Ουκρανικό: Ο Μητροπολίτης Βιδινίου Δανιήλ απευθύνθηκε στους Προκαθήμενους και Ιεράρχες των Τοπικών Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σχετικά με τις πράξεις του Φαναρίου στην Ουκρανία.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ:
Σεβασμιώτατε Δέσποτα, Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἐλπίζουμε ὅτι χαίρετε, Σεβασμιώτατε, καλῆς ὑγείας ὑπὲρ τῆς ὁποίας καὶ δεόμεθα. Ἡ ταπεινότης μας, ὡς Ἀρχιερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας – Πατριαρχείου Βουλγαρίας, ἑλέῳ Θεοῦ Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βιδυνίου, μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας – Πατριαρχείου Βουλγαρίας, ἔκρινα ἀπαραίτητο διὰ τοὺς παρακάτω ἀναγεγραμμένους στὴν ἐπιστολή μας λόγους, νὰ καταθέσω τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς φόβους μου μὲ ἀφορμὴ τῶν τελευταίων ἐξελίξεων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐντὸς τοῦ κράτους τῆς Οὐκρανίας.
Κατὰ τὴ γνώμη μας, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τίθεται ἐνώπιον σοβαρῶν προκλήσεων ἐξαιτίας τῆς ἐκχωρήσεως ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στὶς 6 Ἰανουαρίου 2019, τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιχειρεῖται ἡ ἐξασφάλιση τοῦ κανονικοῦ καθεστῶτος τοῦ νεοσυστάτου ἐν Οὐκρανίᾳ ἐκκλησιαστικοῦ μορφώματος (τὸ ὁποῖο συγκροτεῖται ἀπὸ σχισματικοὺς μὲ πολὺ προβληματικὴ, ἀπὸ ἀπόψεως τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἱεραρχία), ἐνῶ σὲ αὐτὴ τὴν χώρα ἤδη ὑπάρχει μία κοινῶς ἀνεγνωρισμένη κανονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Αὐτὸ τὸ ἀποκλειστικῆς σημασίας διὰ τὸ σύνολο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ζήτημα ἐξετάζεται συμπεριλαμβανομένου καὶ ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περιβάλλοντος σὲ ὅλη τὴν ποικιλόμορφη αὐτοῦ σχέση πρὸς διάφορα συμφέροντα, με ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀγνοεῖται ἡ κατ’οὐσίαν μελέτη αὐτοῦ. Μία τέτοια προσέγγιση δημιουργεῖ ἕνα σοβαρὸ κίνδυνο εὐθυγραμμίσεως μὲ τὴν πολιτικὴ συγκυρία μὲ λίαν 2 πολιτικοποιημένη κοινὴ γνώμη, οὕτως ὥστε νὰ ἐπηρεάσει, ἐν πνεύματι τοῦ κόσμου τούτου, τὴν ἀπόφαση τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπὶ τοῦ σπουδαίου διὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ζητήματος, καὶ ἀντὶ τῆς, ἐν πνεύματι καὶ γράμματι τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀποφάσεως, νὰ καταστεῖ τοῦτο ὅμηρος τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν ἐθνικῶν παραγόντων ἤ προσδοκιῶν, τῶν φοβιῶν ἤ ἄλλης μορφῆς πιέσεων.
Βάσει τῶν προαναφερθέντων, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθήκον μας θεωροῦμε, ὡς ἀδελφὸς πρὸς ἀδελφό, νὰ καταθέσω στὴν Ὑμετέρα Σεβασμιότητα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ μοῦ ἐπιτάσσει ἡ συνείδησή μου. Ἕνα παρόμοιο Γράμμα ἀπεστείλαμε στὶς 7 Μαρτίου ἐ. ἔ. καὶ πρὸς τὸν Ἁγιώτατο Πατριάρχη Βουλγαρίας κ.κ. Νεόφυτο καὶ τοὺς ἀδελφοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας – Πατριαρχείου Βουλγαρίας.
Στὶς 11 Ὀκτωβρίου 2018 τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀνεκοίνωσε τὴν εἰλημμένη στὴ, ἀπὸ 9ης ἕως 11ης Ὀκτωβρίου, συνεδρία τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου ἀπόφαση νὰ αἴρει τὴν ἰσχύ τοῦ λεγομένου «Γράμματος Ἐκδόσεως» (κατὰ τὴν ὁρολογία τοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στὴν ἀπὸ 24ης Δεκεμβρίου 2018 ἐπιστολὴ αὐτοῦ πρὸς τὸν Πατριάρχη Βουλγαρίας κ.κ. Νεόφυτο), τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη τὸ ἔτος 1686 ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ ῥηθέντος Πατριαρχείου καὶ χορηγεῖ στὸν Πατριάρχη Μόσχας δικαίωμα χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου.
Κατὰ τὴ γνώμη μας ὡς πρὸς τὴν ἀπόφαση αὐτὴ εἴναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε ὑπ’ὄψιν μας τὰ ἑξῆς:
Δὲν σώζεται τὸ πρωτότυπο Γράμμα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1686, διὰ τοῦ ὁποίου στὸν Πατριάρχη Μόσχας χορηγεῖται ἡ ἄδεια χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου. Ὑπάρχουν Ἑλληνικὰ ἀντίγραφα καὶ Ρωσικὲς μεταφράσεις μὲ τὴν ἀρχαιότερη να χρονολογεῖται στὸ τέλος τοῦ ΙΖ΄ αἰ.
Σώζεται τὸ πρωτότυπο Γράμμα τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῆς Μοσχοβίας Ἰωάννη Ἀλεξιοβίτζη καὶ Πέτρο Ἀλεξιοβίτζη, τὸ ὁποῖο βεβαιώνει τὴν μνησθεῖσα ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Καὶ στὰ δύο κείμενα, δηλονότι στὸ «Γράμμα Ἐκδόσεως» (συμφώνως πρὸς τὰ ἀντίγραφα) καὶ στὸ Γράμμα πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῆς Ρωσσίας, παραλλήλως μὲ τὸ δικαίωμα χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου στὸν Πατριάρχη Μόσχας ὑποτάσσεται ἡ Μητρόπολη Κιέβου: «…ἀποφαίνεται, ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιόβου εἴη ὑποκειμένη ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς μεγάλης καὶ θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας…καὶ γινώσκειν ἐκεῖνον γέροντα, καὶ προεστῶτα αὐτοῦ ὡς παρ’ ἐκείνου χειροτονουμένη, καὶ οὐχὶ ὑπὸ τοῦ οἰκουμενικοῦ» (συμφώνως πρὸς τὸ Σλαβικὸ κείμενο).
Μετὰ τὴν Πράξη τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1686 τὰ παλαίφατα Πατριαρχεία Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων καὶ στὴν 3 νεότερη ἐποχὴ καὶ οἱ λοιπὲς Ἀυτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίες ἔβλεπαν πάντοτε τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κιέβου ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, σεβόμενοι πάντοτε τὸ δικαίωμα τοῦ τελευταίου σὲ πλήρη αυτοδιοίκηση ὅλου τοῦ κανονικοῦ ἐδάφους αὐτοῦ, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ χώρου τῆς Οὐκρανίας.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὶς διορθόδοξες σχέσεις ἐμαρτυρήθη καὶ βεβαιώθη ἀπὸ πολλὰ ἐπίσημα κείμενα.
Σήμερα τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως δηλώνει ὅτι οὐδέποτε ἀνήκε ἡ Μητρόπολη Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τοῦτο τεκμηριώνεται μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὅρου, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνεται στὸ Γράμμα, δηλονότι: κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία νὰ μνημονεύει ὁ Κιέβου ἐν πρώτοις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου «ὡς ὄντος πηγή, καὶ ἀρχή, καὶ ὑπερκειμένου πάντων τῶν πανταχοῦ παροικιῶν τε, καὶ ἐπαρχιῶν» καὶ ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας.
Ἡ ἐν πρώτοις μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἑρμηνεύεται ἐν προκειμένῳ ὡς τὸ μόνον χαρακτηριστικὸ τῆς δικαιοδοσιακῆς ἐξαρτήσεως. Πῶς, ὅμως, αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς συσχετίζεται μὲ τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Τὸ Γράμμα ὁρίζει ῥητῶς τὸ ποῖος ἔχει δικαιώματα διοικήσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ τοῦτο εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τὸ κείμενο δὲν θέτει ὅρους ἤ ἀπαιτήσεις, συμφώνως πρὸς τοὺς ὁποίους οἰανδήποτε ἀπόφαση διοικητικῆς φύσεως ἐντὸς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως.
Λείπουν ἀπαιτήσεις σχετικῶς πρὸς τὴν ἔγκριση ἤ ἐπικύρωση ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτου, τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου Ἐπισκόπων, τῶν ὀργανωσιακῶν προβλημάτων, τῶν ἀποφάσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων κλπ. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἁρμοδιότητες παρεχωρήθησαν στὸν Πατριάρχη Μόσχας.
Ἀντιπαραβάλλοντες νὰ παραθέσουμε τὸν περίφημο κη΄ κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ἀπονέμονται ἴσες ἁρμοδιότητες μὲ ἐκείνες τοῦ Ρώμης. Αὐτὸς ὁ κανόνας χορηγεῖ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως δικαίωμα χειροτονίας Μητροπολιτῶν τῶν τριῶν Ἀυτοκεφάλων μέχρι τότε Ἐκκλησιῶν: τῆς Θράκης, τῆς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου.
Ὁ κανόνας τονίζει μὲ ἔμφαση ὅτι τὸ μόνο δικαίωμα, τὸ ὁποῖο χορηγεῖται στὸν Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἐκεῖνο τῆς χειροτονίας τῶν πρώτων Ἐπισκόπων (Μητροπολιτῶν) αὐτῶν τῶν τριῶν κατά τόπους Ἐκκλησιών, ὄχι νά ἐκλέγει αὐτοὺς, ἐνῶ κατόπιν ἐκλογῆς αὐτῶν ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τῆς ἀντίστοιχης Ἐκκλησίας, ἐκεῖνος εἶναι, ὁ ὁποῖος ἐγκρίνει μόνον τὴν ἐπιλογὴ καὶ τελεῖ τὴν χειροτονία. Αὐτὸς ὁ κανόνας δὲν ἐπιτρέπει στόν Κωνσταντινουπόλεως νὰ χειροτονεῖ καὶ νὰ ὁρίζει Ἐπισκόπους αὐτῶν τῶν τριῶν περιοχῶν, διὸτι τοῦτο παραμένει προνόμιο τοῦ ἀντίστοιχου Μητροπολίτου.
Προφανὲς τυγχάνει ὅτι κανονικὲς καὶ νομικὲς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ κανόνος εἶναι ἡ ὑπαγωγὴ μέχρι τότε Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στὸν Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀσκεῖ τὴ δικαιοδοσία σὲ αὐτὲς τὶς περιοχές μέχρι σήμερα.
