Η δήλωση του Αρχιεπισκόπου ότι η συμφωνία με την προηγούμενη κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπιστεί «ως μη γενόμενη» σηματοδοτεί μια νέα φάση τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους με τα ερωτήματα να παραμένουν ανοιχτά.
Στην πραγματικότητα η δήλωση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, στη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν αναμενόμενη, εφόσον ούτως ή άλλως η προηγούμενη συμφωνία με την κυβέρνηση Τσίπρα είχε απορριφθεί από σημαντικό μέρος του κλήρου και της ιεραρχίας και η κυβέρνηση Τσίπρα, αναιρώντας δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού Κώστα Γαβρόγλου, δεν είχε προχωρήσει σε μονομερή νομοθετική ρύθμιση.
Από τη μεριά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης όπως και συνολικά η Νέα Δημοκρατία, πολιτικός χώρος που παραδοσιακά, παρά τις φιλελεύθερες αναφορές του, διεκδίκησε να είναι και η «δεξιά του Κυρίου», είχε κρατήσει απορριπτική στάση απέναντι στην συμφωνία συντονιζόμενος και με τον κατώτερο κλήρο και με τους ιεράρχες που είχαν αντιδράσει εξαρχής στη συμφωνία.
Άλλωστε, σε όλη την αντιπολιτευτική διαδρομή της η Νέα Δημοκρατία είχε προτιμήσει σε όσα βήματα θεσμικών αλλαγών είχε διατυπώσει αντιρρήσεις η εκκλησία να συντονιστεί με αυτές τις αντιρρήσεις, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αρνητική της ψήφο στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Αντίστοιχη, άλλωστε στάση είχε κρατήσει και στο ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, όπου ήταν αρνητική πάνω σε οποιαδήποτε αλλαγή ως προς τις διατυπώσεις του Συντάγματος για τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους, κάτι που επανέλαβε και ο πρωθυπουργός στη συνάντηση που είχε με τον αρχιεπίσκοπο.
Τα ανοιχτά ζητήματα στις Εκκλησίας και Κράτους
Η εικόνα θετικού κλίματος στη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο δεν αναιρεί τα υπαρκτά ανοιχτά ζητήματα και τις υπαρκτές προστριβές Εκκλησίας και κράτους σε βάθος χρόνου.
Το πρώτο θέμα που παραμένει ανοιχτό είναι αυτό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Οι δύο πλευρά εξακολουθούν να έχουν διαχρονικά διαφορετικές απόψεις ως προς το ποιο είναι ακριβώς το καθεστώς που διέπει τη λεγόμενη εκκλησιαστική περιουσία, ποια ακριβώς είναι αυτή, ποιο μέρος έχει λάβει το κράτος και ποιο μέρος έχει παραμείνει στην Εκκλησία. Μόνο που όπως διαπίστωσε και ο Αντώνης Τρίτσης οι κυβερνήσεις ακόμη και με πρωθυπουργό τον Αντρέα Παπανδρέου, στο τέλος αποφεύγουν τη μέχρι τέλους σύγκρουση με την Εκκλησία, ιδίως όταν θυμούνται ότι εξακολουθεί να έχει επιρροή σε ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος.
Το δεύτερο που είναι στην πραγματικότητα από τυπική θεσμική πλευρά είναι ανοιχτό είναι αυτό της μισθοδοσίας των κληρικών, οι οποίοι εξακολουθούν να αμείβονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, χωρίς όμως να αποτελούν δημοσίους λειτουργούς ούτε να έχουν την πλήρη κατοχύρωση που έχουν οι τελευταίοι.
Το τρίτο θέμα αφορά την εκπαίδευση. Παρότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά άλλαξε το χαρακτήρα του μαθήματος, το οποίο μπορεί να μην είναι τυπικά «κατηχητικό», στην πραγματικότητα παραμένει ισχυρά ομολογιακό και οργανωμένο γύρω από τον κυρίαρχο ρόλο της Ορθοδοξίας σε μια συγκυρία όμως όπου ο μαθητικός πληθυσμός είναι αρκετά διαφορετικός σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Βέβαια, ο Νίκος Φίλης διαπίστωσε ότι ακόμη και απλές προσπάθειες να εκσυγχρονιστεί το σχετικό πλαίσιο, πάντα έχουν κόστος για τους υπουργούς που τις δοκιμάζουν.
