Θεός: Σὰν τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ τρέχουν καὶ παίζουν στοὺς δρόμους καὶ τὰ πάρκα· τρέχουν καὶ παίζουν καὶ γελοῦν, λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, καὶ μόλις ἀκούσουν τὴ φωνὴ τῆς μητέρας νὰ τὰ καλεῖ:
–Ποῦ εἶστε; –Ἐδῶ εἴμαστε, φωνάζουν, καὶ σπεύδουν νὰ παρουσιαστοῦν μπροστά της γεμάτα ἱκανοποίηση καὶ χαρά…
Ἔτσι παρομοιάζει ὁ ἱερὸς Προφήτης νὰ ἀπαντοῦν πρόθυμα καὶ νὰ τρέχουν νὰ παρουσιαστοῦν γεμάτα εὐφροσύνη μπροστὰ στὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό τους, ποιά;
Τὰ ἀστέρια!
Μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ ἀπὸ τὸν προφήτη Βαρούχ, γεμάτη ζωντάνια καὶ λυρισμό, προκειμένου νὰ καταδείξει τὴν ἄμεση ὑπακοὴ καὶ ὁλοπρόθυμη ὑποταγὴ τῆς ὑλικῆς κτίσεως στὸν πάνσοφο καὶ πανάγαθο Δημιουργό της!
Εἶν’ Αὐτὸς ποὺ στέλνει τὸ φῶς, κι ἐκεῖνο πηγαίνει· τὸ καλεῖ, κι αὐτὸ ὑπακούει στὴ φωνή Του… Τ’ ἀστέρια λάμπουν στὶς σκοπιές τους γεμάτα χαρά. Τὰ προσκαλεῖ, κι αὐτὰ ἀποκρίνονται: Ἐδῶ εἴμαστε! Λάμπουν ἀπὸ ἀγαλλίαση γιὰ χάρη τοῦ Δημιουργοῦ τους: «Ὁ ἀποστέλλων τὸ φῶς, καὶ πορεύεται, ἐκάλεσεν αὐτό, καὶ ὑπήκουσεν αὐτῷ… οἱ δὲ ἀστέρες ἔλαμψαν ἐν ταῖς φυλακαῖς αὐτῶν καὶ εὐφράνθησαν. Ἐκάλεσεν αὐτοὺς καὶ εἶπον· πάρεσμεν, ἔλαμψαν μετ’ εὐφροσύνης τῷ ποιήσαντι αὐτούς» (Βαροὺχ γ΄ 33-35).
Καὶ μόνο ἡ ἀνάγνωση τῶν στίχων αὐτῶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ Θεοῦ, προξενεῖ αὐτόματα ἕνα λεπτὸ μειδίαμα στὰ χείλη μας, κάτι σὰν χαρὰ μυστική, ἕνα εὐφρόσυνο αἴσθημα ἀνακουφίσεως, στοργῆς, ἀσφαλείας. Μιὰ συγκίνηση βαθιά, ἀνείπωτη…
Ὁ Κύριος μιλᾶ μὲ τὸν ἥλιο, τὰ ἀστέρια, κι αὐτὰ ἀπαντοῦν. Καὶ λάμπουν ἀπὸ χαρὰ ποὺ μιλοῦν μαζί Του!…
Πράγματι. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ πάνσοφος Δημιουργός τους; Ἔργα τῶν χειρῶν Του δὲν εἶναι οἱ οὐρανοί; Αὐτὸς δὲν χρηματίζει καὶ ὁ προνοητὴς καὶ συντηρητής τους; Πάλι, σὲ ἄλλο σημεῖο, ἡ θεόπνευστη Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι «ὁ ἀριθμῶν πλήθη ἄστρων καὶ πᾶσιν αὐτοῖς ὀνόματα καλῶν», Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ἐπακριβῶς τὸ δυσεξαρίθμητο πλῆθος τῶν ἀστέρων καὶ σὲ ὅλα ἔχει δώσει ὄνομα καὶ τὰ φωνάζει μὲ τὸ ὄνομά τους! (Ψαλ. ρμς΄ [146] 4). Εἰκονικὴ ἔκφραση ποὺ δηλώνει ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ προείπαμε, τὴν ἀκριβὴ γνώση, τὴ δημιουργικὴ πρόνοια καὶ ἐπιμελημένη φροντίδα τοῦ Δημιουργοῦ τῶν πάντων γιὰ τὰ δημιουργήματά Του.
Τὰ καλεῖ λοιπὸν μὲ τὸ ὄνομά τους, κι ἐκεῖνα, τ’ ἀστέρια, σπεύδουν ὁλοπρόθυμα στὴν προσταγή Του, ἐμφανίζονται μπροστά Του καὶ Τοῦ λένε: «πάρεσμεν», ἐδῶ εἴμαστε, στὶς διαταγές σου! (στίχ. 35).
