Πολλές είναι οι γιορτές της Παναγίας μέσα στον χρόνο. Όλες ονομάζονται Θεομητορικές. Όμως η πιο λαμπρή από όλες είναι το λεγόμενο «Πάσχα του καλοκαιριού», αφού έρχεται μετά από νηστεία 15 ημερών. Η 15η Αυγούστου είναι η ημέρα που γιορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Όπως αναφέρει η χριστιανική παράδοση, η ψυχή της, «επτά φορές λαμπρότερη από τον ήλιο», εντυπωσίασε τους Αποστόλους καθώς εξήλθε από το σώμα της. Γιατί όλοι ήταν παρόντες στον θάνατό της, αφού μεταφέρθηκαν δίπλα της με θαυμαστό τρόπο από τα πέρατα της Γης. Ο δε τάφος της, μετά από 3 ημέρες, βρέθηκε άδειος, γι΄ αυτό και μιλάμε για Μετάσταση της Παναγίας.
Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι η ημερομηνία Κοίμησης της Παναγίας ήταν η 15η Αυγούστου. Πάντως, η συγκεκριμένη ημερομηνία καθιερώθηκε από τον 5ο μ.Χ αιώνα μάλλον με το σκεπτικό να βρίσκεται κοντά, όμως να έπεται του εορτασμού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (6/8) και πιθανόν για να είναι κοινή η νηστεία για τις δύο γιορτές.
Μητέρων αγλάισμα
Μητέρων αγλάισμα (κόσμημα, περηφάνεια, τιμή) την αποκαλεί ο Άγιος Νεκτάριος. Η Παναγία είναι σύμβολο μητρικής αγάπης και ελπίδα προστασίας. Η ζωή της και η προσωπικότητά της εγκωμιάστηκαν ως ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς το πρόσωπό της. Πληροφορίες σχετικά με τον θάνατο της Παναγίας δεν θα βρούμε στα Ευαγγέλια, όμως τα εορτολογικά εγκώμια που γράφτηκαν για εκείνη από εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 5ου μ.Χ αιώνα και μετά μαρτυρούν ξεχωριστά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνες τις ημέρες, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Φίλια.
Άγγελος Κυρίου την ενημέρωσε
Κατά τον Ιωάννη Θεσσαλονίκης (7ος αιώνας), ο Θεός έστειλε τους αγγέλους του (ή τον Αρχάγγγελο Γαβριήλ κατ΄ άλλους) να ενημερώσουν την Παναγία για την επερχόμενη κοίμησή της μέσα στις επόμενες τρεις ημέρες. Της έδωσε μάλιστα και ένα «βραβείο» (άγνωστο τι ακριβώς ήταν), το οποίο, όπως της εξήγησε, το έστειλε ο Θεός για να το παραδώσει η ίδια στους Αποστόλους, ώστε κρατώντας το να την υμνήσουν. Της υποσχέθηκε επίσης ότι θα της στείλει όλους τους Αποστόλους για να την κηδεύσουν και «να θεωρήσουν τη δόξα της». Την προέτρεψε λοιπόν να πάρει το βραβείο, «γιατί με αυτό θα θεραπευτούν πολλοί» και να πάει στο Όρος των Ελαιών. Κατά την είσοδό της στο Όρος των Ελαιών τα δέντρα και τα φυτά υποκλίθηκαν σαν να την προσκυνούσαν. Η ταπεινή Παναγία διερωτήθηκε τότε μήπως ήταν αοράτως παρών ο Ιησούς, γιατί μάλλον προς Εκείνον απευθυνόταν ο σεβασμός της φύσης. Ο άγγελος όμως τη βεβαίωσε ότι τα σημεία αυτά προέρχονται από τον Θεό. Την πληροφόρησε ακόμα ότι κατά την ώρα της κοίμησής της θα παρίσταται ο ίδιος ο Ιησούς για να συνοδεύσει την ψυχή της, πλαισιωμένος από στρατιές αγγέλων. Αμέσως μετά χάθηκε ως φως στον ουρανό και η Παναγία επέστρεψε στο σπίτι της που «εσείετο» από το βραβείο που κρατούσε, το οποίο τοποθέτησε σε σινδόνη στο δωμάτιό της. Κατόπιν απηύθυνε θερμή προσευχή προς τον Ιησού για να την προστατεύσει, ώστε να αποφύγει τους σκοτεινούς αγγέλους του διαβόλου, στην περίπτωση που θα έρχονταν εναντίον της ψυχής της τη στιγμή του θανάτου της. (Η αιτία του φόβου της αποδίδεται στην ταπεινοφροσύνη της, η οποία δεν της επέτρεπε να θεωρεί δεδομένη την παραλαβή της ψυχής της από τον ίδιο τον Ιησού).