Παρομοίως, μὲ τὴν χορήγηση στὸν Πατριάρχη Μόσχας τοῦ δικαιώματος ἐγκρίσεως τῆς ἐπιλογῆς καὶ χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Κιέβου ὑπετάγη στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅπως εἶναι ἀναγεγραμμένο στὸ εἰρημένο Γράμμα
Τὸ κείμενο δὲν ἀναφέρει διοικητικὲς ἁρμοδιότητες τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας (τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως) ἐπὶ τοῦ παραχωρουμένου ἐδάφους. Ἐπομένως, ἡ ἐκφρασθεῖσα στὸ Γράμμα εὐχὴ διὰ τὴν ἐν πρώτοις μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κωνσταντινουπόλεως καὶ μετέπειτα ἐκείνου τῆς Ρωσίας, οὐδεμία σχέση ἔχει πρὸς τὶς διοικητικὲς ἁρμοδιότητες.
Λ.χ. ἡ Ἱεραρχία τῆς ἐν Η.Π.Α. Ἑλληνικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἐπίσης μνημονεύει ‘ἐν πρώτοις’ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ὅμως τὰ ἱδρυτικά κείμενα καὶ ὁ Καταστατικὸς Χάρτης αὐτῆς ἀναφέρουν ῥητῶς τὶς ἁρμοδιότητες τοῦ Πατριάρχου σχετικῶς πρὸς τὴν ἔγκριση τῶν πρὸς Ἀρχιερατεία ἐκλογίμων, τὶς ἐκλογὲς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν Μητροπολιτῶν, τὶς τροποποιήσεις τοῦ Καταστατικοῦ καὶ τὶς λοιπὲς ἁρμοδιότητες, οἱ ὁποῖες τυγχάνουν σαφῆ χαρακτηριστικὰ τῆς δικαιοδοσιακῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Στὸ ἄρθρο «Τὸ “Αὐτοκέφαλον” καὶ τὸ “Αὐτόνομον” ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» («Νέα Σιών», ἔτ. ΟΑ΄, τεύχος Α΄, Ἰανουάριος-Ἰούνιος 1979, σ. 9-32) ὁ Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Βλάσιος Φειδᾶς ἀποδεικνύει σαφῶς τὴν ὑπάρχουσα ἐσωτερικὴ σχέση καὶ ἐξάρτηση μεταξὺ τοῦ δικαίου χειροτονίας καὶ κρίσεως τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου μιᾶς κατὰ τὸπον Ἐκκλησίας, απὸ μία πλευρά, καὶ τῆς ὑπαγομένης ὑπ’αὐτὴν δικαιοδοσίας, απὸ τὴν ἄλλη. Σχολιάζοντας τὴν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τὴν ὀποία ἐπικυρώνεται τὸ αὐτοκέφαλο καθεστὼς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὁ κ. Φειδᾶς γράφει τὸ ἐξῆς:
«Εὐνόητον ὅτι τὸ θέμα τῆς διοικητικῆς ὑπαγωγῆς τῆς ἐκκλησίας Κύπρου εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Ἀντιοχείας συνεδέετο ἀρρήκτως μὲ τὴν κανονικὴν κατοχύρωσιν τῆς ἁρμοδιότητος αὐτοῦ εἰς τὸ δίκαιον τοῦ χειροτονεῖν καὶ κρίνειν τὸν μητροπολίτην Κύπρου, διὸ καὶ ἡ ὑπὸ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου μὴ ἐκχώρησις τοῦ δικαίου τούτου εἰς τὸν Ἀντιοχείας διεφύλαξε τὸ αὐτοκέφαλον τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.»
Τελικὰ, κριτήριο τοῦ αὐτοκεφάλου μιᾶς κατὰ τὸπον Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, χειροτονίας καὶ δίκης ἀπὸ τὴν Μητροπολιτική/Πατριαρχικὴ Σύνοδό της τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου (Πατριάρχου ἤ Ἀρχιεπισκόπου ἤ Μητροπολίτου) τῆς συγκεκριμένης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὲς οἱ 5 πράξεις οὐδόλως πρέπει νὰ τελοῦν σὲ ἐξάρτηση ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας.
Ἡ Πράξη τοῦ 1686, μὲ τὴν ὁποία στὸν Μόσχας καὶ στὴν περὶ Αὐτὸν Σύνοδο χορηγεῖται δικαίωμα χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, συνεπήχθη σύν καιρῷ καὶ πολλὲς ἄλλες de facto ἐπιπτώσεις δι’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τοῦτο ἀφορᾷ χειροτονίες πολλῶν κληρικῶν διαφόρων βαθμίδων, οἱ ὁποῖοι στὴ συνέχεια συμμετεἴχον σὲ Εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ κληρικοὺς ὅλων τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅλα αὐτὰ τὰ συλλείτουργα ἀποτελοῦν ἀπόδειξη καὶ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀναγνώριση τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ τῶν λοιπῶν ἐκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν στὴν Οὐκρανικὴ ἐπικράτεια ἀπὸ ὅλες τὶς κατά τόπους Ἐκκλησίες.
Σὲ περίπτωση, καθ’ἥν ᾔρετο σήμερα ἡ ἰσχὺς τῆς Πράξεως τοῦ 1686, ποῖο θὰ εἶναι τὸ κανονικὸ καθεστὼς τοῦ μόνου κανονικοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, δηλαδή τοῦ κ. Ὀνουφρίου; Εἶναι δυνατὸν ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκλεγεῖ κανονικὰ καὶ εἶναι ἀναγνωρισμένος ὰπὸ τὶς ὅλες Αὐτοκεφάλους κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, αἰφνιδίως νὰ καταστεῖ ἀντικανονικὸς, ἄνευ ἀποφάσεως ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ θέλημα μιᾶς ἄλλης κατὰ τὸπον Ἐκκλησίας;
Ταῦτα πάντα δημιουργοῦν ἕν σοβαρὸ κίνδυνο διὰ τὸ μέλλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη.
Συνεπῶς, τὸ Γράμμα τοῦ 1686 παραχωρεῖ τὴν Ιερὰ Μητρόπολη Κιέβου ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς Ἀυτοκεφάλου Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Σὲ ὅλη τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἀρτιενσωματωθείσης Μητροπόλεως, ἰσχύουν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὸ ἀπαρασάλευτο τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν:
«Τοὺς ὑπὲρ διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μὴ ἐπιέναι, μηδὲ συγχέειν τὰς ἐκκλησίας· ἀλλὰ κατὰ τοὺς κανόνας, τὸν μὲν Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπον, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ μόνον οἰκονομεῖν· τοὺς δὲ τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, τὴν Ἀνατολὴν μόνην διοικεῖν· φυλαττομένων τῶν ἐν τοῖς κανόσι τοῖς κατὰ Νίκαιαν πρεσβείων τῇ Ἀντιοχέων ἐκκλησίᾳ…» (Κανόνας β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· ἐπίσης πρβλ. καὶ τὸν κανόνα η΄ τῆς ἐν Ἐφέσῳ Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 169).
Στὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Οἱ διάφορες κανονικὲς ἰδιότητες ἄσκησης τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως» ὁ καθηγητὴς Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμᾶς σημειώνει σαφῶς ὅτι τὸ ἔδαφος τῆς συγκεκριμένης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, τὸ ἀπομονωθὲν ἀπὸ το κανονικὸ ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου 6 Κωνσταντινουπόλεως, δὲν ἀποτελεῖ πλέον τὴ δικαιοδοσία τοῦ τελευταίου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἀπομονωθεῖσα Ἐκκλησία τυγχάνει ‘Αὐτοκέφαλος’.
Στὴν ἴδια μελέτη ὁ ἀρθρογράφος ὑποδεικνύει ὅτι «τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν διαθέτει σίγουρα τὸ κανονικὸ δικαίωμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταργήση τὸ αὐτοκέφαλο μιᾶς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τοῦ προδικαιοδοσιακοῦ του ἐδάφους χωρὶς ἡ ἐνδιαφερόμενη Αὐτοκέφαλη (ἤ Πατριαρχική) Ἐκκλησία νὰ τὸ ζητήση ἡ ἴδια.» Καὶ κάτι ἄλλο, οὐδεὶς τῶν Ἐπισκόπων δύναται νὰ εἰσπηδήσει στὴν περιοχὴ μιᾶς ἄλλης Ἐπισκοπῆς, καὶ πολλῷ μάλλον, οὐδεμία Ἐκκλησία (Πατριαρχικὴ ἤ Αὐτοκέφαλος) ἤ ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων/Μητροπολιτῶν αὐτῆς δύναται νὰ παρέμβει στὸ χῶρο μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας καὶ μιᾶς ἄλλης Τοπικῆς Συνόδου.
Ἐπιπλέον, οἱ ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῆς, κατόπιν ἐκδόσεως τοῦ Γράμματος καὶ μέχρι σήμερα, διαφυλάξεως τῆς δικαιοδοσίας αὐτοῦ στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κιέβου, δηλονότι ὅτι τοῦτο παραμένει τὸ κανονικὸ αὐτοῦ ἔδαφος, ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτοὺς τοὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀποκλείουν τὴ συνύπαρξη δύο δικαιοδοσιῶν στὸν ἴδιο τόπο.
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἤτο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο κατέβαλε σπουδαίες προσπάθειες, κατὰ τὴ μακρόχρονη προπαρασκευὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ἰδιότητα ὑπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ἀναμένετο, θὰ συνερχόταν ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη), πρὸς διευθέτηση τῆς καταστάσεως ἐντὸς τῆς λεγομένης Ὀρθοδόξου «Διασπορᾶς» (τοῦ ἐκτὸς τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐδάφους). Ἡ ὕπαρξη στὸν ἴδιο τόπο περισσοτέρων ἀπὸ μιᾶς δικαιοδοσιῶν προσδιωρίσθη ὡς «κανονικὴ ἀνωμαλία» καὶ οὕτως τῷ ὄντι ἔχει τὸ πράγμα. Πῶς ὅμως νὰ ἐκλαμβάνει τις τίς, κατόπιν ὑπαγωγῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἀυτοκεφάλου Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ διαφυλάττει τὸ δικαίωμα αὐτοῦ ἐπὶ τῆς ἐν λόγῳ Μητροπόλεως;
Ἀνεξαρτήτως τῶν ἀξιώσεων αὐτῶν καὶ βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων, κατόπιν ὑπαγωγῆς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, σὲ ὅλο τὸ κανονικὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἰσχύουν πλήρως οἱ Κανόνες περὶ ἀκεραιότητος καὶ ἀμετακινήτου τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν (Κανόνας β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικὴς Συνόδου καὶ κανόνας η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Αὐτὸ νὰ ληφθεῖ ὑπ’ὄψιν ὅταν προβάλλονται ἰσχυρισμοὶ ὅτι ὁ ὅρος τοῦ Γράμματος τοῦ 1686 ἀναφορικῶς πρὸς τὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κωνσταντινουπόλεως πρὸ ἐκείνου τοῦ Μόσχας ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς δικαιοδοσιακῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιέβου ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, καὶ δήθεν χὰριν αὐτοῦ τοῦ ὅρου ἡ Μητρόπολη Κιέβου οὐδέποτε παρεχωρήθη de facto στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Ἀντιθέτως, ἀκριβῶς ἡ ἄσκηση ἁρμοδιοτήτων, τὶς ὁποίες τὸ Γράμμα χορηγεῖ στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας στὸ χῶρο τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ οἱ ὁποῖες, ὅπως ἔχουμε ἤδη προαναφέρει, ἔχουν ἰδιότητες ἀσκήσεως τῆς πλήρους αὐτονομίας στὸ ἐν λόγῳ ἔδαφος, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀποδεικνύουν το κανονικῶς ἀνυπόστατο τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ῥηθέντος ὅρου παραλλήλως μὲ τὰ ἤδη παραχωρηθέντα δικαιώματα.
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ de facto ἄσκηση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας τῶν δικαιωμάτων τοῦ αὐτοκεφάλου στο ἔδαφος τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, τὰ ὁποῖα ἀπολύτως νομίμως παρεχωρήθησαν μὲ τὴν Συνοδική Πράξη τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως το ἔτος 1686, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀποδεικνύει τὴ σκοπιμότητα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπιτρέπουν τὴν παραβίαση τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων, δηλονότι τὴν συνύπαρξη στὸ ἴδιο χῶρο πλέον μιᾶς δικαιοδοσίας. Στὴν οὐσίαν, ἡ ἀναστολὴ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ὡς ἄνω ὅρου τοῦ Γράμματος ἤτο ἀπαραίτητο ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς μη συμμορφώσεως αὐτοῦ πρὸς τὴν τάξη τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κάτι τὸ ὁποῖο θὰ ἀπετέλει προϋπόθεση τῆς ἀπαραδέκτου διχοτομήσεως, διαιρέσεως καὶ συγχύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιέβου.
Ἐπομένως, τίθεται ἡ ἐρώτηση: μὲ προϋπόθεση ὅτι οἱ μνησθέντες Κανόνες ὡς πρὸς τὸ ἀπαραβίαστο τῶν δικαιοδοσιακῶν ὅρίων ἔχουν, ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν κοινῶς ἀνεγνωρισμένη ὑποχρεωτικότητα, κατὰ πόσο ἀποδεκτέον εἶναι σήμερα, ἐνεργῶντας μονομερῶς, νὰ αἴρει τις τὴν ἰσχύ αὐτῶν τῶν Κανόνων εἰς βάρος τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητος τόσο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅσο καὶ οἰασδήποτε ἄλλης κανονικῆς Αὐτοκεφάλου κατὰ τόπον Ἐκκλησίας;
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπίσης ὑπάρχουν σαφῶς καθωρισμένες προσθεσμίες ἀσκήσεως, ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο, τῆς δικαιοδοσίας ἐπὶ τῶν συγκεκριμένων ἐκκλησιαστικῶν περιοχῶν ἤ ἐνοριῶν, μὲ τὴ λήξη τῶν ὁποίων, τῶν προθεσμιῶν, ἀδυνατεῖ αὐτὸς νὰ προβάλλει ἀξιώσεις ἔναντι ἄλλων ὡς πρὸς τὸ δικαίωμα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ἐν λόγῳ περιοχῶν (μὲ τὸν κανόνα ριθ΄ (ρκθ΄) τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ὁρίζεται ἡ προθεσμία τριῶν ἐτῶν, ἐνῶ μὲ τὸν κανόνα ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ κανόνα κε΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζεται ἡ προθεσμία παραγραφῆς τριάκοντα ἐτῶν).
Ἐρωτάται, ἐὰν στὰ θύραθεν δικαστήρια, χάριν τοῦ ἀγαθοῦ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἔννομης τάξεως, κρίνεται συνετὴ ἡ νόμιμη διάταξη ὅτι ἡ de facto κατοχὴ μιᾶς περιουσίας ἐπὶ ἐπαρκοῦντως μακρὸ χρονικὸ διάστημα προσφέρει στὸν ἰδιοκτήτη τὸ πλήρες δικαίωμα ἰδιοκτησίας καὶ ἐὰν τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀντικατοπτρισμὸ τῆς Θείας δικαιοσύνης ἐντὸς τῆς κοινωνίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέσω 8 τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Οἰκουμενικῆς καὶ Τοπικῆς Συνόδου ἐπίσης θεσπίζει παρομοίως, βάσει τινὸς διατάξεως καὶ διὰ ποιοὺς λόγους ὁ Κωνσταντινοπόλεως ἀποφάσισε τὴν ἄρση ἰσχύος τοῦ κειμένου με 330 καὶ πλέον χρόνια ἱστορίας, προβάλλοντας ἀξιώσεις ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, τὸ ὁποῖον δὲν του ἀνήκει;
Ὅταν τὸ μακρινὸ 1868 ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ῥωσίας ἀπέστειλε τὴν ἀπάντηση αὐτῆς πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως μὲ ἀφορμὴ τοῦ Βουλγαρικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος, ἐνῶ στὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς μετὰ τῶν ὑπογραφῶν τῶν Μητροπολιτῶν Μόσχας καὶ Ἁγίας Πετρουπόλεως εὑρίσκετο ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Κιέβου και Γαλικίας Ἀρσενίου (καὶ μάλιστα στὴ δεύτερη θέση!), δὲν ἀντέδρασε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἴδιο ἐπανελήφθη σὲ ἄλλο Γράμμα καὶ τὸ ἔτος 1871.
Ὅταν, τὸ 1976 ὁ τότε Κιέβου καὶ Γαλικίας Φιλάρετος Ντενισένκο χρημάτιζε Ἀρχηγὸς τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν Προσυνοδικὴ Διάσκεψη στὴν Γενεύη, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνταντινουπόλεως πάλι δὲν ἀντέδρασε σχετικῶς.
Τὶ σημαίνουν οἱ ἀξιώσεις μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ μέρους κανονικοῦ ἐδάφους ἑτέρας Τοπικῆς Ἐκκλησίας μετὰ ἀπὸ παρέλευση τριακοσίων τριάκοντα ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ἡ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε δικαίωμα τοῦ πλήρους αὐτοδιοικησεως τῆς ἑτέρας Τοπικῆς Ἐκκλησίας; Τὶ σημαίνει ἡ ὑποβολὴ ἐκλήσεως διὰ παραβιάσεις δικαιωμάτων μετὰ τὴν παρέλευση τοσοῦτου μακροῦ χρόνου;
Πῶς νὰ ἐκλαμβάνεται τὸ δικαιοδοσιακὸ δικαίωμα: ὡς ἀφηρημένες ἐξουσιαστικὲς ἁρμοδιότητες παρεμβάσεως στὰ τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἤ ὡς φροντίδα διὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἐπὶ μέρους ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἐμπιστευθέντος σὲ μᾶς λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Μήπως διὰ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσαντινουπόλεως δὲν σημαίνουν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Κορ. 4, 15);
Εἶναι δυνατὸν ὁ Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποκαλεῖται πατήρ (μὲ τὴν ὡς ἄνω ἔννοια) τοῦ διαβιοῦντος ἐν Οὐκρανιᾳ λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Τὶ ποιμαντικὸ ἔργο ἐπιτέλεσε ἐκεῖ, πόσες ψυχὲς κέρδισε, πόσους «ὠδίνησε», ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν αὐτοῖς; Πόσους ἱεροὺς Ναοὺς ᾠκοδόμησε καὶ Μονὲς εὐπρέπισε; Ἤ μήπως ὑπέστη διωγμοὺς τὴν ἐποχὴ τῆς ἀθεΐας; Ἤ, τουναντίον, μήπως συνήργησε, κατὰ διαστήματα τῶν διωγμῶν ἀπὸ τὶς μπολσεβικικὲς ἀρχὲς εἰς βάρος τῆς Ἁγίας Ρωσικῆς καὶ Κιεβινῆς Ἐκκλησίας;
Ἐν προκειμένῳ δὲν εἶναι πατὴρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ εἷς ἄνθρωπος, ὅστις μὲ τὴ βία ἐπιχειρεῖ νὰ οἰκοιωθεῖ τὴν ἐξουσία. Καὶ αὐτὲς οἱ φιλοδοξίες αὐτοῦ δὲν 9 ἐπεκτείνονται μόνον στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κιέβου, ἡ ὁποία δὲν τοῦ ἀνήκει, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, διότι ἐγείρει ἀξιώσεις παρεμβάσεως στὰ ἐσωτερικὰ τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἐὰν εἶμεθα γνήσια τέκνα τῆς Μητρὸς μας Ἐκκλησίας, δηλονότι, τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑποχρεοῦμεθα νὰ ὑψώσουμε τὴ φωνὴ μας καὶ νὰ ποῦμε τι ἀκριβῶς συμβαίνει, ἀλλιῶς θὰ εἶμεθα συνένοχοι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ δύναμη ἐπιχειρεῖ νὰ σφετερισθεῖ δικαιώματα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν μόνον στὴν καθ’ὅλου Ἐκκλησία.
Ἐὰν ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐνετράπη νὰ ἀνακαλέσει ἕν κείμενο μὲ ἱστορία πλέον τῶν 330 ἐτῶν καὶ μετὰ τὴν παρέλευση αὐτοῦ τοῦ χρόνου διεκδικεῖ τὴ δικαιοδοσία ἐπὶ τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὑπάρχουν ἐγγυήσεις ὅτι δὲν θὰ ἀκυρώσει κείμενα, τὰ ὁποῖα τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἐξέδωσε λ.χ. τὰ ἔτη 1850, 1879, 1885, 1924, 1928, 1937, 1945, 1998 καὶ δὲν θὰ ἀνακοινώσει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν τὰ Αὐτοκέφαλα αὐτῶν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀντιστοίχως, ἀποτελοῦν τὸ ἀνέκαθεν κανονικὸ ἔδαφος αὐτοῦ;
Ὑπάρχουν ἐγγυήσεις ὅτι δὲν θὰ ἀποστείλει αὔριο ὁ Κωνσταντινουπόλεως τοὺς «ἐξάρχους» αὐτοῦ σὲ κάποια Ἐκκλησία διὰ νὰ κηρύξει τὴν Ἐκκλησία αὐτὴ δικαιοδοσία αὐτοῦ καὶ δὲν θὰ ἐπιθυμήσει νὰ ἐξασφαλίσει τοὺς Ναοὺς αὐτῆς στὴν «οἰκεία» αὐτοῦ κυριαρχία; Μὲ ἀυτὴ τὴν ἔννοια τὸ λεγόμενο «Οὐκρανικὸ» ἔχει πλέον ἐξελιχθεῖ σὲ ζήτημα πανορθοδόξου ἐνδιαφέροντος.
Συνοψίζοντες τὰ παραπάνω, νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἄρση τῆς ἰσχύος τοῦ Γράμματος τοῦ ἔτους 1686 καὶ ἡ οἰκειοποίηση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τοῦ δικαιοδοσιακοῦ δικαιώματος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς Οὐκρανίας εὑρίσκεται σὲ πλήρῆ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, διότι, συμφώνως πρὸς τὸ Σῶμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ μονομερὴς παρέμβαση μιᾶς Αὐτοκεφάλου Τοπικῆς Ἐκκλησίας στὰ μιᾶς ἄλλης δὲν ἐπιτρέπεται. Καὶ τοῦτο ἐπίσης καὶ ἐπειδὴ ἡ δήλωση περὶ παραβιασμένων δικαιοδοσιακῶν δικαιωμάτων στὰ ἐν λόγῳ ἐδάφη ἐπιτρέπται ἐντὸς μιᾶς καθωρισμένης προθεσμίας, ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ ἔχει παρέλθει πρὸ πολλοῦ.