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, συνεχίζει ὁ Προφήτης, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δείχνουν τέτοια προθυμία, ὁλόψυχη ὑπακοὴ στὸ πρόσταγμά Του, γι’ αὐτὸ καὶ λάμπουν γεμάτα χαρά, λάμπουν μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ «τῷ ποιήσαντι αὐτούς», γιὰ χάρη τοῦ Δημιουργοῦ τους. Ἔτσι Τὸν δοξάζουν καὶ συνάμα δοξάζονται καὶ τὰ ἴδια. «Διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» καὶ κοσμοῦν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴ λάμψη ποὺ ἀντιφεγγίζουν. Φεύγουν ἀπὸ μπροστά Του καὶ πᾶνε νὰ πιάσουν τὶς θέσεις τους, τὶς βίγλες, τὶς τροχιές τους, κι ἐκεῖ νὰ κάνουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἐτάχθησαν: νὰ φέγγουν, νὰ φωτοβολοῦν. Καὶ τὸ κάνουν μὲ τόση εὐχαρίστηση! «Ἔλαμψαν ἐν ταῖς φυλακαῖς αὐτῶν καὶ εὐφράνθησαν» (στίχ. 34).
Τί μεγαλεῖο!
Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι λογοτεχνία. Ἐν προκειμένῳ ὁ λόγος θέλει νὰ καταδείξει τὴ μεγαλειώδη συμπαντικὴ ἁρμονία, τὴν ὑποταγὴ τῆς ἀψύχου Δημιουργίας στοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ ἔθεσε στὸ σύμπαν ὁ Παντοκράτωρ. Τίποτε δὲν βγαίνει ἔξω ἀπὸ τοὺς ὅρους καὶ τὰ ὅριά του, τίποτε δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὴν καθορισμένη κίνηση, σκοπὸ καὶ λειτουργία του. Κι αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ τῆς κτίσεως στοὺς νόμους ποὺ καθόρισε ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός της συνθέτει ἐν συνόλῳ τὸ μεγαλεῖο τῆς Δημιουργίας, μιὰ ἁρμονικὴ μυστικὴ συγχορδία, σιωπηλὴ συμφωνικὴ μουσική.
Μιὰ μόνο παραφωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σ’ αὐτὴ τὴ συμπαντικὴ μουσική:
Ὁ ἄνθρωπος!…
Ἡ αὐτεξουσιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλευθερία του νὰ ἐπιλέγει – σὲ ἐπίπεδο πνευματικῆς τώρα σφαίρας – τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀποσκίρτηση ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ μὲ πιστότητα καὶ ἑκούσια ὑποταγή, ἐθελούσια ὑπακοὴ τὸ νόμο τοῦ Παντάνακτος, τότε συνάπτει τὸν ἑαυτό του στὴν παγκόσμια ὑμνωδία ποὺ ἀνακρούεται πρὸς τὸν Δημιουργό.
Ποιὸν Δημιουργό; Αὐτὸν ποὺ γνωρίζει μέχρι λεπτομερείας καὶ φροντίζει γιὰ τὸ τελευταῖο ἀστέρι τοῦ πιὸ ἀπομακρυσμένου γαλαξία. Κι ἂν τέτοια στοργὴ καὶ πρόνοια, ἐπιμελημένη φροντίδα λαμβάνει γιὰ τὰ ἄψυχα δημιουργήματά Του, πόσο μᾶλλον γιὰ τὸ ἔμψυχο πλαστούργημα τῶν δακτύλων Του, τὸν ἄνθρωπο! Αὐτὸν ποὺ ἐκόσμησε μὲ τὴν εἰκόνα Του καὶ ἔδειξε τὴν ἄπειρη πρὸς αὐτὸν ἀγάπη Του μὲ ὅλα ὅσα γιὰ κεῖνον ἐπετέλεσε, μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς ἐκχύσεως τοῦ αἵματός Του!
Κι ἂν τὰ ἀστέρια λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη στὸ πρόσταγμά Του, ὅταν ἀκοῦν νὰ τὰ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά τους, καὶ σπεύδουν νὰ ἐμφανιστοῦν μπροστά Του φωνάζοντας «ἐδῶ εἴμαστε!», τότε τί πρέπει νὰ σημαίνει αὐτὸ γιὰ μᾶς;
Ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὰ ἀστέρια γιὰ νὰ συνομιλεῖ μαζί τους. Τὸν ἄνθρωπο ἔπλασε γιὰ νὰ συνομιλεῖ μαζί Του. Κι αὐτὴ ἡ ὁμιλία, συνομιλία, κοινωνία τοῦ Θεοῦ μετὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ἀπόλυτη καὶ μόνιμη καὶ τέλεια εὐφροσύνη καὶ μακαριότητά του.
«Πάρεσμεν»! «Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε». Ἐδῶ εἶμαι, Κύριε! «Λάλει, ὅτι ὁ δοῦλός σου ἀκούει». Σ’ ἀκούω, Κύριε, πές μου τί θέλεις ἀπὸ μένα. Μιὰ συνεχὴς παράσταση μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μας, μιὰ μόνιμη ἑτοιμασία ψυχῆς, ἐγρήγορση τοῦ νοῦ, ἀγρυπνία τῆς καρδιᾶς, προκειμένου νὰ πιάνουμε τὰ θεῖα μηνύματα.
Αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ ἀνείπωτη χαρά μας. Αὐτὸ ἡ μυστικὴ προσευχή μας. Αὐτὸ ἡ δόξα μας!