ήταν η προσευχή του αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης. Μετά την σύντομη απόλυσή του γύρισε σπίτι του, στο χωριό του. Η απόφασή του ήταν το Άγιο Όρος. Τους αποχαιρέτισε όλους και αναχώρησε για τον Άθωνα. Από εκείνη την ημέρα όμως που προσευχήθηκε ο άγιος Ιωάννης γι᾽ αυτόν, παντού όπου και να πήγαινε ένοιωθε να βουίζουν γύρω του οι φλόγες του άδη!… Ήταν το βίωμα της Ημέρας της Κρίσεως.
(Συνεχίζεται)
Με πολλές ευχές,
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας