Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος επανέρχεται με ένα άρθρο για το ζήτημα των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών και την Ορθοδοξία, αναλύοντας το θεσμό της “Πενταρχίας”.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Τον τελευταίο καιρό με αφορμή το Ουκρανικό ζήτημα γράφηκαν πολλά, θετικά και αρνητικά, από όποια πλευρά και αν το εξετάση κανείς, κυρίως έγινε ισχυρότατη κριτική στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Με την ευκαιρία αυτή χρειάσθηκε να γράψω κάποια άρθρα, για να εξηγήσω μερικές πτυχές του όλου θέματος, χωρίς να το εξαντλώ, κυρίως ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν είναι ούτε παπικό ούτε προτεσταντικό-συνομοσπονδία, αλλά είναι συνοδικό και συγχρόνως ιεραρχικό [«Το Πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας»]. Επιμένω στο θέμα αυτό, γιατί θεωρώ ότι αυτή είναι η βάση του προβλήματος που ανέκυψε.
Βεβαίως το εκκλησιαστικό Ουκρανικό ζήτημα έχει πολλές πτυχές, αλλά το βασικότερο είναι ότι πολλοί δεν έχουν καταλάβει τι είναι η «Αυτοκεφαλία» στην Ορθόδοξη Εκκλησία∙ τι είναι οι «Αυτοκέφαλες Εκκλησίες»∙ πως λειτουργεί ο ιερός θεσμός της Εκκλησίας∙ κατά πόσον οι «Αυτοκέφαλες Εκκλησίες» μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα από τον Οικουμενικό Θρόνο που είναι πρωτόθρονος και προεδρεύει όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών με πολλές αρμοδιότητες και υπευθυνότητες∙ αλλά και πως λειτουργεί ο Οικουμενικός Θρόνος σε σχέση με τις «Αυτοκέφαλες Εκκλησίες».
Αν κανείς δεν καταλάβη επαρκώς αυτόν τον τρόπο λειτουργίας των λεγομένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, και τον τρόπο λειτουργίας της Πενταρχίας κατά την πρώτη χιλιετία, αλλά και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά την δεύτερη χιλιετία, σε σχέση με τα νεώτερα Πατριαρχεία και τις νέες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, τότε δεν θα καταλάβη την ουσία αυτού του θέματος. Θα περιπλέκεται σε άλλα ζητήματα, τα οποία και αυτά έχουν την σημασία τους, αλλά θα αγνοή το θέμα στην βάση του.
Επομένως, εκείνο που πρέπει να εντοπισθή είναι το πως δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και πως λειτουργούσε ο θεσμός της Πενταρχίας στην πρώτη χιλιετία. Αυτό το βλέπουμε σαφέστατα, όταν διαβάζουμε προσεκτικά τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και τι ισχύει με τα νεώτερα Πατριαρχεία και τις νεώτερες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Τις απόψεις μου αυτές τις είχα διατυπώσει ευθαρσώς παλαιότερα, σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για τις σχέσεις Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Συγκεκριμένα το έτος 2002, πριν, δηλαδή, δεκαεπτά (17) χρόνια, εξέδωσα ένα βιβλίο με τίτλο «Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος». Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται ένα κεφάλαιο με τίτλο «Οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και ο θεσμός της Πενταρχίας», στο οποίο κατέθεσα τις απόψεις μου για το σοβαρό αυτό θέμα που εξακολουθεί να έχη επικαιρότητα.
Αναδημοσιεύω, λοιπόν, το κείμενο αυτό για να φανή ότι οι απόψεις μου για το θέμα αυτό είναι οι ίδιες εδώ και πολλά χρόνια.
Σέβομαι απόλυτα τους κανονικούς θεσμούς, σέβομαι το Συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας, την θέση και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι όλα αυτά καθιερώθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους. Ιδιαίτερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξαγιάσθηκε από μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Εκκλησίας. Επίσης, όταν χρειασθή, εκφράζω με σεβασμό τις απόψεις μου και για θεολογικά θέματα, χωρίς να υπονομεύω τον κανονικό ιερό θεσμό της Εκκλησίας.
Στην συνέχεια αναδημοσιεύω το κείμενο που προανέφερα, το οποίο, επαναλαμβάνω, γράφηκε πριν δεκαεπτά (17) χρόνια, γιατί φαίνεται ότι σήμερα παραθεωρούνται ή λησμονούνται οι βασικές αρχές του Κανονικού Δικαίου και όλα αυτά προς χάριν γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων.
1. Οι πρώτες Εκκλησίες
Ο καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης σε ειδική μελέτη του περιέγραψε ανάγλυφα τον τρόπο με τον οποίο η αρχική μορφή της Εκκλησίας μετέβη στην παγκόσμια Εκκλησία, μετά την επικράτηση, βέβαια, του Χριστιανισμού στον κόσμο. Μερικές από τις ενδιαφέρουσες απόψεις του κ. Μαντζαρίδη θα εκθέσουμε στην συνέχεια, γιατί έχουν σημασία για το θέμα που αναλύουμε στο σημείο αυτό.
Οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες διαμορφώθηκαν βάσει των συναγωγών των Ιουδαίων της διασποράς, και έτσι είχαν μια αυτοτέλεια, αλλά «διατηρούσαν κάποια ιδιαίτερη αναφορά προς την μητρική κοινότητα των Ιεροσολύμων». Υπήρχε, βέβαια, διαφορά των χριστιανικών κοινοτήτων από τις ιουδαικές, γιατί ο Χριστιανισμός παρουσιάσθηκε μέσα στην ιστορία ως το «καινόν γένος» (προς Διόγνητον) ή το «τρίτον γένος» (Αριστείδου Απολογία). Βάση και σημείο συνδέσεως των πιστών «όπως επίσης και το κέντρο, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε η ζωή και η οργάνωση της Εκκλησίας», ήταν η ευχαριστιακή λατρεία. Ακόμη πρέπει να λεχθή ότι «η ευχαριστιακή αυτή βάση δίνει χαρισματικό και εσχατολογικό χαρακτήρα στην εκκλησιαστική διάρθρωση και δομή». Αυτό σημαίνει ότι τα χαρίσματα εκδηλώνονταν κατά την λατρευτική και ευχαριστιακή ζωή, καθώς επίσης και οι Χριστιανοί ζούσαν με έντονη εσχατολογική προοπτική, αφού ανέμεναν τα έσχατα, το τέλος της ιστορίας. Έτσι, η θεία Ευχαριστία «ήταν το κέντρο, γύρω από το οποίο διαμορφώθηκε βασικά η οργάνωση της Εκκλησίας».
Οι πρώτες Εκκλησίες είχαν ιδρυθή από τους Αποστόλους, οι οποίοι ήταν οι πραγματικοί χαρισματικοί ηγέτες τους. Αλλά λόγω των διαρκών μετακινήσεών τους, τοποθετούσαν μονίμους λειτουργούς. Όταν όμως έφυγαν οι Απόστολοι, δηλαδή όταν απέθαναν, τότε αυτοί οι μόνιμοι λειτουργοί κατέλαβαν την θέση των Αποστόλων και περιορίστηκε ο θεσμός των προφητών και των χαρισματούχων. Σε αυτό αναφέρεται η διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων: «Χειροτονήσατε ούν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους… υμίν γαρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών και διδασκάλων. Μη ούν υπερίδητε αυτούς· αυτοί γαρ εισίν οι τετιμημένοι υμών μετά των προφητών και διδασκάλων».
Επομένως, από την χαρισματική κατάσταση οδηγηθήκαμε στην θεσμοποίηση της εκκλησιαστικής ζωής, χωρίς να χαθή αυτή η χαρισματική δομή της Εκκλησίας.
Με την πάροδο του χρόνου, ιδιαιτέρως μετά την εκδημία των Αποστόλων, και λόγω του ότι εμφανίσθηκαν διάφοροι γνωστικοί που ισχυρίζονταν ότι αυτοί είχαν λάβει την μυστική γνώση από τους Αποστόλους, αναπτύχθηκε περισσότερο ο βαθμός του Επισκόπου, οπότε «ο επίσκοπος προβάλλεται ως σύμβολο της παρουσίας του Θεού. Η υποταγή στον Επίσκοπο θεωρείται ως υποταγή στον Θεό». Με αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε όλα τα σχετικά κείμενα και τις προτροπές του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου.
Η εξάπλωση του Χριστιανισμού σε όλη την τότε Οικουμένη, καθώς επίσης και η αναγνώριση του Χριστιανισμού από την ρωμαική εξουσία, συνετέλεσε στο να μεταβληθή η διοικητική διάρθρωση της εκκλησιαστικής ζωής, χωρίς βέβαια να χάση τον μυστηριακό και χαρισματικό της χαρακτήρα, προσλαμβάνοντας την διοικητική διάρθρωση της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, «οι Επίσκοποι, που βρίσκονταν μέσα στις ίδιες πολιτικές επαρχίες για να αντιμετωπίσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος, σχημάτιζαν ευρύτερες εκκλησιαστικές ενότητες, τις Μητροπόλεις. Επικεφαλής στις Μητροπόλεις ήταν οι Επίσκοποι που βρίσκονταν στις πρωτεύουσες των Επαρχιών και ονομάστηκαν Μητροπολίτες. Για τον ίδιο λόγο και οι Μητροπολίτες που βρίσκονταν σε ενιαίες γεωγραφικές ή διοικητικές ενότητες σχημάτιζαν τα Πατριαρχεία ή τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες με επικεφαλής τους Μητροπολίτες των μεγαλυτέρων ή σημαντικοτέρων πόλεων που ονομάστηκαν αντίστοιχα Πατριάρχες ή Αρχιεπίσκοποι».
Φαίνεται, λοιπόν, από αυτήν την ανάλυση ότι στην αρχική της μορφή η Εκκλησία ήταν συνδεδεμένη με την θεία Ευχαριστία, που ήταν η βάση της και βέβαια υπήρχε μια χαρισματική διάρθρωση κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Και ούς μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α’, Κορ. ιβ’, 28).
Αυτό σημαίνει ότι, προηγούνται οι Απόστολοι, ακολουθούν οι Προφήτες, οι διδάσκαλοι, ύστερα οι χαρισματούχοι, οι κυβερνήσεις και τα χαρίσματα γλωσσολαλιάς. Όμως μετά την απομάκρυνση των αγίων Αποστόλων, οι Επίσκοποι προηγήθηκαν των Προφητών και αυτοί παρέμειναν εις τύπον και τόπον του Χριστού, διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων, ακριβώς γιατί αυτοί τελούσαν την θεία Ευχαριστία, που ήταν το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής. Στην συνέχεια αναπτύχθηκε το Μητροπολιτικό σύστημα, που είχε ως «Πρώτον» τον Επίσκοπο της έδρας της πολιτικής διοικήσεως μιάς επαρχίας, ο οποίος ονομάστηκε Μητροπολίτης, και αργότερα αναπτύχθηκε το Πατριαρχικό σύστημα, όταν ο Μητροπολίτης μιάς μεγάλης πόλεως ονομάστηκε Πατριάρχης και ήταν ο «Πρώτος» των Μητροπολιτών της επαρχίας εκείνης.
Ο Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης σημειώνει: «Η θεσμοποίηση στη χριστιανική ζωή δεν πρέπει να θεωρηθή ως έκπτωση από την αρχική κατάσταση, αλλά ως οργανική ανάπτυξη και εξέλιξή της. Και πραγματικά, η δημιουργία ή και η αύξηση των θεσμών δεν σημαίνει αναγκαστικά και αφανισμό της μη θεσμοποιημένης περιοχής, γιατί και αυτή μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχη μαζί με τους θεσμούς».
2. Το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας
Ο όρος Αυτοκέφαλη Εκκλησία εισήχθη με την πάροδο του χρόνου, όχι με την έννοια ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη Εκκλησία που δεν έχει σχέση με την καθόλου Εκκλησία, αλλά με την έννοια ότι αποτελεί μια ενιαία εκκλησιαστική διοίκηση που καθορίζει τα της εκλογής, χειροτονίας και δίκης των Επισκόπων και ρυθμίζει όλα τα εκκλησιαστικά θέματα της Τοπικής Εκκλησίας, αλλά έχει οπωσδήποτε σύνδεσμο με όλη την Εκκλησία, ιδιαιτέρως με την Μητέρα των Εκκλησιών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν πρόκειται για αυτόνομη και ανεξάρτητη κεφαλή, που ξεχωρίζεται από την ενιαία και μία κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά για μια διοικητική ελευθερία μέσα στο ενιαίο Σώμα του Χριστού, σύμφωνα με το πρότυπο του μελισμού του ευχαριστιακού άρτου.
Ο Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, επικαλούμενος μαρτυρία του Αλεξάνδρου Σμέμαν, γράφει ότι η έννοια του «αυτοκεφάλου» δεν ανήκει στην «οντολογία» της Εκκλησίας, αλλά στην ιστορική της «υπόσταση». Είναι αναγκαίος και απαραίτητος αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ της οντολογικής και της ιεραρχικής τάξεως της οικουμενικής Εκκλησίας, ώστε να αποφύγουμε τόσο τον κίνδυνο του Παπισμού, όσο και τον πειρασμό του Προτεσταντισμού. Επομένως ούτε αρνούμαστε την οντολογική ενότητα της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού, ούτε όμως αρνούμαστε και την ιεράρχηση μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών.
Ο Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος παρατηρεί: «Η ιστορία και η μακραίων παράδοσις της Εκκλησίας εδημιούργησε και κατωχύρωσε την πράξιν της “ιεραρχίας της τιμής”, η δε άρνησις αυτής εν ονόματι της κακώς εννοουμένης “ισοτιμίας” είναι εσκεμμένη και υποβολιμαία αντικατάστασις της γνησίας καθολικότητος διά τινος “δημοκρατικής” ισότητος».
Από διάφορες μελέτες γνωρίζουμε ότι ο όρος «Αυτοκέφαλο» εμφανίστηκε αρχικά συνδεδεμένος με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος βέβαια Αρχιεπίσκοπος δεν είχε τότε την έννοια του αρχηγού μιάς Τοπικής Εκκλησίας, αλλά ήταν ο Επίσκοπος ο οποίος είχε εξάρτηση και αναφορά (από, και) στον Πατριάρχη και όχι στον Μητροπολίτη της Επαρχίας. Έτσι, ο «αυτοκέφαλος Αρχιεπίσκοπος» εξαρτόταν από τον Πατριάρχη, από τον οποίο λάμβανε την χειροτονία και βέβαια τον μνημόνευε κατά τις ιερές Ακολουθίες.
Από τον 9ο αιώνα και μετά, όπως σημειώνει ο Καθηγητής Ιωάννης Ταρνανίδης, η σημασία του αυτοκεφάλου αναβαθμίστηκε, όταν, βεβαίως, η εκκλησιαστική ανεξαρτησία ετέθη μέσα στις πολιτικές – εθνικιστικές επιδιώξεις των Σλαύων.