Η απόπειρα συμφωνίας του ΣΥΡΙΖΑ
Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να παρουσιάσει τη συμφωνία του ως απόπειρα «χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους», συνεπή προς τις υποτιθέμενες αριστερές καταβολές του, στην πραγματικότητα η συμφωνία αυτή ήταν μια συμφωνία διαρκούς οικονομικής σχέσης Εκκλησίας και Κράτους.
Ακόμη και αυτό που παρουσίασε η κυβέρνηση ως «διαχωρισμό», δηλαδή τον «αποχαρακτηρισμό» των κληρικών από την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, στην πραγματικότητα κυρίως ήταν ένα «λογιστικό» τρικ για τη τεχνητή μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και την εξεύρεση χώρου για επιπλέον διορισμούς σε άλλους κλάδους του δημοσίου, και όχι μια διαδικασία «χωρισμού», εφόσον το δημόσιο αναλάμβανε τη μισθοδοσία του κλήρου ουσιαστικά.
Άλλωστε, ακόμη και τμήμα της ιεραρχίας θεωρούσε ότι οι οικονομικοί όροι της συμφωνίας ήταν σε θετική κατεύθυνση ως προς τα οικονομικά συμφέροντα της Εκκλησία και κατοχύρωναν τη θέση τους.
Ήταν κυρίως η αντίδραση του κατώτερου κλήρου που αισθάνθηκε ότι θα διακυβευόταν η εργασιακή, μισθολογική και συνταξιοδοτική του θέση, εάν προχωρούσε η αρχική συμφωνία κυβέρνησης και εκκλησίας, όπως και η αντίδραση ορισμένων ιεραρχών που θεωρούσαν ότι δεν πρέπει να διευκολυνθεί πολιτικά μια κυβέρνηση που τοποθετούνταν διακηρυκτικά υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας και Κράτους, που οδήγησαν στην τελική αποδοκιμασία της Εκκλησίας για το προσχέδιο Συμφωνίας.
Από τη στιγμή που υπήρξε η πρώτη απόρριψη, ήταν πολύ δύσκολο να τελεσφορήσουν οι διαπραγματεύσεις, παρ’ όλες τις εγγυήσεις που έδωσε η κυβέρνηση, ιδίως από τη στιγμή που οδεύαμε προς μια παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία.
Γι’ αυτό το λόγο και τελικά η κυβέρνηση επέλεξε να μην προχωρήσει σε μονομερή θεσμική αλλαγή και το ζήτημα απλώς παραπέμφθηκε στις καλένδες.
Η Νέα Δημοκρατία και η συνέχεια του διαλόγου
Προς το παρόν η Νέα Δημοκρατία δεν έχει ανοίξει πλήρως την κατεύθυνση με την οποία θα προσεγγίσει τα υπαρκτά ζητήματα. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η ένταση ανάμεσα σε μια πιο φιλελεύθερη (και άρα φιλική και σε λογικές «ανεξίθρησκου κράτους») προσέγγιση και μια πιο συντηρητική (που επιμένει στον «ταυτοτικό» ρόλο της Ορθοδοξίας για το νεοελληνικό έθνος) υπάρχει και εντός του κυβερνώντος κόμματος και της ευρύτερης κεντροδεξιάς.
Ωστόσο, θα κληθεί και αυτή να πάρει συγκεκριμένη θέση (πέραν γενικών διαβεβαιώσεων) σε πολιτικά και θεσμικά ερωτήματα που είτε χρονίζουν (όπως είναι αυτά που αφορούν το καθεστώς της Εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά και του εργασιακού καθεστώτος των κληρικών) είτε γίνονται όλο και πιο επιτακτικά (εκπαίδευση, ευρύτερος ρόλος Ορθοδοξίας στην κοινωνική ζωή) μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.