Τη θέση του για το ζήτημα της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας αναλύει σε επιστολή του προς την Ιεραρχία ο τέως καθηγητής Δογματικής Θεολογίας του τμήματος Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Δημήτρης Τσελεγγίδης, που κάνει λόγο για “εκκλησιαστικό μόρφωμα”.
Η επιστολή του αναφέρει:
Εν όψει της επικείμενης συγκλήσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, ως ελάχιστο μέλος της τοπικής Εκκλησίας μας, αλλά και ως καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας της Εκκλησίας, θα ήθελα –με αίσθηση ευθύνης– να θέσω και εγώ ταπεινώς υπόψη Σας τις Εκκλησιολογικές –Δογματικές διαστάσεις, αλλά και τις σωτηριολογικές προεκτάσεις της απροϋπόθετης αποδοχής σε εκκλησιαστική – μυστηριακή κοινωνία της Σχισματικής Εκκλησίας της Ουκρανίας, στην περίπτωση βέβαια μιάς ενδεχόμενης Συνοδικής απόφασής Σας για την αναγνώριση του «Αυτοκεφάλου» της.
Το πρώτο και μείζον θέμα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, το Εκκλησιολογικό θέμα, που αφορά την ταυτότητα του εν λόγω «εκκλησιαστικού μορφώματος». Πρώτα, δηλαδή, θα πρέπει να εξεταστεί, αν το «μόρφωμα» αυτό πληροί τις προϋποθέσεις της Εκκλησιαστικής Κοινότητας. Αν, αντίθετα, αναγνωριστεί το «Αυτοκέφαλό» του, τότε αυτομάτως αναγνωρίζεται και η εκκλησιαστική «νομιμότητα» της Σχισματικής Εκκλησίας.
Ως γνωστόν, για την Σχισματική Εκκλησία της Ουκρανίας έχει προηγηθεί Πανορθόδοξη καταδίκη με καθαιρέσεις και αφορισμούς. Αυτή η Πανορθόδοξη καταδίκη δεν έχει ανακληθεί. Τελευταία, με Τόμο Αυτοκεφαλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου (11-1-2019), έγινε μια αγιοπνευματικού και εκκλησιολογικού χαρακτήρα θεσμική υπέρβαση, που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για την εκκλησιαστική νομιμότητά της. Και τούτο, επειδή δεν τηρήθηκαν -απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε- θεμελιώδεις Αγιοπατερικές και Αγιοπνευματικές προϋποθέσεις, πράγμα που δημιουργεί εύλογες ενστάσεις για την Κανονικότητα των όρων-πρϋποθέσεων της Πατριαρχικής Πράξεως, εφόσον αποδεδειγμένως δεν εκφράστηκε δημόσια μετάνοια και αποκήρυξη του Σχίσματος. Με όσα λέμε στην προκειμένη περίπτωση, δεν σημαίνει ότι αμφισβητούμε την θεσμική αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί Αυτοκεφαλία, με την συναίνεση βέβαια του όλου σώματος της Εκκλησίας, εκφραζομένης συνοδικά. Εδώ, τίθεται μόνον το θέμα των έγκυρων προϋποθέσεων για την έκδοση του σχετικού Τόμου.
Κατά την Βιβλική μαρτυρία (Μθ. 4, 17, Α΄ Κορ. 5, 1-5 και Β΄ Κορ. 2, 6-8 ), αλλά και κατά την Αγιοπατερική και Αγιοπνευματική Παράδοση της Εκκλησίας, η ένταξη ή η επανένταξη στο ένα και αδιαίρετο σώμα της Εκκλησίας προϋποθέτει οπωσδήποτε την βαθιά βίωση και την ειλικρινή έκφραση μετανοίας εκ μέρους του υπό ένταξη ή επανένταξη μέλους ή της ευρύτερης Κοινότητας.