Όμως, και στην περίπτωση αυτή της αναβαθμίσεως του όρου και του ρόλου του αυτοκεφάλου Αρχιεπισκόπου, όπως συμβαίνει με την ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορούσε ανά πάσα στιγμή να επεμβαίνη στα εσωτερικά της, να διευρύνη τις δικαιοδοσίες του στον χώρο της εκκλησιαστικής διοίκησής της, να χειροτονή τον Αρχιεπίσκοπο και αυτό, βέβαια, συνδέεται με την υποχρέωση του Αρχιεπισκόπου να μνημονεύη τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Γι᾿ αυτό ο όρος «αυτοκέφαλος Αρχιεπίσκοπος» στην διάρκεια όλων των αιώνων δεν είχε την έννοια της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, καθώς επίσης δεν είχε την έννοια της απόλυτης ανεξαρτησίας.
Ο Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας σε άρθρο του με τίτλο «Οι όροι και οι παράγοντες της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου» και υπότιτλο «Το αυτοκέφαλον και οι ιεροί κανόνες» αναλύει διεξοδικώς επί τη βάσει των ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής ιστορίας το πως λειτουργούσαν οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, καθώς επίσης εξετάζει διεξοδικώς τους όρους και τους παράγοντες που διαμορφώνουν μια Εκκλησία σε Αυτοκέφαλη.
Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν όλα τα επιχειρήματα του αρθρογράφου, αλλά μόνον να καταγραφούν μερικά από τα συμπεράσματά του.
Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας κάνοντας λόγο για τους όρους ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου υποστηρίζει ότι σε αυτό δεν συνετέλεσαν η αποστολικότητα της έδρας, ούτε η πολιτική σημασία κάποιας πόλεως, άλλωστε η φράση του Μ. Φωτίου «τα περί των ενοριών δίκαια ταίς πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθε», «δεν αποτελεί αρχήν απαράβατον και απαρεγκλίτως τηρηθείσαν, ως άλλως τε και αυτό τούτο το “είωθε” συνυπονοεί». Η θεμελιώδης αρχή και ο ουσιώδης όρος για την χειραφέτηση μιάς Εκκλησίας «δέον να εξαρθή αι ευκολίαι και εγγυήσεις προς απρόσκοπτον και τελεσφόρον λειτουργίαν της συνοδικής εξουσίας, διά της κανονικής και τακτικής συγκροτήσεως συνόδων κατά τας θεμελιώδεις διατάξεις, τας εν τοις ΛΔ’ και ΛΖ’ αποστολικοίς κανόσιν ενωρίτατα αποθησαυρισθείσας, και της διατηρήσεως εν γένει της επαφής και της αμοιβαίας επιτηρήσεως και επιβλέψεως και κηδεμονίας των υπό ένα Πρώτον συνενουμένων εκκλησιών».
Επομένως, η Αυτοκεφαλία των Εκκλησιών έχει σχέση με την συνοδική διάρθρωση της καθόλου Εκκλησίας και την διατήρηση της ενότητος των Εκκλησιών υπό την επίβλεψη και κηδεμονία του «Πρώτου», που είναι ο Πατριάρχης, στην κορυφή της εκκλησιαστικής πυραμίδος. Με κανέναν λόγο η Αυτοκεφαλία δεν μπορεί να εξυπηρετήση αποσχιστικές ενέργειες και τάσεις. Γι᾿ αυτό ο Τρεμπέλας παρατηρεί:
«Τέλος δεν πρέπει κατ᾿ ουδένα λόγον να λησμονήται, ότι η τοιαύτη επαφή των επισκόπων υπό τον ένα Πρώτον απέβλεπεν εις την ενίσχυσιν της εν Χριστώ ενότητος. Προδήλως λοιπόν κατ᾿ ουδένα λόγον επιτρέπεται να άγη εις την δημουργίαν είδους τινός καπετανάτων ή εκκλησιαστ. επικρατειών ξένων προς αλλήλας, αλλά μάλλον δέον να αποβλέπη εις την ευχερεστέραν επικοινωνίαν πάντων των απανταχού επισκόπων διά των κέντρων αυτών ή των Αρχιεπισκόπων. Εντεύθεν και πρωΐμως, ως είδομεν, εκδηλούται η τάσις προς διεύρυνσιν των ορίων των εκκλησ. περιφερειών διά της υπαγωγής των διαφόρων Μητροπολιτών η ή Πρώτων υπό τους Εξάρχους ή Πατριάρχας, των οποίων εν τέλει ο αριθμός περιορίζεται μόλις εις πέντε».
Αναλύοντας τους παράγοντες που συνετέλεσαν στο Αυτοκέφαλο των Εκκλησιών, το οποίο Αυτοκέφαλο λειτουργούσε ως αυτοδιοίκητο χωρίς όμως να διακόπτεται η σχέση της Τοπικής Εκκλησίας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο Καθηγητής Τρεμπέλας παρατηρεί ότι σημαντικό ρόλο για την Αυτοκεφαλία διαδραμάτισε η αρχή «της αυτοδιαθέσεως των λαών» και «λαμβάνεται υπ᾿ όψει σοβαρώς η δεδηλωμένη γνώμη των πληρωμάτων», δηλαδή των λαών. Το ίδιο ισχύει και για την άρση του Αυτοκεφάλου, όπως έγινε στην περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος. Βεβαίως, και στην περίπτωση αυτή «οι πόθοι του εκκλησ. πληρώματος εγίνοντο αναντιρρήτως δεκτοί, μόνον εφ᾿ όσον δεν προσέκρουον προς τα καλώς εννοούμενα εκκλησιαστικά συμφέροντα. Εντεύθεν παρουσιάζεται ισοστάσιος ή και υπερκείμενος του λαικού παράγοντος ο συνοδικός παράγων, άνευ της συγκαταθέσεως του οποίου η κίνησις του λαικού ή του εκπροσωπούντος αυτόν κυβερνητικού παράγοντος μόνον πραξικοπήματα, εις αυτά τα όρια του σχίσματος εγγίζοντα ή και εισβάλλοντα, δύναται να δημιουργήση. Ο συνοδικός παράγων διά τούτο παρουσιάζεται ανέκαθεν καθορίζων, κανονίζων και επεγκρίνων τας κινήσεις του λαικού παράγοντος».
Εκείνο που υποστηρίζεται ακόμη είναι η διαδικασία χορηγήσεως του Αυτοκεφάλου.
Πρώτος συνοδικός αρμόδιος να αποφανθή για την αίτηση χειραφετήσεως μιάς Εκκλησίας είναι η Σύνοδος η περί τον «Πρώτον» από όπου εξαρτώνται οι χειραφετούμενες επαρχίες και ύστερα «ο τελικώς και οριστικώς περί του αυτοκεφάλου ή αυτονόμου αποφαινόμενος είνε η γενικωτέρα σύνοδος, εν η πάσαι αντιπροσωπεύονται αι εκκλησίαι, και δη η Οικουμ. Σύνοδος». Μεταξύ δε αυτών των δύο παραγόντων εξετάζεται η ωριμότητα των Εκκλησιών, οπότε είναι δυνατόν να αρθή η Αυτοκεφαλία.
Βεβαίως, ο Τρεμπέλας υποστηρίζει ότι η προσωρινή χειραφέτηση έχει την έννοια ότι πρέπει να εξετάζεται η ωριμότητα της Εκκλησίας. Γράφει:
«Προκειμένου να δίδεται καιρός και εις την χειραφετουμένην εκκλησίαν να αποδείξη εν τοις πράγμασι την ωριμότητα αυτής, και εις τας λοιπάς αυτοκεφάλους ν᾿ αποφαίνωνται εν πλήρει γνώσει και εκτιμήσει των περιστάσεων περί του αν ενδείκνυται Εκκλησία τις να κηρυχθή αυτοκέφαλος, αι ζητούσαι την χειραφέτησιν εκκλησίαι δέον το κατ᾿ αρχάς ν᾿ αυτονομώνται μόνον υπό του εξ ου εξηρτώντο εκκλ. κέντρου επιφυλασσομένου του δικαιώματος προς ανακήρυξιν εις αυτοκέφαλον εις πάσας ομού τας αυτοκεφάλους. Η κυρίαρχος Εκκλησία μόνον την απέναντι αυτής θέσιν της νέας εκκλησίας δύναται να κανονίση, ουχί όμως και την θέσιν αυτής μεταξύ των λοιπών. Ταύτην καθορίζουσιν εις την νέαν εκκλησίαν πάσαι αι άλλαι εν συνόδω ως εμφαίνεται εκ του 17 κανόνος της εν Καρθαγένη».
Η άποψη ότι η προσωρινή αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας πρέπει να γίνεται από την Εκκλησία από την οποία αποσπάται είναι μια προσωπική άποψη του αρθρογράφου, αλλά εκείνο που επικράτησε είναι ότι η πρώτη ανακήρυξη μιάς Εκκλησίας ως Αυτοκεφάλου γίνεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η τελική αναγνώριση από την Οικουμενική Σύνοδο. Αυτήν την τιμή και αξία έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο όχι μόνον προεδρεύει σε Πανορθοδόξους Συνόδους, αλλά αναλαμβάνει και ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την ενότητα της Εκκλησίας.