Συνεπῶς, ἡ ἀνάκληση τοῦ Γράμματος καὶ ἡ ἐπακολουθήσασα στὶς 15 Δεκεμβρίου 2015 οὕτως λεγομένη «ἑνωτική σύνοδος», καθὼς καὶ ἡ ἐκχώρηση τοῦ λεγομένου Τόμου πρὸς νομιμοποίηση καὶ «κανονοποίηση» τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ σχισματικῶν ὁμάδων, καὶ ἡ παραχώρηση τοῦ καθεστώτος αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας σὲ αὐτοὺς δὲν ἡμποροῦν νὰ ἔχουν πραγματικὲς κανονικὲς συνέπειες καὶ οὔτε πρέπει νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς Αὐτοκέφαλες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες.
Σημειωτέον ὅτι στὴν οὐσία αὐτὲς οἱ πράξεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως διαφεύγουν τῶν ὁρίων τοῦ τοπικοῦ ἐν Οὐκρανίᾳ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος. Ἡ εἰσπήδηση στὸ ἀλλότριο κανονικὸ ἔδαφος καὶ ἡ 10 οἰκειοποίηση τοῦ δικαιοδοσιακοῦ δικαιώματος ἐπ’αὐτοῦ θίγει διορθόδοξες σχέσεις καὶ δὲν ἡμπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ μὲ συγκυρίες. Αὐτὲς οἱ πράξεις ἀποτελοῦν σχεδὸν ἀπόπειρα παρουσιάσεως τῶν ἀξιώσεων, οἱ ὁποῖες τὰ τελευταῖα ἐγείρει, κατὰ τρόπο ἄμεσο, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὡς προνόμια τινα ποὺ ἀφοροῦν τὴν «θεραπείαν πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων ὑπερορίως» (βλ. τὸ ἀπὸ 24ης Δεκεμβρίου 2018 Γράμμα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Πατριάρχη Βουλγαρίας κ.κ. Νεόφυτο).
Ἀποδοχὴ αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν ἐκ μέρους τῶν Ἀυτοκεφάλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν θὰ ὁδηγήσει στὴν καθιέρωση στὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἑνὸς ἐπικινδύνου προηγουμένου, τὸ ὁποῖο θίγει ὄχι ἀπλῶς κανονικὰ ζητήματα τοῦ τρόπου διοικήσεως ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπιβουλεύεται τὴν ἐκκλησιολογία, τὴν ἴδια διδασκαλία περὶ Ἐκκλησίας. Ἀπειλεῖται ἡ συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο εἶναι πλέον ἕν ζήτημα δογματικό.
Οἱ ἀπόπειρες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ οἰκειοποιήσει δικαιώματα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, διατυποῦνται ῥητῶς στὸ οὕτως λεγόμενο Τόμο, τὸν ὁποῖο ἐξέδωσε στὶς 6 Ἰανουαρίου 2019.
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι μέρος τῶν παρατηρήσεων ἐπὶ τοῦ Τόμου, στὶς ὁποίες προέβη ὁ ο. καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Παναγιώτης Μπούμης. Στὴ μελέτη αὐτοῦ τὸν περασμένο Ἰανουάριο ἀναφέρει: «Περαιτέρω στήν τετάρτη παράγραφο γράφεται: «Προσεπιδηλοῦμεν τοῖς ἀνωτέρω ὅτι ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία γινώσκει ὡς κεφαλήν τόν Ἁγιώτατον Ἀποστολικόν καί Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον ὡς καί οἱ λοιποί Πατριάρχαι καί Προκαθήμενοι». Καὶ διερωτᾶται κανείς: Πῶς δηλώνεται χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι γινώσκει μία αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία «ὡς κεφαλὴν τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον» καὶ πολύ περισσότερον οἱ λοιποὶ Πατριάρχες; Καὶ μέσα στοὺς λοιποὺς Πατριάρχες περιλαμβάνονται καὶ τὰ πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα;»
Μία ἐπισταμένη μελέτη τῶν Τόμων αὐτοκεφαλίας, τοὺς ὁποίους τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἐξέδωσε τὰ τελευταῖα 170 ἔτη (τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸ 1850, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας τὸ 1879, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας το 1885, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας το 1924, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας το 1937, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας τὸ 1945, τῆς Ἐκκλησίας Τσεχίας καὶ Σλοβακίας τὸ 1998), δεικνύει ὅτι σὲ οὐδὲνα αὐτῶν ἀναγράφεται ὅτι κεφαλὴ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν εἶναι ὁ Κωνσταντινουπόλεως.
Σημειωτέον ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μὲ τὸση σαφήνεια διατυποῦται ὁ παρόμοιος ἰσχυρισμὸς περὶ ἀναγνωρίσεως ἀπὸ μία τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ «θρόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ὡς κεφαλῆς της.
Παρόμοιος ἰσχυρισμὸς στὸ κείμενο ἐπισήμου ἐγγράφου δὲν ἠμπορεῖ νὰ μείνει χωρὶς σχετικὲς συνέπειες.
Ἔχοντας ὑπόψιν καὶ ἑτέρους διατάξεις τοῦ ὑπὸ ἐξέταση Τόμου, δηλονότι: ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἀρμοδιότητες νὰ ἐπιλαμβάνεται ἐγκύρως τῶν «μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καὶ κανονικῆς φύσεως» αὐτοτελῶς, ἄνευ συμμετοχῆς τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, καθῶς καὶ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἀρμόδιος νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγὲς τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ἑκκλησιῶν, δηλώνουμε κατηγορηματικῶς ὅτι ἡ τετάρτη παράγραφος δὲν ἐννοεῖ μία συμβολικὴ τιμὴ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πρώτου μεταξὺ ἴσων. Στὸν Τόμο τὸ θέμα τῆς κυριαρχίας συνδέεται πρὸς τὰ ἀποκλειστικά προνόμια τοῦ προκαθημένου Κωνσταντινουπόλεως ἐφ’ ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐρωτᾶται, ὑπήρχε ποτὲ στὴν ἱστορία αὐτῆς περίπτωση καθ’ἥν μία Αυτοκέφαλη Τοπική Εκκλησία νὰ ἀναγνωρίζει ὡς κεφαλὴ τῆς Μίας, Ἁγίας καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἕνα ἄλλο, ἐκτὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ὡς πρὸς τὴν Ὀρόδοξο Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας – Πατριαρχείου Βουλγαρίας αὐτή ἡ θέση κανονίζεται στὸν Καταστατικὸ Χάρτη αὐτῆς (ἄρ. 1. παρ. 1). Ὑποθέτουμε ὅτι τοῦτο ἰσχύει καὶ διὰ τὶς λοιπὲς Αὐτοκέφαλες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες. Εἶναι πρόθυμες νὰ προχωρήσουν σὲ τροποποίηση τῶν Καταστατικῶν αὐτῶν Χαρτῶν, προκειμένου νὰ συμμορφωθοῦν αὐτοὶ πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς τετάρτης παραγράφου τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου;
Οἰασδήπτε ἄλλη πράξη ἤ ἀδράνεια ἐν προκειμένῳ, ἐκτὸς τῆς σαφῶς διατυπούμενης γνώμης ἀσυμφωνίας μὲ τὸ ἐν λόγῳ κείμενο, θὰ ἐδήλωνε τὴν ἀποδοχὴ αὐτοῦ. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἀνεξαρτήτως τοῦ γεγονότος, κατὰ πόσον τοῦτο εἶναι ἀποτυπωμένο στοὺς Καταστατικοὺς Χάρτες τῶν Αὐτοκεφάλων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, στὶς διεθνεῖς σχέσεις ἑκάστη αὐτῶν θὰ πρέπει νὰ λαμβάνει ὑπ’ὄψιν αὐτῆς τὶς προαναφερθείσες διατάξεις (ὁ Θεὸς φυλάξοι!).
Ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως θὰ ἤτο ταπεινωτικό, ἀπὸ ἱστορικῆς – προδοσία τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ κανονικῆς – νόθευση τῆς κανονικῆς καὶ νομικῆς παραδόσεως, ἐνῶ ἀπὸ δογματικὴς – αἵρεση.
Πράγματι, ὁ ἰσχυρισμὸς τῆς τετάρτης παραγράφου τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου ὅτι ὅλες οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες γινώσκουν τὸν Κωνσταντινουπόλεως ὡς κεφαλὴ αὐτῶν, εὑρίσκεται σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὸν λδ΄ Ἀποστολικὸ κανόνα:
«Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· 12 ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 45).
Ἐρωτᾶται, πῶς εἶναι δυνατὸν Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος δὲν τυγχάνει μέλος τῆς Συνόδου Ἱεραρχίας τῆς συγκεκριμένης Τοπικῆς Ἐκκλησίας, νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς; Ἀποροῦμε πλήρως, μὲ τοὺς προαναφερθέντες κανόνες τὸν β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τὸν η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ ἀπαγορεύουν ῥητῶς αὐτὸ: «Τοὺς ὑπὲρ διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μὴ ἐπιέναι, μηδὲ συγχέειν τὰς ἐκκλησίας· ἀλλὰ κατὰ τοὺς κανόνας, τὸν μὲν Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπον, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ μόνον οἰκονομεῖν· τοὺς δὲ τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, τὴν Ἀνατολὴν μόνην διοικεῖν· φυλαττομένων τῶν ἐν τοῖς κανόσι τοῖς κατὰ Νίκαιαν πρεσβείων τῇ Ἀντιοχέων ἐκκλησίᾳ» (Κανόνας β΄ τῆς Β΄ Οἰκ. Συνόδου· Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 169).
Εὶναι προφανὲς ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἄρει τὴν ἰσχύ αὐτῶν τῶν κανόνων καὶ νὰ σφετερισθεῖ προνόμια, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἐχορηγήθησαν σὲ οὐδένα Ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀτυχῶς, τοῦτο θυμίζει τὶς λυπηρές ἀπόπειερες τοῦ Ρώμης νὰ σφετερισθεῖ τὴν ἐξουσία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Πασίγνωστες τυγχάνουν οἱ ἐπιπτώσεις αὐτῶν.
Πράγματι, ἡ περίπτωση τῆς ἀρχηγίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως σὲ μορφὴ καθ’ἥν διετυπώθη στὸν οὕτως λεγόμενο Τόμο, ἐγείρει ἐξαιρετικῶς σοβαρὸ ζήτημα διὰ τὸ ποῖος τυγχάνει ἡ Κεφαλή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλσίας; Εἶναι δυνατόν, νὰ ὑπάρχει τις μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ τὸν ὁποῖο νὰ ἴσχυε αὐτὸς ὁ προσδιορισμός;
Ἱστορικῶς ἡ ἀπάντηση διὰ τὴν ἀρχηγία τῆς Ἐκλησίας εἶναι σαφὴς: κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δισχιλιετοὺς ἱστορίας αὐτῆς σὲ οὐδένα τῶν Ἐπισκόπων ἀπένειμε ἡ Ἐκκλησία τὸν τίτλο καὶ τὶς ἁρμοδιότητες τῆς κεφαλῆς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἱεροκανονικῶς τὸ ζήτημα τοῦτο διευθετήθη μὲ τοὺς προαναφερθέντες κανόνες (λδ΄ Ἀποστολικὸς, β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς, η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδων κα.). Δογματικῶς ἡ πλέον σαφὴς ἀπάντηση ἐδόθη ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «…καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 22-23).
