«Η βασική αρχή είναι πως η Εκκλησία είναι ένα συντηρητικό σώμα. Και όχι μόνο αυτό. Η ιστορικότητά της και η πολιτική ισχύς της ευνοούν την ανάπτυξη ισχυρών προσωπικοτήτων εντός της Ιεραρχίας, με ιεράρχες που δεν κρύβουν τις φιλοδοξίες τους». Αυτά είναι δύο από τα κρίσιμα κλειδιά, όπως ανέφερε στην «Κ» εκκλησιαστικός παράγοντας, για να σκιαγραφηθεί ο «χάρτης» ισορροπιών και ζωνών επιρροής μεταξύ των 80 ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ήδη, πάντως, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος έχει αφήσει το δικό του στίγμα, καθώς διανύει το ενδέκατο έτος στον αρχιεπισκοπικό του θρόνο, και μέσα σε αυτή την περίοδο έχουν εκλεγεί περισσότεροι από 40 μητροπολίτες και επίσκοποι. «Με τον Ιερώνυμο τελείωσε μία εποχή ιεραρχών με πολύ συντηρητικές θέσεις. Πλέον, η Εκκλησία έχει επιχειρήσει άνοιγμα στην κοινωνία, με στόχο να μην αποξενωθεί από αυτή, τηρώντας τις θεολογικές θέσεις της», δήλωσε στην «Κ» ιεράρχης που βρίσκεται κοντά στον Αρχιεπίσκοπο.
Ειδικότερα, μετά την εκλογή δύο νέων μητροπολιτών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1960 και ενός τη δεκαετία του 1970, δίνεται ένας επιπλέον τόνος ανανέωσης στο σώμα της Ιεραρχίας. Βέβαια, πλειοψηφούν –με 29 άτομα– όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1950. Από την άλλη, υπάρχει μία φρουρά μεγαλύτερων ιεραρχών, που έχουν δυσκολία να ανταποκριθούν στα διοικητικά τους καθήκοντα. Είναι άτομα συντηρητικών θέσεων, χωρίς πάντως να μπορούν να θεωρηθούν ότι συγκροτούν μία ομάδα συντεταγμένη υπό μια ηγετική προσωπικότητα.
Μία άλλη ομάδα εντός της Ιεραρχίας συγκροτείται από εκείνους που είχαν «χρεωθεί» στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο. Στην αρχή ετάχθησαν υπέρ της ανανέωσης της Εκκλησίας αλλά στην πορεία συντηρητικοποιήθηκαν.
«Ουσιαστικά, φεύγει η εποχή των προσωποπαγών ομάδων» παρατηρεί εκκλησιαστικός παράγοντας. Μπορεί λοιπόν να υπάρξει μία διαφοροποίηση των ιεραρχών με πολιτικά-κομματικά κριτήρια; Σύμφωνα με εκκλησιαστικό παράγοντα με μακρά πορεία σε καίριες θέσεις, τα πολιτικά-κομματικά κριτήρια δεν είναι κυρίαρχα. Αντίθετα, πλέον η διαμόρφωση ομάδων εντός της Ιεραρχίας γίνεται με βάση κυρίως ιδεολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις. Αλλωστε, υπάρχουν ιεράρχες που είναι πνευματικοί πολιτικών, χωρίς απαραίτητα να ταυτίζονται με τον πολιτικό τους χρωματισμό, αντίθετα, έχουν ιδεολογική τάση.
Η πρώτη, λοιπόν, ομάδα είναι των συντηρητικών που παρουσιάζονται κλειστοί στις αλλαγές και με ιδιαίτερα συντηρητικές θέσεις. Σε αυτή την ομάδα αρκετοί ιεράρχες συγκαταλέγουν ως βασικούς πόλους τον μητροπολίτη Πειραιώς και τον μητροπολίτη Μεσογαίας, αλλά με σαφώς διαφορετικό ιδεολογικό και θρησκειολογικό λόγο και τεκμηρίωση.
Στη δεύτερη ομάδα συγκαταλέγονται οι θεωρούμενοι εκσυγχρονιστές, οι οποίοι πιστεύουν ότι η Εκκλησία πρέπει να αξιοποιήσει τα κεκτημένα της και να δώσει ένα διαφορετικό στίγμα, ακούγοντας τις τάσεις εντός της κοινωνίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι μητροπολίτες Σύρου, Μεσσηνίας, Αλεξανδρουπόλεως, Νέας Ιωνίας.