Γίνεται σαφές ότι η Αυτοκεφαλία δεν δίνεται για την ανεξαρτησία μιάς Εκκλησίας, αλλά για την διατήρηση της ενότητος όλων των Τοπικών Εκκλησιών υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριάρχου. Άλλωστε, παρά την αυτοδιοίκηση μερικών Εκκλησιών, δεν υπάρχει διάσπαση της Εκκλησίας αυτής από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ειδικώς αναφέρονται από τα Πρακτικά της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου ότι οι Επίσκοποι από την διοίκηση της Ασιανής και Ποντικής δήλωσαν την εξάρτησή τους από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Για παράδειγμα ο Επίσκοπος Μύρων Ρωμανός είπε: «ουκ ηναγκάσθην εγώ· ηδέως έχω υπό τον θρόνον Κων/λεως είναι, επεί και αυτός με ετίμησε και αυτός με εχειροτόνησε». Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε αλληλεξάρτηση των αυτοδιοικήσεων με τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Το συμπέρασμα των αναλύσεων αυτών είναι ότι η αυτοδιοίκηση – Αυτοκεφαλία δίνεται κυρίως και προ παντός για την ενότητα των Εκκλησιών και όχι για λειτουργία «καπετανάτων», ότι οι παράγοντες παραχωρήσεως των Αυτοκεφαλιών είναι κατά πρώτον η Σύνοδος περί τον «Πρώτον», κυρίως το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην συνέχεια η Οικουμενική Σύνοδος, αφού εν τω μεταξύ κρίνει την ωριμότητα της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Υπάρχει δε περίπτωση να αίρεται το Αυτοκέφαλο μέχρι της αναγνωρίσεώς του από Οικουμενική Σύνοδο. Σημειώνει ο Παναγιώτης Τρεμπέλας:
«Διά της τοιαύτης δε των Οικουμ. Συνόδων αποφάνσεως το αυτοκέφαλον, υπέρ ου αύται απεφαίνοντο, κατησφαλίζετο εδραίως ως εμφαίνεται εκ του ότι αυτοκέφαλοι εκκλησίαι μη τυχούσαι της τοιαύτης επικυρώσεως και κατασφαλίσεως κατηργήθησαν συν τω χρόνω και κατελύθησαν (Καρθαγένης, Λουγδούνων, Μεδιολάνων, Πρώτης Ιουστιανής, Αχριδών, Τυρνόβου, Ιπεκίου κλπ), ενώ τουναντίον αυτοκέφαλοι τυχούσαι της αναγνωρίσεως ταύτης, καίπερ εις δεινάς εμπεσούσαι περιστάσεις ή και παρακμάσασαι, παρέμειναν και κατ᾿ ολίγον ανέζησαν (ο εκπατρισμός των Κυπρίων και η κατά το ΛΘ’ κανόνα της Πενθέκτης υπαγωγή του Κυζίκου και της Ελληνοσποντίων επαρχίας εις τον πρόεδρον της Κυπρίων νήσου· πατριαρχεία Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων».
3. Ο θεσμός της «Πενταρχίας»
Μέσα από αυτήν την ανάπτυξη, πρέπει να ερμηνευθούν οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι και οι ιεροί Κανόνες που θέσπισαν για την διατήρηση της ενότητος της εκκλησιαστικής ζωής. Η πολυπρόσωπη εκκλησιαστική ζωή και η πολυποίκιλη οργάνωση, απαιτούσαν μια ιδιαίτερη διαρθρωμένη εκκλησιαστική ιεραρχία, που να πειθαρχή και να υπακούη σε ιδιαίτερους κανόνες. Στην πραγματικότητα το Άγιον Πνεύμα ήταν εκείνο που διατηρούσε διά των κανόνων την ενότητα της Εκκλησίας.
Έτσι, αναπτύχθηκε ο θεσμός των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, της λεγομένης Πενταρχίας, και της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου. Θα δούμε λίγο αυτήν την εξέλιξη, για να ερμηνεύσουμε και μια λεπτή πτυχή που συνδέεται με το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο αείμνηστος Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης και ο αείμνηστος Νικόδημος Μίλας αναφέρονται διεξοδικώς στο θέμα της δημιουργίας των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών των αρχαιοτέρων χρόνων και στο θέμα της λεγομένης Πενταρχίας.
Ο στ’ Κανόνας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να είναι «Πρώτος» των Επισκόπων στην Αίγυπτο, την Λιβύη και την Πεντάπολη. Και αυτό θα γίνη, όπως ακριβώς συνηθίζεται με τον Επίσκοπο Ρώμης. Τον Επίσκοπο Αντιοχείας ορίζει να προΐσταται όλων των υποκειμένων σε αυτόν επαρχιών, ήτοι Συρίας και Κοίλης Συρίας, και Κιλικίας και Μεσοποταμίας, και να έχη τα πρεσβεία στις Εκκλησίες. Με τον ζ’ Κανόνα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ο Επίσκοπος της πόλεως Αιλία, όπως εκαλείτο τότε η πόλη των Ιεροσολύμων, ονομάζεται και εκείνος Πατριάρχης, κατά την ερμηνεία του Αριστηνού.
Με τον β’ και γ’ κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, συγκροτείται και η διαίρεση των Εκκλησιών της Ανατολής, με βάση την διαίρεση του Κράτους από τον Μ. Κωνσταντίνο. Με τον γ’ Κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, καθορίζονται τα πρεσβεία τιμής του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην».
Με τον η’ Κανόνα της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου επικυρώνεται μαζί με τις προηγούμενες εκκλησιαστικές περιφέρειες και το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. «…έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων εκκλησιών, των κατά την Κύπρον, προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων Πατέρων, και την αρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων επισκόπων ποιούμενοι· το δε αυτό και επί των άλλων διοικήσεων, και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται».
Με τον κη’ Κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν τα ίσα πρεσβεία τιμής στον θρόνο της Νέας Ρώμης, με το εξής σκεπτικό: «Και τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας ῾Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι ῾Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ εκείνην υπάρχουσαν».