Παραλλήλως πρὸς αὐτὸν τὸν σαφέστατο προσδιορισμὸ καὶ τοὺς ἄλλους λόγους τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20) καὶ « ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20), εἶναι πρόδηλο τὸ ζήτημα τῆς ἀρχηγίας τῆς 13 Ἐκκλησίας. Περὶ τούτου δὲ μαρτυροῦν καὶ τὰ λόγια ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου: «Ἐδοξε γὰρ τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πραξ. 15, 28).
Δὲν διακρίνει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μεταξὺ τὼν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο δύναται νὰ ἀποδοθοῦν οἱ ἁρμοδιότητες τῆς κεφαλῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τῶν δύο πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, δηλονότι, τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου, χωρὶς νὰ ἀποδίδει σὲ ἕνα ἐξ αὐτῶν μεγαλύτερες τινες τιμὲς ἤ ἁρμοδιότητες. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέθεσε σὲ ἕνα νὰ διαδίδει τὸ Εὐαγγέλιο μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐνῶ στὸν ἄλλο μεταξύ τῶν ἐθνικῶν, οὕτως θεσπίζοντας τὴ ξεχωριστὴ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας διοίκηση.
Σημαντικὸ εἶναι νὰ ἔχουμε ὕπ’ὄψιν μας ὅτι μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ ὡς ἕν ἑνιαῖο Σῶμα, τὸ συγκροτούμενο ἐκ τῶν αὐτοδιοικήτων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, τῶν καταταξαμένων κατὰ τὴ συγκεκριμένη κανονικὴ τάξη (Ἱερὰ Δίπτυχα). Μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ συνοδικὴ σοφία τῆς Ἐκκλησίας διαφύλαξε ἀλώβητο τὸ αὐτοδιοίκητο τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἐπομένως, κατὰ τὴν τάξη τῶν Διπτύχων, εἷς Προκαθήμενος προτάσσεται ἑνὸς ἄλλου, καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦτο εἶναι πρωτεῖο τιμῆς καὶ ὄχι ἐξουσίας.
Ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν ὁποία δίδουν στὶς ἀπόπειρες οἰκειοποιήσεως τῶν ἁρμοδιοτήτων νὰ παρεμβαίνει ὁ Προκαθήμενος μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ τῆς ἄλλης: «Μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ, ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿ εἰ καί τις κατέλαβε, καὶ ὑφ´ἑαυτὸν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἵνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἡμῖν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής» (η΄ κανόνας τῆς Γ΄Οἰκ. Συνόδου· Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 203).
Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸν «ἐξουσίας τύφο κοσμικῆς» ἐννοούσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅταν ἔλυε ἀπορίες τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ ὡς πρὸς τὸ ποῖος ἐξ αὐτῶν ἤτο ὁ μείζων: «Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται» (Λουκ. 22, 25) καὶ τοὺς ἀπήντησε μὲ βεβαιότητα: «Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν» (Μκ. 10, 43).
Συνεπῶς, τόσο ὡς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅσο καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, σαφές εἶναι τὸ ζήτημα διὰ τὸ σὲ ποῖον δύναται νὰ ἀποδοθοῦν οἱ ἁρμοδιότητες τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας: οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντικαταστήσει τὴ Μόνη καὶ Διαχρονικὴ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ. Τοιουτοτρόπως ἀπαράδεκτος εἶναι ὁ σφετερισμὸς ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ 14 Προκαθήμενο μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τοῦ τίτλου ἤ τῆς ὀνομασίας τῆς Κεφαλῆς τῆς καθ’ὅλου Ἐκκλησίας. Ἐπιβάλλεται ὁ σαφὴς ἱεροκανονικὸς καὶ διοικητικὸς διαχωρισμὸς τῆς κεφαλῆς τῆς συγκεκριμένης Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ὀντολογικὴ καὶ δογματικὴ σημασία αὐτῆς. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἡ Ἐκκλησία στὴ συνοδικότητα καὶ καθολικότητα αὐτῆς δὲν ἔχει ἄλλη Κεφαλὴ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶναι ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν τὴν ἀνώτατη κανονικὴ ἐξουσία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ὁ ἐπιμέρους Ἐπίσκοπός τις.
Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ἡ προαναφερθεῖσα φόρμουλα τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου στὴν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται ἐν ῥητῇ ἀντιθέσει μὲ τὴν ἐπίμονη ἐπιθυμία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως νὰ ὑπογράφει μόνος του, ἐκ μέρους ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ κείμενα πανορθοδόξου χαρακτῆρος. Στὴν ἔκθεση ἑνὸς τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν Προσυνοδικὴ Διάσκεψη τοῦ 2009, δηλονότι τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἀβραμίδη, ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐδημοσίευσε πρόσφατα ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, τοῦτο διαφαίνεται σαφῶς μέσα ἀπὸ τὴ διαμάχη διὰ τὸν τρόπο ὑπογραφῆς Τόμου Αυτοκεφαλίας. Ὁ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ αὐτὸ εἶναι προφανές, θεωρεῖ μεγάλη προσβολὴ εἰς βάρος αὐτοῦ, νὰ κατατάσσονται πλησίον τῆς ὑπογραφῆς αὐτοῦ καὶ οἱ ὑπογραφὲς τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ. Δι’αὐτὸν, ὅπως διεπιστώθη, τὸ μεγαλύτερο βάρος εἴχε τὸ ἴδιο τὸ γεγονός τῆς ὑπογραφῆς αὐτοῦ τοῦ κειμένου διορθοδόξου ἐνδιαφέροντος μόνο ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως, παρὰ ἡ ἴδια ἡ ἐπίλυση τοῦ ζητήματος ἐκχωρήσεως αὐτοκεφαλίας. Αὐτὸ μόνο του ὁμιλεῖ διὰ πολλά.
Ἐπίσης, σοβαρὸ ζήτημα καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει ἑκάστη ἡ Αὐτοκέφαλος Τοπική Έκκλησία καὶ μὲ τὰ τῆς τρίτης παραγράφου τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου, ὅπου ὑπάρχει ἀναφορὰ στὸ δικαίωμα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές καὶ τελεσίδικες ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν ὑποθέσεων τῶν Ἐπισκόπων καὶ λοιπῶν κληρικῶν τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἀξιώσεις ἐπὶ τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐκκλήτου ἐγείρονται διὰ πρώτη φορά στοὺς Τόμους, οἱ ὁποῖοι ἐξεδόθησαν τὰ τελευταῖα 170 χρόνια (στοῦς ὁποίους ὑπήρχε ἡ ἀναφορά πάνω).
Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀξιώσεις ἐπὶ πολὺ εὐρυτέρων ἁρμοδιοτήτων, οἱ ὁποῖες θὰ ἐπέτρεπαν στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπότομες παρεμβάσεις στὰ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Λαμπρὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ συγκεκριμένη περίπτωση μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἐκκλήτων προσφυγῶν τοῦ πρώην Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο καὶ τοῦ οὕτως λεγομένου μητροπολίτου Μακαρίου καὶ ἡ ἀπὸ 11ης Ὀκτωβρίου τοῦ π.ἔ. ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποκαταστήσει τοὺς ὡς ἄνω καὶ νὰ εἰσέλθει σὲ κοινωνία μὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς.
Τὰ πλήρως δεδικαιολογημένως καὶ συμφώνως πρὸς τὴν κανονικὴ τάξη καθαιρεθέντα καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀφορισθέντα τῆς Ἐκκλησίας διὰ σοβαρὰ κανονικὰ παραπτώματα (συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἠθικῆς φύσεως) πρόσωπα καὶ οἱ 15 «χειροτονίες» τῶν ἀυτοχειροτονήτων, ἐκηρύχθησαν κανονικοὶ ἐν Οὐκρανίᾳ ἱεράρχες, ἐνῶ ὁ Προκαθήμενος τῆς μόνης κανονικὴς ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησάς, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, εἰσέπραξε ἀπάντηση ὅτι δὲν εἶναι πλέον ὁ Μητροπολίτης Κιέβου.
Δὲν ἐπιθυμοῦμε κὰν νὰ φαντασθοῦμε τὶ θὰ γινόταν σὲ περίπτωση νὰ εἴχε ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὶς παρόμοιες ἁρμοδιότητες κατὰ τὴ σύγκληση της Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ ἔτους 1998 ἐν Σοφίᾳ. Τότε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαῖος ἔθεσε θέμα παραιτήσεως τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Βουλγαρίας κ.κ. Μαξίμου. Τὶ θὰ γινόταν ἐὰν εἴχε τότε τὶς ἁρμοδιότητες νὰ δέχεται ἔκκλητο προσφυγὴ τῶν σχισματικῶν, μὲ τοὺς σχισματικοὺς «μητροπολίτες» νὰ εἴχαν λάβει θρόνους, ὅπως σήμερα στὴν Οὐκρανία καὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας νὰ εἴχαν κηρυχθεῖ ἀντικανονικοί; Τοῦτο θὰ ἐζημίου ἀνεπανορθώτως τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας.
Μήπως πράγματι, οἱ κανόνες θ΄ καὶ ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποδίδουν παρόμοιες ἁρμοδιότητες στὸν Κωνσταντινουπόλεως; Εἷς τῶν πλέον σπουδαίων Βυζαντινῶν κανονολόγων ὁ Ἱωάννης Ζωναρᾶς καὶ ἀργότερα ὁ Ἁγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (συντάκτης τοῦ «Πηδαλίου», ἑνὸς τῶν δύο ἐπισήμων συλλογῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ἐν ἰσχύϊ καὶ σήμερον), ὅπως καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζάρας (τῆς Δαλματίας) Νικόδημος Μίλας, ἐκφράζουν τὴν κατηγορηματικὴ διαφωνία αὐτῶν στὴν παρόμοια ἑρμηνεία:
«Οὐ πάντων δέ τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ. Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας, ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης, καί Φοινίκης, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου, ἄκοντας ἑλκύσει δικάσασθαι παρ᾿ αὐτῷ· ἀλλ᾿ οἱ μέν τῆς Συρίας, τῷ τῆς Ἀντιοχείας ὑπόκεινται φόρῳ, οἱ δέ τῆς Παλαιστίνης, τῷ τοῦ Ἱεροσολύμων, οἱ δέ τῆς Αἰγύπτου, παρά τῷ Ἀλεξανδρείας δικάσονται, παρ᾿ ᾧ καί χειροτονοῦνται, καί οἷς περ ὑπόκεινται» (ἑρμηνεία τοῦ ιζ΄ κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου· Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 260).