Δύο νύχτες προσευχής
Η Παναγία έστειλε στη συνέχεια να ειδοποιήσουν συγγενείς και γνωστούς για την επικείμενη κοίμησή της ζητώντας τους να παραμείνουν κοντά της για δύο νύχτες προσευχής. Στις δύο αυτές νύχτες θα τους μιλούσε για τη σωτηρία της ψυχής, ώστε όλοι να διηγούνται το μεγαλείο του Θεού χωρίς να θρηνούν. Εν τω μεταξύ στα Ιεροσόλυμα κατέφθασαν «άνωθεν ροπής» (αρπαγμένοι από ένα σύννεφο) οι Απόστολοι, από διαφορετικά μέρη της υφηλίου ο καθένας. Η είσοδός τους στο σπίτι της Παναγίας ήταν εντυπωσιακή, μέσα από μια μεγάλη βροντή. Πρώτος μπήκε ο Πέτρος και δεύτερος ο Παύλος. Ο Απόστολος Ιωάννης (ορισμένος από τον Ιησού ως προστάτης της Παναγίας) είχε ήδη φθάσει, ξεχωριστά από τους υπόλοιπους. Η Παναγία του είχε αναθέσει να φροντίσει τα της ταφής της φοβούμενη μήπως οι Εβραίοι αρχιερείς θελήσουν να πάρουν το σώμα της. Του είχε επίσης παραδώσει το «βραβείο».
Ο Ιησούς παρέλαβε την ψυχή της
Καθώς ξημέρωσε η τρίτη ημέρα, η Θεοτόκος δοξολόγησε τον Θεό και κατακλίθηκε έχοντας τους Αποστόλους γύρω από το κρεβάτι της. Κάποια στιγμή ακούστηκε «βροντή μεγάλη από τον ουρανό» και όλοι αισθάνθηκαν μια ευωδία να πλημμυρίζει τον χώρο. Ο Ιησούς, συνοδευόμενος από πλήθος αγγέλων (που παρέμεναν έξω από τον οίκο της Παναγίας υμνώντας), μπήκε στο δωμάτιο της μητέρας του και την ασπάσθηκε, όπως και τους Αποστόλους. Παρέλαβε την ψυχή της, η οποία, όπως παρατήρησαν οι Απόστολοι, ήταν «επτά φορές λευκότερη από τον ήλιο». Ο Ιησούς απαντώντας σε απορία του Πέτρου εξήγησε ότι οι ψυχές των ανθρώπων έρχονται στον κόσμο λευκές, αλλά στη συνέχεια αλλοιώνονται.
Η ταφή και η Μετάσταση
Το σώμα της Θεοτόκου ενταφιάστηκε σε σημείο που είχε ήδη ετοιμαστεί. Καθ΄ οδόν προς την τοποθεσία του τάφου δημιουργήθηκε θόρυβος στην πόλη των Ιεροσολύμων. Οι Εβραίοι αρχιερείς ανησυχώντας για τις εξελίξεις αποφάσισαν να σκοτώσουν τους Αποστόλους και να κάψουν το σώμα της Παναγίας. Οι άγγελοι όμως πάταξαν όποιον κινήθηκε εναντίον της εξόδιας πομπής, πλην ενός, ο οποίος άρπαξε με τα χέρια του την νεκρική κλίνη με σκοπό να τη βεβηλώσει. Τα χέρια του όμως αποκόπηκαν και έμειναν επάνω στην κλίνη. Εκείνος μετανόησε και ζήτησε από την Παναγία να τον σώσει. Τότε, ως εκ θαύματος, τα χέρια του ξανακόλλησαν στο σώμα του. Οι Απόστολοι εναπόθεσαν τελικά το σώμα στον τάφο και το φύλαξαν για τρεις ημέρες. Όταν άνοιξαν το μνήμα, το σώμα της Παναγίας δεν ήταν πια εκεί, γιατί «είχε μετατεθεί από τον Κύριον της δόξης» (Μετάσταση της Παναγίας).