Τέλος, η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος βεβαίωσε την διαίρεση των εκκλησιαστικών περιφερειών, αλλά και καθόρισε την ιεραρχική τάξη και τα πρεσβεία των θρόνων με τον λστ’ Κανόνα της. «Ανανεούμενοι τα παρά των εκατόν πεντήκοντα αγίων Πατέρων, των εν τη θεοφυλάκτω ταύτη και βασιλίδι πόλει συνελθόντων, και των εξακοσίων τριάκοντα, των εν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ορίζομεν, ώστε τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας ῾Ρώμης θρόνου, και εν τοις εκκλησιαστικοίς, ως εκείνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ᾿ εκείνον υπάρχοντα, μεθ᾿ ον ο της Αλεξανδρέων μεγαλοπόλεως αριθμείτω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον ο της Ιεροσολυμιτών πόλεως».
Με τους αναφερθέντες Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, και ιδιαιτέρως με τον Κανόνα της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ρυθμίσθηκαν τελεσιδίκως και αμετακλήτως τα λεγόμενα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία και το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου.
Μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση υπάρχει πλούσια αναφορά στην ύπαρξη της Πενταρχίας, που συγκροτεί την ενότητα της Εκκλησίας. Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης θεωρούσε ότι όλοι οι Πατριάρχες αποτελούσαν «το πεντακόρυφον Κράτος της Εκκλησίας» ή το «πεντακόρυφον σώμα της Εκκλησίας» ή το «πεντακόρυφον εκκλησιαστικόν σώμα». Και ο Θεόδωρος Βαλσαμών παραλληλίζει την ύπαρξη της Πενταρχίας με τις πέντε αισθήσεις στο σώμα του Χριστού. Δηλαδή, οι πέντε Πατριάρχες «ως αισθήσεις πέντε μιάς κεφαλής αριθμούμεναι και μη μεριζόμεναι, παρά τω χριστωνύμω λαώ λογιζόμενοι ισοτιμίαν εν άπασιν έχουσι, και κάραι των κατά πάσαν την οικουμένην αγίων Εκκλησιών του Θεού δικαίως καλούμενοι, διαφοράν ανθρωπίνην ου πάσχουσιν».
Με την όλη αυτή εκκλησιαστική διάρθρωση επιβαλλόταν μια τάξη στην Εκκλησία σύμφωνα με το συνοδικό πολίτευμά της. Κάθε εκκλησιαστική διοίκηση είχε αυτονομία, περιοριζόταν στα δικά της όρια και μπορούσε να διοική τις Εκκλησίες σύμφωνα με την ίδια πίστη και αποκαλυπτική αλήθεια. Μάλιστα κατά τον η’ Κανόνα της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, ορίζεται «σώζεσθαι εκάστη επαρχία καθαρά και αβίαστα τα αυτή προσόντα δίκαια εξ αρχής και άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος, άδειαν έχοντος εκάστου μητροπολίτου τα ίσα των πεπραγμένων προς το οικείον ασφαλές εκλάβειν». Και στον β’ Κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, με τον οποίο καθορίζονται τα πρεσβεία των θρόνων, λέγεται: «Φυλαττομένου δε του προγεγραμμένου περί των διοικήσεων κανόνος, εύδηλον ως τα καθ᾿ εκάστην επαρχίαν η της επαρχίας σύνοδος διοικήσει, κατά τα εν Νικαία ωρισμένα».
Ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς σε δύο εξαίρετες μελέτες του, με τίτλο «Ο θεσμός της πενταρχίας των Πατριαρχών» (1ος και 2ος τόμος), αναφέρεται διεξοδικά στο πως διαμορφώθηκαν οι Τοπικές Εκκλησίες, το Μητροπολιτικό σύστημα και στην συνέχεια το υπερμητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, η υπερεξαρχική αυθεντία με κατάληξη το Πατριαρχικό σύστημα και βεβαίως την ανάπτυξη του θεσμού της Πενταρχίας.
Όπως αναλύει, στους πρώτους αιώνες της εκκλησιαστικής ζωής απονέμονταν «πρεσβεία τιμής» σε μια εκκλησία, τα οποία πρεσβεία είχαν άμεση αναφορά στην ενότητα της Εκκλησίας «εν τη αποστολική Ορθοδοξία, τη θεία Ευχαριστία και τη αγάπη» και ήταν απαλλαγμένη από κάθε έννοια διοικητικής δικαιοδοσίας. Τα «πρεσβεία τιμής» συνδέονταν με την μαρτυρία της πίστεως της Μητρός Εκκλησίας, την αποστολικότητα των Θρόνων, την πολιτική σπουδαιότητα των πόλεων, την ιεραποστολική δραστηριότητα και το εκκλησιαστικό κύρος.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος με τις αποφάσεις της, κατέστησε τα «πρεσβεία τιμής» σε «μητροπολιτικά» και έτσι δημιουργήθηκε το Μητροπολιτικό σύστημα, με κέντρο την πρωτεύουσα των πολιτικών επαρχιών. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρείου, όσον αφορά την Εκκλησία της Αιγύπτου και έδωσε αρμοδιότητες στον Θρόνο της Αλεξανδρείας, ο οποίος καθίστατο κέντρο ενότητος της Εκκλησίας της Αιγύπτου στην Ορθόδοξη πίστη. Έτσι η Α’ Οικουμενική Σύνοδος εισήγαγε το Μητροπολιτικό σύστημα στην εκκλησιαστική διοίκηση, το οποίο καθιστούσε μια επαρχία «οιονεί αυτόνομον διοικητικήν μονάδα».
