Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η απαγόρευση χορήγησης θανατηφόρου φαρμάκου σε πρόσωπο που επιθυμεί να τερματίσει την ζωή του, αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.
Εκδικάζοντας την προσφυγή της 82χρονης Ελβετίδας Άλντα Γκρος, που κατήγγειλε ότι οι ελβετικές αρχές της απαγόρευσαν να τερματίσει οικειοθελώς τη ζωή της με υποβοηθούμενη αυτοκτονία, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι η εν λόγω απαγόρευση συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και καταδίκασε την Ελβετία.
Το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας ότι είναι δικαίωμα του κάθε ατόμου να αποφασίσει τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο θέλει να δώσει τέλος στην ζωή του, επέκρινε τις διατάξεις του Ελβετικού Δικαίου, καθώς θεωρεί ότι δεν είναι αρκετά σαφείς ως προς το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται μία υποβοηθούμενη αυτοκτονία.
Η Γκρος, γεννήθηκε το 1931 και ζει στο Γκρεϊνφέσε της Ελβετίας, επιθυμούσε να τερματίσει τη ζωή της όχι επειδή έπασχε από κάποια ανίατη παθολογική ασθένεια αλλά επειδή λόγω γήρατος δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε απολέσει πολλές από τις σωματικές και διανοητικές της ικανότητες.
Το αίτημά της απορρίφθηκε από τις ιατρικές και δικαστικές αρχές της Ελβετίας και η Γκρος προσέφυγε στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 10 Νοεμβρίου 2010.