Η προϋπόθεση εκφράσεως της μετανοίας δεν υπερβαίνεται ούτε ακυρώνεται από κανένα θεσμικό πρόσωπο ή θεσμικό εκκλησιαστικό φορέα. Δεν υπάρχει καμία Οικονομία της Εκκλησίας, που να μπορεί να υποκαταστήσει ή να ακυρώσει την μετάνοια. Η μετάνοια καθεαυτήν συνιστά την θεμελιώδη προϋπόθεση και το πνευματικό «κλειδί» δεκτικότητας και οικειώσεως της Οικονομίας της σωτηρίας, αλλά και το «κλειδί» για την ενεργοποίηση ή την επανενεργοποίησή της, σύμφωνα με την Βιβλική μαρτυρία: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Μθ. 4, 17).
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, και το Μελιτιανό Σχίσμα αποκαταστάθηκε στην αρχαία Εκκλησία, όταν προηγήθηκε όχι μόνον η έκφραση μετανοίας, αλλά και ο αναθεματισμός του Σχίσματος από τους ίδιους τους Σχισματικούς. Και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, «αναθεματίζοντες το ίδιον Σχίσμα, ως φασι, δεδεγμένοι εισί τη Καθολική Εκκλησία» (Επιστολή Μ΄, Ναυκρατίω τέκνω, PG 99, 1053C). Τότε μόνον ακολούθησε η Πανορθόδοξη Συνοδική αποκατάστασή τους, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Στην περίπτωση της Σχισματικής Εκκλησίας της Ουκρανίας, όπως φαίνεται, δεν ζητήθηκε και δεν εκφράστηκε καμία μετάνοια. Εδώ, στην πράξη, ακυρώθηκε η μετάνοια, που είναι ρητή εντολή του Κυρίου και διαχρονική πράξη της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Εκκλησιαστική Οικονομία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κατάφωρη εκκλησιαστική παρανομία, που καθιστά αδύνατη την σωτηρία, όχι μόνο των Σχισματικών, αλλά και αυτών που κοινωνούν μυστηριακώς μαζί τους, αφού και αυτοί καθίστανται ακοινώνητοι (βλ. Β΄ Κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου, που επικυρώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους Δ’, ΣΤ’ και Ζ’).
Από τα παραπάνω, γίνεται σαφές, ότι το εν λόγω θέμα είναι ουσιαστικά Εκκλησιολογικό-Δογματικό, με αναπόφευκτες σωτηριολογικές προεκτάσεις, όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε ήδη στην Επιστολή των Αγιορειτών Γερόντων προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους (Μάρτιος 2019).
Γι’ αυτό και είναι πρωτίστως αναγκαίο, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας να αποφασίσει για την ταυτότητα της Σχισματικής Εκκλησίας της Ουκρανίας και να ζητήσει την εφαρμογή των διαχρονικών εκκλησιαστικών όρων επανεντάξεώς της, που είναι η μετάνοια και ο αναθεματισμός του Σχίσματος. Η πνευματική αυτή ευθύνη εμπίπτει πλήρως στην αρμοδιότητα της Ιεραρχίας, προκειμένου να αναγνωρίσει το εν λόγω «Αυτοκέφαλο», το οποίο έχει βεβαίως και άλλες παραμέτρους Κανονικότητας, ενόσω δεν λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη της Κανονικής Εκκλησίας στην ίδια χώρα, υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο, από την οποία Κανονική Εκκλησία αποσχίστηκε. Το «Αυτοκέφαλο» δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, έχει χορηγηθεί σε αμετανοήτους σχισματικούς. Και αυτό, το πρωτοφανές και αδιανόητο λογικώς, ιεροκανονικώς και αγιοπνευματικώς, ζητάται να γίνει τώρα και με την Συνοδική συγκατάθεση της Εκκλησίας μας.