Μία τρίτη ομάδα είναι εκείνοι που, όπως λένε τα εκκλησιαστικά στελέχη, «θέλουν να δείξουν ότι μπορούν να συνδέσουν τα δύο άκρα». Κάποιος άλλος, σκωπτικά, σχολίασε ότι «λειτουργούν μία στο καρφί και μία στο πέταλο». Ναυπάκτου, Νεαπόλεως, Σερρών, Ξάνθης, Ιλίου είναι μερικοί από τους μητροπολίτες που τοποθετούνται στην ομάδα αυτή. «Το καλό είναι ότι απορροφούν κραδασμούς εντός της Ιεραρχίας» προσθέτει στην «Κ» εκκλησιαστικός παράγοντας.
Τα δίπολα, και άρα η πόλωση που προκαλούν όπου εμφανίζονται, στο σώμα της Ιεραρχίας άρχισαν να αμβλύνονται επί Ιερωνύμου Β΄, δηλαδή του νυν Αρχιεπισκόπου. Αλλωστε, γι’ αυτό μπορεί να υπάρχουν δελφίνοι του αρχιεπισκοπικού θρόνου, αλλά στα δύσκολα οι (πολιτικές) επιλογές του Αρχιεπισκόπου δεν αμφισβητούνται.
Τρεις νέοι μητροπολίτες
Τα φαβορί επικράτησαν στις εκλογές στην Ιεραρχία για τις τρεις χηρεύουσες μητροπόλεις. Ουσιαστικά, οι τρεις επικρατέστεροι υποψήφιοι εξελέγησαν άνετα, διότι άλλωστε δεν υπήρχε καμία αντιπολιτευτική διάθεση στις επιλογές που φέρονται να είναι ευρείας αποδοχής, όπως και αποδείχθηκε. Συγκεκριμένα, νέος μητροπολίτης Φθιώτιδος εξελέγη με 62 ψήφους ο μέχρι σήμερα πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και στενός συνεργάτης του κ. Ιερωνύμου, Συμεών. Η υποψηφιότητά του απέσπασε ευρύτατη πλειοψηφία, κάτι που υποδηλώνει με σαφήνεια την στήριξη της Ιεραρχίας στις επιλογές Ιερωνύμου. Ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κάρμας έλαβε 74 ψήφους για τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, δείγμα αναγνώρισης της των υπηρεσιών του στη Γραμματεία της Ιεράς Συνόδου. Νέος μητροπολίτης Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου εξελέγη με 61 ψήφους ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Καλογερόπουλος. Πρόκειται για μία κρίσιμη μητρόπολη, στα βόρεια, ακριτικά σύνορα του χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος.
[irp posts=”525220″ name=”Ο διαχρονικός Αμβρόσιος αγκαλιάστηκε από Ιεράρχες και λαό”]
Οι κόκκινες γραμμές της Εκκλησίας
Σε πολλά ζητήματα οι θέσεις της Εκκλησίας δείχνουν να απέχουν από τις τάσεις που κυριαρχούν στην κοινωνία. Μεταξύ αυτών είναι ο πολιτικός γάμος, οι αμβλώσεις, η καύση των νεκρών, η ομοφυλοφιλία και οι μεταμοσχεύσεις. Ωστόσο, η αντίθετη άποψη λέει ότι υπάρχουν ζητήματα, όπως π.χ. η καύση νεκρών, στα οποία η Εκκλησία δεν μπορεί να υιοθετήσει απόψεις εκσυγχρονιστικές, καθώς αυτά τα ζητήματα άπτονται θεολογικών θέσεων, με ανθρωπολογικές προεκτάσεις και συνέπειες.
Ενδεικτικό είναι ότι για το θέμα της καύσης των νεκρών –προ ημερών λειτούργησε το πρώτο αποτεφρωτήριο νεκρών στην Ελλάδα– προ πενταετίας η Εκκλησία αφόρισε και μετά θάνατον όσους επιλέγουν την αποτέφρωση αντί της ταφής. Για την καύση νεκρών η Εκκλησία έχει αποφασίσει να μην τελείται νεκρώσιμη ακολουθία και μνημόσυνο σε όσους αποδεδειγμένως και οικειοθελώς έχουν δηλώσει την επιθυμία για καύση του σώματός τους και άφησε στη διακριτική ευχέρεια του οικείου μητροπολίτη την τέλεση τρισαγίου.