Συνεπῶς, οὐδόλως ἐξυπακούεται ὅτι οἱ κανόνες θ΄ καὶ ιζ΄ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου ἀποδίδουν στὸν Κωνσταντινουπόλεως ἁρμοδιότητες νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές ἐκ τῶν Αὐτοκεφάλων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖται ἡ σιωπηλὴ νομιμοποίηση μέσω τοῦ λεγομένου Τόμου.
Παρόμοιες ἀξιώσεις νὰ δέχεται ἔκκλητο προσφυγὴ τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιών προέβαλε τὸ ἔτος 418 ὁ Πάπας Ζωσιμᾶς. Τότε, βάσει τοῦ ε΄ κανόνος τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου, ἐδέχθη αὐτὸς ἔγκληση ἑνὸς πρεσβυτέρου τῆς Ἐκκλησίας Καρθαγένης, ἀποστέλλοντας στὴν Καρθαγένη ἀντιπροσώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπέμεναν στὴν ἐπανεξέταση τῆς ὑποθέσεως τοῦ πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου μὲ τὴ μετέπειτα γνωστοποίηση τῆς πορείας αὐτῆς στὸν Πάπα Ζωσιμᾶ, προκειμένου νὰ ἀποφανθεῖ αὐτὸς τελεσιδίκως.
Ἐπὶ τούτου τὸ ἔτος 419 στὴν Καρθαγένη συνῆλθε ἡ Σύνοδος, ὅπου παραλλήλως μὲ λοιπὰ ζητήματα συνεξετάσθη ἐνδελεχῶς καὶ τὸ θέμα τοῦ ἐνδεχομένου ἀποδοχῆς τῶν ἐκκλήτων προσφυγών τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν τῆς ἐν τῇ Αφρικῇ Ἐκκλησία.
Ὁ Πἀπας Ζωσιμᾶς ὑπεστήριζε ὅτι ὁ ε΄ κανόνας τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου, στὸν ὁποῖο παρέπεμπε, εἶναι καὶ ὁ κανόνας τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπειδὴ ὡς τοιοῦτος ὁ κανόνας αὐτὸς ἔλειπε ἀπὸ τὶς συλλογὲς τῶν κανόνων τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, τὶς ὁποίες εἴχε στὴ διάθεση αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀφρικῆς, οἱ Συνοδικοὶ πατέρες ὑπέβαλαν αἴτημα στοὺς ἐγκύρους θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, ζητοῦντες νὰ τοὺς ἀποσταλοῦν τὰ ἀκριβῆ Ἑλληνικὰ ἀντίγραφα τῶν κανόνων τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου. Φυσικῶς, διεπιστώθη ὅτι ὁ μνησθεὶς κανόνας εἶναι κανόνας τῆς ἐν Σαρδικῇ Τοπικῆς Συνόδου καὶ οὐχὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου.
Ἡ ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδος τοῦ ἔτους 419 συγκέντρωσε σὲ μὶα συλλογὴ ὅλους τοὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε εἴχαν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν ἐν Ἀφρικῇ Ἐκκλησία. Μεταξὺ αὐτῶν ἤσαν καὶ οἱ κανόνες κη΄ (λστ΄) καὶ ρκε΄ (ρλδ΄), οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν αὐστηρῶς στοὺς κληρικοὺς τῆς ἐν Ἀφρικῇ Ἐκκλησίας νὰ καταθέτουν ἐκκλήτους προσφυγές «εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης», δηλαδὴ στὴ Ρώμη.
Τὸ 423 ὁ πρεσβύτερος Ἀπιάριος ἄσκησε κατ’επανάληψιν τὴν ἔκκλητο προσφυγὴ στὸν διάδοχο τοῦ Πάπα Ζωσιμᾶ († 418) καὶ τοῦ Πάπα Βονιφατίου († 422) Κελεστίνο, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἀπέστειλε τοὺς λεγάτους αὐτοῦ στὴν Καρθαγένη, ἐπιμένοντας στὴν ἀθῴωσι τοῦ πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε καὶ πάλι στὴν Καρθαγένη, διὰ νὰ ἐπιληφθεῖ τοῦ δικαιώματος τοῦ Ρώμης νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν πέραν τῆς δικαιοδοσίας αὐτοῦ.
Ἡ ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδος τοῦ ἔτους 424 ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν Πάπα Κελεστίνο, ὅπου, βάσει τοῦ κανόνος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ ἐν Ἀφρικῇ πατέρες κάνουν ἔνσταση κατὰ τῶν ἀποπείρων τοῦ Ρώμης νὰ ἀναμειγνύεται στὰ τὴς ἐν Ἀφρικῇ Ἐκκλησίας:
«Γιατὶ ἀποφάσισε (ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας) συνετὰ καὶ δίκαια ὅτι πρέπει νὰ διεκπεραιώνονται στοὺς δικούς τους τόπους ὀποιεσδήποτε ὑποθέσεις ἀνακύψουν· οὔτε ἐξάλλου θεώρησαν ὅτι ἀπὸ τὴ μία καὶ μεμωνομένη σκέψη λείπη ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τῆς οποίας ἡ δικαιοσύνη καὶ διακρίνεται μὲ σύνεση καὶ κρατιέται μὲ σταθερότητα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ἐπειδὴ ἔχει ἐπιτραπεῖ καὶ στὸν καθένα χωριστὰ νὰ κάνει ἔφεση πρὸς τὶς συνόδους τῆς ἐπαρχίας του ἤ ἀκόμη καὶ σὲ οἰκουμενικὴ σύνοδο, ἄν αὐτὸς ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ δίκαιη κρίση τῶν δικαστῶν· ἐκτὸς ἄν τυχὸν εἶναι κανεὶς ποὺ πιστέψει ὅτι ὁ Θεός μας μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσῃ τὴ δίκαιη κρίση σ’ἕναν ὀποιονδήποτε, ἀλλὰ τὴν ἀρνεῖται στοὺς πάμπολους ἱερεῖς τους συγκεντρωμένους σὲ σύνοδο. Καὶ πῶς θὰ εἶναι ἐγγυημένη αὐτὴ ἡ πέρα ἀπὸ τὴ θάλασσα δίκη, στὴν ὀποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσέλθουν τὰ ἀπαραίτητα πρόσωπα τῶν μαρτύρων ἤ ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας τοῦ σώματος ἤ ἔξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν γηρατειῶν ἤ ἐξαιτίας πολλῶν 17 ἄλλων ἐμποδίων; Γιατὶ σχετικὰ μὲ τὸ νὰ στέλνονται κάποιοι ἀπὸ τὸ πλευρὸ τὰχα τῆς ἁγιότητάς σου, δὲ βρίσκουμε νὰ ἔχει ὁριστεῖ σὲ καμία σύνοδο τῶν Πατέρων…» (Προδρόμου Ἀκανθοπούλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων (Κείμενο-Ἑρμηνεία-Σχόλια) καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Νομοθεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Θεσσαλονίκη 20063 , σ. 373- 375. Πρβλ. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 620-621).
Διαμέσου τοῦ β΄ κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ κανόνες κη΄ (λστ΄) καὶ ρκε΄ (ρλδ΄) τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ὅπως καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἔτους 424, προσέλαβαν πανορθόδοξο κῦρος.
Οἱ ἐν λόγῳ κανόνες ἔχουν ἰδιαίτερη βαρύτητα κατὰ τὴν ἑρμηνεία καὶ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων γ΄, δ΄ καὶ ε΄ τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου, στὴν ὁποία παραπέμπουν οἱ Πάπες Ζωσιμᾶς, Βονιφάτιος καὶ Κελεστίνος, ἐγείροντες τὶς ἀξιώσεις αὐτῶν νὰ δέχονται ἐκκλήτους προσφυγές τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν τῆς ἐν Ἀφρικῇ Ἐκκλησίας.
Οἰ εἰρημένοι κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου παρέχουν κλειδὶ διὰ τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων γ΄, δ΄ καὶ ε΄ τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου, δηλονότι ὅτι αὐτοὶ ἀφοροῦν τὰ προνόμοια τοῦ Ρώμης νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγὲς μόνον τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν τῆς οἰκείας αὐτοῦ δικαιοδοσίας. Στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Πάπα Κελεστίνο διατυποῦνται ῥητῶς τὰ ὁριζόμενα ἀπὸ τὸν στ΄ κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλονότι ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου Ἱεραρχίας μιᾶς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας εἶναι τελεσίδικες καὶ ἡ μόνη ἀνωτέρα ἀρχὴ τυγχάνει ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Ἐνδιαφέρον προκαλεῖ ἡ σχετικὴ παρατήρηση τοῦ περίφημου κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμῶνος: ἐὰν ὁ Ρώμης εἶναι ἀναρμόδιος νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγὲς τῆς ἐν Αφρικῇ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πλησίον Ρώμης, ἁκόμη λιγότερο εἶναι ἁρμόδιος νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Τοῦτο εἶναι σημαντικὸ νὰ ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν κατὰ τὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων θ΄ καὶ ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στοὺς ὁποίους παραπέμπει τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, προβάλλοντας ἀξιώσεις ὲπὶ παρομοίων προνομιῶν. Ὅπως τυγχάνει γνωστό, στὶς τελευταίες αὐτῆς συνεδρίες ἡ ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδος υἱοθέτησε τὸν κη΄ κανόνα ὁ ὁποῖος ἀπονέμει στὸν Κωνσταντινουπόλεως ἴσα μὲ τὸν Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης προνόμια.
Εἶναι ἀδιανόητο οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου μὲ τοὺς κανόνες θ΄ καὶ ιζ΄ νὰ χορηγοῦσαν στὸν Κωνσταντινουπόλεως (ὅστις μέχρι τότε δὲ εἴχε ἀκόμη τὴ δικαιοδοσία ἐκτὸς τῆς τελούσης σὲ ἄμεση ὑποταγὴ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας, δηλαδή, τοῦ ἐδάφους πλησίον τῆς Πόλεως) προνόμια εὐρύτερα ἐκείνων τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ πρώτου θρόνου τῆς τότε Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ρώμης. Ὅπως ἡμπορούσαμε νὰ παρατηρήσουμε δὲν εἴχε σίγουρα ὁ Ρώμης προνόμια νὰ 18 δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν πέραν τῆς δικαιοδοσίας αὐτοῦ.
Οἱ κανόνες θ΄ καὶ ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικὴς Συνόδου νομιμοποίησαν τὴν πρακτικὴ, ἡ ὁποία ὑφίστατο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων Νεκταρίου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου νὰ ζητεῖ, δηλαδὴ, τὴ συνδρομὴ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πρωτευούσης στὶς κατά καιρούς ἀναφυόμενες διενέξεις καὶ ἀνωμαλίες στὶς διοικήσεις τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δηλονότι τῆς Θράκης, τῆς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου. Κατὰ τὸν κη΄ κανόνα αὐτὲς οἱ Ἐκκλησίες ὑπετάγησαν στὸν Κωνσταντινουπόλεως, κατ’αὐτὸν τὸν τρόπον προσδιορίζονται τὰ ἐδαφικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ στὸν Προκαθήμενό της χορηγοῦνται ἴσα μὲ τὸν Ρώμης δικαιώματα, ὅπως καὶ μὲ τοὺς λοιποὺς Πατριάρχες τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, οὕτως ὥστε νὰ ἀσκοῦν δικαιοδοσιακὰ δικαιώματα ἐπὶ τῶν μητροπολιτικῶν περιφερειῶν, ποὺ μὲ τὴ σειρὰ αὐτῶν ἔχουν ὑποτεταγμένες Ἐπισκοπές.