Με την «λογική» εκδόσεως του Τόμου «Αυτοκεφαλίας» στην Σχισματική Εκκλησία της Ουκρανίας, κινδυνεύουμε μελλοντικώς να οδηγηθούμε -ενδεχομένως- και στην διαμυστηριακή αποδοχή του Παπισμού και άλλων αιρετικών, χωρίς τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της μετανοίας και της αποκηρύξεως των δογματικών πλανών τους, πράγμα που επιχειρεί σήμερα ο Οικουμενισμός, όχι μόνο στην θεωρία, αλλά ήδη και στην πράξη. Διερωτώμεθα, λοιπόν, εύλογα, μήπως οι εντός της Εκκλησίας μας αγιοπνευματικοί θεσμοί άρχισαν να «λειτουργούν» ερήμην της αγιοπνευματικής υποδομής τους. Διερωτώμεθα, μήπως τις τελευταίες δεκαετίες εισάγεται «νέο ήθος», με την κρυφή επιδίωξη να γίνει έθος– συνήθεια και στην συνέχεια εθιμικό Δίκαιο, που θα υποκαταστήσει την Ιεροκανονική Παράδοση της Εκκλησίας. Ιστορικά, γνωρίζουμε ότι, όταν παγιώθηκε μια τέτοια νοοτροπία στη Δύση, η Δυτική Εκκλησία οδηγήθηκε στον Παπισμό –με όλες τις δογματικές αποκλίσεις του– και κατέληξε στην αποκοπή της από την Μία και μόνη Εκκλησία.
Συνοψίζοντας, σημειώνουμε, ότι η όποια ενδεχόμενη απόφαση για την «Αυτοκεφαλία» της Σχισματικής Εκκλησίας της Ουκρανίας δεν μπορεί να είναι απροϋπόθετη. Επειδή τότε -έμμεσα πλην σαφώς- θα σημάνει στην πράξη μια παράνομη, εκκλησιαστικώς, θεσμική «νομιμοποίηση» του υφισταμένου Σχίσματος, πράγμα που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στην Εκκλησιαστική Αγιοπατερική Παράδοση. Και το σημαντικότερο είναι, ότι η ενδεχόμενη -απροϋπόθετη αγιοπνευματικώς- αναγνώριση πλήττει καίρια την ενότητα της όλης Εκκλησίας, της οποίας τίποτε δεν υπάρχει πολυτιμότερο. Ο κίνδυνος είναι ορατός, να δημιουργηθούν δηλαδή Σχίσματα στο πλαίσιο της όλης Εκκλησίας, εξαιτίας της ενδεχόμενης συμφωνίας Σας για την αναγνώριση του «Αυτοκεφάλου» της Σχισματικής Εκκλησίας της Ουκρανίας, πράγμα που εγκαρδίως απευχόμεθα.
Τέλος, η πνευματική λύση του υπάρχοντος εκκλησιολογικού προβλήματος είναι η μετάνοια. Και δυστυχώς αυτή, προς το παρόν, λείπει. Όμως, υπάρχει ρεαλιστική ελπίδα. Όσοι αγαπούμε εν Χριστώ την Εκκλησία, ας πάρουμε οι ίδιοι μας το καθάρσιο και θεουργό φάρμακο της μετανοίας και τότε ο Χριστός θα δώσει στον ασθενή την θεραπεία, σύμφωνα με την Αγιοπατερική μαρτυρία [Βλ. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα: «…ο και θαυμάσαι τις αν της του Θεού χρηστότητος, ει νόσον μεν ουδείς αν φύγοι το φάρμακον άλλου πίνοντος, ευθύνης δε λύοιτ’ αν αλγούντων ετέρων», Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Ζ΄, PG 150, 700C. (Εδώ θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς την αγαθότητα του Θεού. Κανένας δεν μπορεί να απαλλαγεί από αρρώστια, αν άλλος πιεί το φάρμακο. Από τις συνέπειες όμως της αμαρτίας, μπορεί κάποιος να απαλ-λαγεί, όταν άλλοι πονούν γι’ αυτόν)].