Γι’ αυτό και κατά το παρελθόν έχουν αποτύχει προσπάθειες για λειτουργία αποτεφρωτηρίου λόγω των αντιδράσεων από τους τοπικούς εκκλησιαστικούς παράγοντες, π.χ. στα κοιμητήρια Μαρκόπουλου, Ζωγράφου, Σχιστού, Βόλου και Πυλαίας Θεσσαλονίκης. Μάλιστα, οι πρώην δήμαρχοι Αθηναίων Γιώργος Καμίνης και Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης είχαν κάνει λόγο για «αόρατες δυνάμεις» που εμποδίζουν την προσαρμογή της χώρας στη διεθνή πραγματικότητα και στον σεβασμό των επιλογών του κάθε πολίτη. Επίσης, άκαμπτη είναι η θέση της Εκκλησίας κατά των αμβλώσεων. Η Εκκλησία καταδικάζει την άμβλωση και την ταυτίζει με «δολοφονία μιας ανθρώπινης ζωής». Μάλιστα, επιδεικνύει αυστηρότητα ακόμη και στην περίπτωση που η ιατρική επιβάλλει την άμβλωση για λόγους υγείας του κυοφορούμενου εμβρύου ή της μητέρας. Παράδοξη χαρακτηρίζεται κατά πολλούς η θέση της Εκκλησίας για τις μεταμοσχεύσεις. Κατ’ αρχάς, η Εκκλησία αντιμετωπίζει θετικά την ιδέα των μεταμοσχεύσεων, χαρακτηρίζοντάς την πράξη φιλαλληλίας και αγάπης, σύμφωνη με τη διδασκαλία της. Ωστόσο, θεωρώντας τους ευρισκόμενους σε κατάσταση «εγκεφαλικού θανάτου» ασθενείς και όχι νεκρούς, η Εκκλησία δεν συμφωνεί με την αφαίρεση των ζωτικών τους οργάνων. Οι περιπτώσεις δωρεάς οργάνων που αποδέχεται, είναι η μεταμόσχευση ιστών (δέρματος, μυελού των οστών, αίματος) ή ενός από τα διπλά όργανα (νεφρά) από ζώντα δότη.
Η Εκκλησία, επίσης, είναι αντίθετη με την τέλεση πολιτικού γάμου. Κατά το παρελθόν μάλιστα, στην Πελοπόννησο, είχε αρνηθεί την τελετή κηδείας σε κάποιον που είχε τελέσει πολιτικό γάμο. Για την Εκκλησία, οι ορθόδοξοι που τελούν πολιτικό γάμο θέτουν τους εαυτούς τους εκτός Εκκλησίας εφόσον απαρνούνται την περί των επτά μυστηρίων δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Κατά συνέπεια, κάποιοι πιστεύουν πως όσοι τελούν πολιτικό γάμο δεν μπορούν να γίνουν ανάδοχοι σε μυστήριο βάπτισης ή κουμπάροι σε γάμο.
Για την Εκκλησία, επίσης, η ομοφυλοφιλία είναι θανάσιμο αμάρτημα, «κράζουσα αμαρτία» και «κουσούρι». Μάλιστα, πρόσφατα ο τέως μητροπολίτης Αιγιαλείας είχε εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για ομοφοβικό κείμενο που δημοσίευσε και επ’ αυτής καταδικάστηκε.
«Χάσαμε την επαφή»
Από την άλλη, δείγμα ότι η Εκκλησία αλλάζει στάση είναι η πρόσφατη αναφορά του μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας: «Δυστυχώς σήμερα, και οι συνέπειες είναι εμφανείς, χάσαμε την επαφή μας με τον κόσμο, γι’ αυτό και ο κόσμος, ειδικά οι νέοι, δεν ασχολούνται με εμάς όσο θα επιθυμούσαμε. Δεν μας γνωρίζουν, διότι δεν ομιλούμε πλέον τη γλώσσα τους. Κατηγορηθήκαμε πολλές φορές, όχι πάντα αδίκως, για εκκοσμίκευση, η οποία συνιστά νοθεία της αυθεντικότητας και δεν δώσαμε πάντοτε το καλό παράδειγμα, όχι βεβαίως υποκριτικά, αλλά σαν ελεύθερη και συνειδητή επιλογή ενός τρόπου ζωής», είπε ο κ. Γαβριήλ.