Ἐπομένως, ὁ κη΄ κανόνας ἀποτελεῖ κλειδὶ διὰ τὴν κατανόηση τῶν ἁρμοδιοτήτων, οἱ ὁποῖες ἀπονέμονται ἀπὸ τοὺς ἄνω θ΄ καὶ ιζ΄ κανόνες. Τὸ κείμενο τοῦ κη΄ κανόνα εἶναι ἐπὶ τούτου κατηγορηματικὸ: στὸν Κωνσταντινουπόλεως χορηγοῦνται ΙΣΑ δικαιώματα, οὔτε μεγαλύτερα ἀλλὰ οὔτε καὶ λιγότερα ἐκείνων τοῦ Ρώμης. Συνπεῶς, ἐὰν ὁ Ρώμης δὲν εἴχε δικαιώματα νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν τῆς ἐν Ἀφρικῇ Ἐκκλησίας (ὅπως καὶ ἐκ τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν), εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ κανόνες θ΄ καὶ ιζ΄ δὲν χορηγοῦν τέτοιες ἁρμοδιότητες καὶ στὸν Κωνσταντινουπόλεως.
Πολὺ σημαντικὸ νὰ ἔχουμε ὑπ’ὄψιν μας ὅτι ὅλες οἱ ἁρμοδιότητες, τὶς ὁποίες ἡ Ἐκκλησία, μέσω Συνόδου, χορήγησε στὸν Θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, ἐδόθησαν ἐπειδὴ ἡ Κωνσταντινούπολη ἤτο πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας, Δι’αὐτὸ στὸν Ἐπίσκοπο της πρωτευούσης τέτοια δικαιώματα ἀπονεμήθησαν ἐξαιτίας τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν, τὰ ὁποῖα ὑπερέβησαν τὶς κανονικὼς προσδιορισθεῖσες ἁρμοδιότητες.
Ἡ πρακτικὴ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων νὰ προσφεύγουν στὴν κρίση τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν ὑποθέσεων στὸν Θρόνο τῆς πρωτευούσης ἐπίσης ὀφείλεται καὶ στὴν ἰδιαίτερη θέση τῆς Ἐκκλησίας ἐντὸς τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο συνέβη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, λ.χ. τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης ἤ τῆς Αἰγύπτου, εἴχε ἀντίκτυπο στὸν κοινωνικὸ καὶ τὸν πολιτικὸ βίο τῆς Αὐτοκρατορίας. Δι’ αὐτὸ τὸ λόγο σπουδαῖες ὑποθέσεις πέραν τῆς διοικήσεως τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπολεως διευθετήθησαν ἀπὸ τὸ Θρόνο τῆς πρωτευούσης. Ἐπιπλέον, εἷς σημαντικὸς παράγοντας ἐν προκειμένῳ ἀποτελεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὲς οἱ ὑποθέσεις ἐκρίθησαν ἀπὸ μία ὑπερδικαιοδοσιακὴ σύνοδο, τὴν συγκροτούμενη ἐκ πάντων τῶν παρεπιδημούντων στὴν Κωνσταντινούπολη ἐκείνη τὴ 19 στιγμὴ Ἐπισκόπων ἀπ’ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ λεγόμενη «Σύνοδος Ἐνδημοῦσα».
Σήμερα τὰ ἱστορικὰ δεδομένα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά, διότι ἡ Ἰστανμποὺλ δὲν εἶναι πλέον πρωτεύουσα τοῦ χριστιανικοῦ κράτους καὶ οἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίες δὲν συγκροτοῦν ἔδαφος ἑνὸς ἑναιαίου κράτους, ὅπως ἤτο κατὰ μακρὰ περίοδο στὴ Βυζαντινὴ καὶ ἀργότερα στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Κάποιες σύγχρονες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες εἶναι πολὺ καλύτερα ὀργανωμένες σὲ ἀντιπαραβολὴ πρὸς τὸ σύγχρονο Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καὶ δὲν χρῄζουν οὐδενὸς «σταθεροποιητικοῦ» παράγοντος διὰ τὴν ἐνδοεκκλησιαστικὴ διάρθρωση καὶ διοίκηση.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἐντὸς τῶν πλαισίων τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ ἐξελίξεων, ὅταν στὸ νεοσύστατο ἐκεῖ μόρφωμα χορηγεῖται τὸ καθεστὼς τοῦ αὐτοκεφάλου ἀφενός, ὁ Θρόνος Κωνσταντινουπόλεως ἐπιμένει στὴ ἀπαρασάλευτη διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων του ἐπὶ τῶν Σταυροπηγίων, τὰ ὁποῖα εἴχε μέχρι τὸ 1686 ἀφετέρου, εἶναι δυνατὸ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ ἐνδεχόμενες προσφυγὲς τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς στὸν Κωνσταντινουπόλεως θὰ κριθοῦν ἀμερολήπτως;
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ ἔνταξη στὸν Τόμο αὐτοῦ τοῦ εὐαισθήτου δι’ἑκάστη Αὐτοκέφαλο κατὰ τόπον Ἐκκλησία ζητήματος, ἀποτελεῖ ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀπόπειρα ἀποδόσεως τῆς κανονικότητος στὴν ἀπροκαλύπτως προβληθεῖσα ἀπὸ αὐτὸ ἀξίωση ἐπὶ τῆς «ὑπερορίου δικαιοδοσίας» στὰ ἐδάφη τῶν Αὐτοκεφάλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν.
***
Ἔχουμε θίξει πάνω καὶ ἕν ἄλλο οὐσιώδες πρόβλημα στὸ περιεχόμενο τοῦ οὔτως λεγομένου Τόμου, ποὺ ἀφορᾷ δηλονότι τὶς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ ἀποκλειστικῶν προνομιῶν καὶ ἁρμοδιοτήτων, οὕτως ὥστε μονομερῶς, ἄνευ συμμετοχῆς τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν νὰ τοποθετεῖται ἐγκύρως ἐπὶ «μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως». Θεωροῦμε ἀπαραίτητο νὰ παραθέσουμε ἐπὶ τούτου κρίσεις τινες τοῦ καθηγητοῦ κ. Μπούμη:
«Λίγο πιὸ κάτω στὴν ἴδια (ἕκτη) παράγραφο γράφεται: «Προκειμένου δὲ περὶ μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καὶ κανονικῆς φύσεως, ὁ Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου…δέον ὅπως ἀπευθύνεται πρὸς τὸν καθ’ ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικὸν καὶ Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ἐκζητῶν τὴν ἔγκυρον γνώμην καί βεβαίαν συναντίληψιν αὐτοῦ». Καὶ ἐνῶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ προσθέσει «προκειμένου ὡς συντονιστὴς νὰ συγκαλέσει μία “τῶν κατὰ καιροὺς Διορθοδόξων διασκέψεων (γράφε Συνόδων)”», ἀλλάζει αἰφνιδίως τὴν συνέχεια τοῦ λόγου καὶ λέει: «…τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπὶ τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐξαρχίας καὶ τῶν Ἱερῶν 20 Σταυροπηγίων σῳζομένων ἀπαραμειώτων». Γιατὶ γίνεται αὐτό; Καὶ μήπως ἔτσι ἀναιρεῖται τὸ προλεχθὲν καὶ ὑποδειχθὲν στὴν οὐκρανικὴ Ἐκκλησία;»
Ταυτοχρόνως μὲ τὶς ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς ἁρμοδίας γνώμης «περί μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως» ἄνευ συμμετοχῆς τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, μεγάλη ἀπορία προκαλεῖ καὶ τὸ «τῶν δικαιωμάτων» ἐπί τῶν Ἱερῶν Σταυροπηγίων, τὰ ὁποῖα ὁ θρόνος Κωνσταντινουπόλεως εἴχε στὴν Οὐκρανία πρὸ 1686, «σῳζομένων ἀπαραμειώτων». Ὁ καθηγητὴς Μπούμης ἐρωτᾶ ρητορικῶς: μήπως μὲ τὰ λεχθέντα ἀναιρεῖται τὸ αὐτοκέφαλο τῆς νεοσύστατης ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐκκλησίας; Πῶς ἀπὸ κανονικῆς ἀπόψεως συμβιβάζονται οἱ ἰσχυρισμοὶ περὶ ἀποδόσεως τοῦ αὐτοκεφάλου στὴν ἐκκλησία αὐτὴ καὶ συγχρόνως περὶ διαφυλάξεως τῶν δικαιωμάτων ἐπὶ τῆς δικαιοδοσίας στὸ ἔδαφος αὐτῆς μιᾶς ἄλλης Τοπικῆς Ἐκκλησίας;
Προφανῶς, ἐν προκειμένῳ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δύο μέτρα καὶ δύο σταθμὰ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως: ἡ συνύπαρξη στὸ χῶρο τῆς λεγομένης «Διασπορᾶς», ὅπως εἶχε προαναφερθεῖ, περισσοτέρων ἀπὸ μιᾶς δικαιοδοσίας προσδιορίζεται ὡς «κανονικὴ ἀνωμαλία», μὲ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο νὰ καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες πρὸς «ἐπαναφορὰ τῆς κανονικότητος», ἐν δὲ προκειμένῳ γίνεται προσπάθεια μονιμοποιήσεως ὡς ὁμαλῆς αὐτῆς τῆς «κανονικῶς ἀνωμάλου» καταστάσεως.
Ἰδοὺ μία ἄλλη ἀπόδειξη τοῦ ὅτι οὔτε ὁ σεβασμὸς τῆς κανονικῆς τάξεως, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ἀγαθὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τὰ βασικὰ κίνητρα τῶν πράξεων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὸ Οὐκρανικό. Ἐδῶ ἐξυπηρετοῦνται πολὺ διαφορετικοὶ σκοποὶ καὶ συμφέροντα.
Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς παρεμβάσεως στὸ ἐν Οὐκρανίᾳ ἐκκλησιαστικὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως προέκρινε τὶς μονομερεῖς πράξεις αὐτοῦ ἔναντι τῆς συνοδικότητος. Ἡ ἀρχὴ τῆς συνοδικότητος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀρχὴ τῆς διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὁποία, μὲ τὸν σεβασμὸ αὐτῆς, ἀποδίδει πάντοτε πλουσίους καρποὺς, ὑπεχώρησε ἔναντι τῆς ἀρχῆς τῆς αὐθαιρέτου, αὐταρχικῆς καὶ μονοπροσώπου ἐξουσίας.
Συνεπῶς, ἐρωτᾶται: εὰν οἱ μονομερεῖς κινήσεις, καὶ μάλιστα τέτοιες, οἱ ὁποῖες προσκρούουν ἄμεσα στὴν κανονικὴ καὶ νομικὴ τάξη, προκρίνονται ἔναντι τῆς δεδοκιμασμένης μεθόδου λύσεως τῶν ἐπιμάχων ζητημάτων, πράγματι ὁ σκοπὸς ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἐπίλυση τοῦ ἐπωδύνου ζητήματος ἤ μήπως μιλάμε διὰ τὴν ἁπλὴ ἐκμετάλλευση τοῦ ζητήματος πρὸς ἐπίτευξη ἄλλων σκοπιμοτήτων;
Ἐν μέρει στὴν ἐρώτηση ἀπαντοῦν ἡ ἐμβάθυνση τὴς ἐν Οὐκρανίᾳ κρίσεως, ἡ ἐμβάθυνση τῆς διαιρέσεως τοῦ ὁμοδόξου λαοῦ καὶ οἱ διωγμοὶ εἰς βάρος μερίδος τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὶς ἐν Ουκρανίᾳ κρατικὲς ἀρχὲς. Τὸ κείμενο τοῦ οὕτως λεγομένου 21 Τόμου ἀποκρίνεται ῥητῶς: μέσω τῶν ὅρων τοῦ Τόμου γίνεται ἡ ἀπόπειρα ἀποδόσεως τῆς πανορθοδόξου κανονικότητος στὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες στὸ Οὐκρανικὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὅπως καὶ τὶς προβληθείσες ἁρμοδιότητες ἐπὶ ὑπερορίου δικαιοδοσίας στὸν κανονικὸ χῶρο τῶν Αὐτοκεφάλων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.
Ἐν κατακλείδι, ἔχοντας ὑπ΄ὄψιν τὰ ὡς ἄνω, κατὰ τὴν ταπεινὴ μας γνώμη, Ἁριχερεῖς τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὑποχρεοῦνται νὰ ἔχουν πάγια θέση καὶ νὰ προστατεύσουν τὴν ἱεροκανονικὴ τάξη ἐντὸς τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἡ τάξη ἀποτελεῖ ἐγγύηση τῆς διαφυλάξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καὶ βάση πρὸς ἀντιμετώπιση τῆς σημερινῆς κρίσεως. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι καὶ οὐδόλως ἡμποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε τὴ δικαιολογία τῶν ἀξιώσεων, οἱ ὁποῖες προβάλλονται ἤδη στὴ σημερινὴ περίπτωση, διότι θὰ συνεπάγονται τὶς καταστροφικὲς ἐπιπτώσεις διὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Ὁ σεβασμὸς τῆς ἀρχῆς τῆς συνοδικότητος, ἡ Πανορθόδοξη διαβούλευση τοῦ Οὐκρανικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀποτελοῦν τὴ μόνη ὁδὸ πρὸς ἐπιτυχὴ ἐπίλυση αὐτοῦ.* Ἐπιμαρτυροῦμε ὅτι ἡ Βουλγαρικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία – Πατριαρχείου Βουλγαρίας γνωρίζει αὐτὰ πάρα πολὺ καλὰ ἐξαιτίας τῆς σχετικῆς πικρῆς πείρας αὐτῆς.
Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ἡ συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ πανορθόδοξος διάλογος ἐν προκειμένῳ θὰ δώσουν δυνατότητα στὶς κατὰ τόπους Ἀυτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας νὰ ἐπεξεργασθοῦν ἕνα, βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων, κανονισμὸ ἀρχῆς σχετικῶς πρὸς τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὸ Οὐκρανικὸ ἐκκλησιαστικὸ, δηλονότι:
Εἰσπήδηση καὶ ἄσκηση δικαιοδοσίας στὸ ἀλλότριο χῶρο (κατὰ παράβαση τοῦ β΄ κανόνος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ η΄ κανόνος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδων)˙
Ἐκδίκαση καὶ ἐκδοση ἀποφάσεως ἐπὶ ἐγκλήσεων τῶν πρώην Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο καὶ τοῦ οὕτως λεγομένου μητροπολίτου Μακαρίου μὲ λυπηρὸ ἀποτέλεσμα νομιμοποιήσεως τοῦ σχίσματος στὴν Οὐκρανία, μὲ ἐμβάθυνση τῆς διαιρέσεως τοῦ ὁμοδόξου λαοῦ καὶ κλιμάκωση τῶν διωγμῶν εἰς βάρος τῆς κανονικῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας˙ ἀξιώσεις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγὲς τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν (ἀνυπόστατη ἑρμηνεία τῶν κανόνων θ΄ καὶ ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)˙
Ἀξιώσεις ἀρχηγίας ἐφ’ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ μέρους τοῦ Κωνσταντινουπόλεως (κατὰ παράβαση τοῦ λδ΄ Ἀποστολικοῦ κανόνος καὶ τοῦ β΄ κανόνος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοῦ η΄ κανόνος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)˙
Ἀξιώσεις ὑπερορίου δικαιοδοσίας στὸ χῶρο τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν (κατὰ παράβαση τοῦ β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)˙
Ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ διαδραματίζει ρόλο πανορθοδόξου αὐθεντίας ἐπὶ μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως (χωρὶς νὰ τεκμηριώνονται αὐτὲς μὲ Ἱεροὺς Κανόνες)˙
Ἀξιώσεις ὅτι μόνο τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἀποκλειστικὰ προνόμια ἐπὶ τῆς δικαιοδοσίας στὴν οὕτως λεγόμενη διασπορά, στὰ ἐδάφη, τὰ ὁποῖα σὲ οὐδεμία τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνήκουν (ἀνυπόστατη ἑρμηνεία τοῦ κη΄ κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Προφανὲς κρίνεται ὅτι ἀκριβῶς αὐτὲς οἱ ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπολεως διαλύουν, ἀπειλοῦν καὶ ἐπιβουλεύονται τὴ Συνοδικότητα/Καθοληκότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴ γνώμη μας ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εὑρίσκεται στὸ σταυροδρόμι: νὰ ἀναδείξει καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ συνοδικὴ αὐτῆς σοφία καὶ νὰ προστατεύσει τὴν ἑνότητα, τὴν ἁγιότητα, τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἀποστολικότητα, ἤ μερίδα αὐτῆς νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδό τοῦ παπισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὴ θλιβερὴ ἱστορία τοῦ 1054.
Σᾶς ἐυχαριστῶ διότι διαθέσατε τὸ χρόνο Σας, προκειμένου νὰ μελετήσετε τὸ κείμενο. Θὰ ἤτο χαρὰ μας ἐὰν ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις θὰ ὑπηρετοῦσαν τὴν εἰλικρινῆ, ἀδελφικὴ συζήτηση τῶν ἱεραρχῶν τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν ἤ τον διορθόδοξο διάλογο. Ταυτοχρόνως, ἔχουμε βεβαία τὴν ἐλπίδα διὰ τὴ συνετή, ἔν πνεύματι τῶν 23 Ἱερῶν Κανόνων, ἀπόφαση τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (συμπεριλαμβανομένου καὶ τῆς Βουλγαρικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας – Πατριαρχείου Βουλγαρίας) σχετικῶς πρὸς τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σὲ σχέση πρὸς τὸ Οὐκρανικὸ ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα. Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη μας, διότι ἐκ τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς ἐξαρτᾶται τὸ μέλλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Σᾶς εὔχομαι ὁλοψύχως, Σεβασμιώτατε, ἡ Πασχαλινὴ χαρὰ νὰ γεμίζει πάντοτε τὴν καρδία Σας, ἐμπνέοντας, στηρίζοντας καὶ παρηγορῶντας τὴν Ὑμετέρα Σεβασμιότητα στὰ ποιμαντικά Σας ἔργα! Στηριζόμεθα καὶ δεόμεθα στὸν Ἀνστάντα Ζωοδώτη, ὥστε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δίκτυα τῶν κοσμικῶν μεροληψιῶν καὶ νὰ μᾶς δώσει ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ νὰ δοξάζουμε τὴν Ἀνάστασή Του!
Ἐξαιτούμενος τὰς ἁγίας Ὑμῶν εὐχὰς, τῆς Ὑμετέρας Σεβασμιότητος ἐν Ἀναστάντι Χριστῷ ἀδελφὸς, διατελῶ,
Μετὰ τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης
Ὁ Μητροπολίτης
ὁ Βιδυνίου Δανιὴλ
* Ἐδῶ ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν τὰ συμπεράσματα τῆς εἰρημένης μελέτης τοῦ κ. Βλ. Φειδᾶ ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς χωρηγήσεως αὐτοκεφάλου: «Ἐκ τῶν ἐν τοῖς πρόσθεν λεχθέντων καθίσταται σαφὲς ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις συνέδεεν ἀρρήκτως τὰς ἱστορικὰς διοικητικὰς μεταβολὰς πρὸς τὴν σταθερὰν καὶ ἀδιάκοπον προσπάθειαν διαφυλάξεως τῆς ἐνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπῃ. Ἡ τοιαύτη ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις ἀπετυπώθη καὶ εἰς τὸ περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ νομοθετικὸν ἔργον τοὺ Ἰουστιανοῦ, τὸ οποῖον ἐπιρέασε τὸ καθ’ ὅλου ἑλληνορωμαϊκὸν δίκαιον τῆς βυζαντινῆς περιόδου. Κατὰ τὴν ΡΘ΄ Νεαρὰν (541) ἡ ἑνότης τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῆς ὁμοφωνίας τῶν πέντε πατριαρχικῶν θρόνων, διότι καθολικὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία «ἐν ἧ πάντες ὁμοφώνως οἱ ἁγιώτατοι ἐπίσκοποι τὴν ἀποστολικὴν κηρύττουσι πίστιν τε καὶ παράδοσιν.» Τοῦτο ἐθεωρεῖτο αὐτονόητον, δεδομένου ὅτι, κατὰ τὴν ΡΙΕ΄ Νεαρὰν (542), «πάντες οἱ μακαριώτατοι πατριάρχαι μιᾷ συμπνοίᾳ καὶ ὁμονοίᾳ τὴν ὀρθοτάτην πίστιν κηρύσσουσι», διὸ καὶ «πάντων τῶν μακαριωτάτων πατριαρχῶν τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐχόντων, οὐδεὶς ἑαυτὸν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐχώρισεν, εἰ μὴ φανερῶς αἰρετικῇ μανίᾳ κατείχετο» (PG 86, 1043). Ἡ κανονικὴ αὐτὴ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας τῶν πατριαρχῶν ἐθεωρεῖτο ἀναγκαία εἰς ζητήματα ὄχι μόνον πίστεως, ἀλλὰ καὶ κανονικῆς εὐταξίας, διὸ καὶ ἴσχυε πολλῷ μᾶλλον κατὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ αὐτοκεφάλου ἤ καὶ τοῦ αὐτονόμου ἐκκλησίας τινός (…) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἤ ὁμόθυμος συμφωνία πάντων τῶν πατριαρχικῶν θρόνων ἀποτελοῦν τὸ κανονικὸν ὄργανον ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου ἤ τοῦ αὐτονόμου ἐκκλησίας τινός, πᾶσα δὲ ἄλλα πᾶν τοὐναντίον διὰ τῆς καταπατήσεως τῆς κανονικῆς παραδόσεως διαβιβρώσκει καὶ διασπᾷ τὴν ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπῃ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.» («Νέα Σιών», τεύχος Α΄, Ἰανουάριος-Ἰούνιος 1979, σ. 21, 23).