Βεβαίως, η εισαγωγή του Μητροπολιτικού συστήματος είχε και τις αρνητικές επιπτώσεις, διότι «οι αρειανόφρονες επίσκοποι επωφελούμενοι εκ της διά του μητροπολιτικού συστήματος υιοθετηθείσης διοικητικής αυτονομίας εκάστης επαρχίας, επέτυχον να επικρατήσουν ταχέως εν τη Ανατολή και να εκτοπίσουν τους Ορθοδόξους και εξ αυτών εισέτι των επισημοτάτων θρόνων».
Αυτό ακριβώς το πρόβλημα, η τάση δηλαδή των αρειανοφρόνων επισκόπων να καταλάβουν τους επισημοτάτους θρόνους της Ανατολής, δημιούργησε άλλο πρόβλημα το ποιος θα κρίνη «τους επισκόπους των επισημοτάτων θρόνων». Με την πάροδο του χρόνου οι τάσεις «πολυαρχίας ή πλεισταρχίας και μοναρχίας των επισκόπων ωδήγουν εις αναρχίαν, εκδηλουμένην κυρίως εν ταίς συνόδοις».
Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Πατέρες της Β’ Οικουμενικής Συνόδου να υιοθετήσουν τα λεγόμενα «υπερμητροπολιτικά πρεσβεία» και «ώρισαν ως ανωτάτην διοικητικήν αρχήν την Μείζονα Σύνοδον της διοικήσεως», ως σώματος. Έτσι, «αι αποφάσεις της Β’ Οικουμενικής Συνόδου προητοίμασαν το έδαφος διά την διαμόρφωσιν της πατριαρχικής οργανώσεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως».
Επομένως, στις μελέτες του Καθηγητού Βλασίου Φειδά αποδεικνύεται ότι στην μεταποστολική Εκκλησία, η εκκλησιαστική διοίκηση στηριζόταν στο Συνοδικό σύστημα σχέσεως μεταξύ πρεσβείων τιμής των Μητέρων Εκκλησιών και του δικαίου των χειροτονιών. Με την Α’ Οικουμενική Σύνοδο καθιερώθηκε το Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως. Αμέσως μετά όμως διαπιστώθηκε η έλλειψη υπερμητροπολιτικής αυθεντίας και ως προς την κρίση και ως προς την χειροτονία των Επισκόπων, γι᾿ αυτόν ακριβώς τον λόγο από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο μέχρι την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο διεξήχθη αγώνας για την υπαγωγή της μητροπολιτικής πολυαρχίας στην υπερμητροπολιτική αυθεντία των Θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Έτσι, οι θρόνοι των Εκκλησιών αυτών απέκτησαν αρμοδιότητα στο δίκαιο των κρίσεων των Επισκόπων και στο δίκαιο των χειροτονιών αυτών, στα όρια της δικαιοδοσίας τους.
Προ της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου είχε διαμορφωθή ο θεσμός της Πενταρχίας «διά της κανονικής τάξεως προς σύνδεσιν των οικουμενικών κανονικών πρεσβείων τιμής (προ-τίμησις μαρτυρίας θρόνου τινός εν ζητήματι πίστεως) μετά του δικαίου των χειροτονιών και κρίσεως επισκόπων» και λειτουργούσε ως υπερεξαρχική αυθεντία, αλλά μετά τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου ο θεσμός της Πενταρχίας λειτούργησε ως υπερμητροπολιτικό σύστημα που βασιζόταν στην σύνδεση των εξαιρετικών πρεσβείων τιμής με το υπερμητροπολιτικό δίκαιο των χειροτονιών.
Αυτό σημαίνει ότι, όπως στο Μητροπολιτικό σύστημα η αυθεντία του Μητροπολίτου συνδέθηκε με την επαρχιακή Σύνοδο, έτσι και στο υπερμητροπολιτικό σύστημα η αυθεντία των επισημοτάτων θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνδέθηκε με τις υπ᾿ αυτούς Πατριαρχικές Συνόδους, που συγκροτούνταν από Μητροπολίτες και Επισκόπους κάθε εκκλησιαστικής περιφέρειας. Έτσι, η μητροπολιτική επαρχιακή σύνοδος εξέλεγε τους Επισκόπους και τον οικείο Μητροπολίτη, αλλά ο εκλεγείς Μητροπολίτης χειροτονούνταν από τον οικείο Αρχιεπίσκοπο- Πατριάρχη ή τον αντιπρόσωπό του.
Έκτοτε παρέμεινε ο θεσμός της Πενταρχίας μέχρι της απομακρύνσεως της Παλαιάς Ρώμης από την Καθολική Εκκλησία. Κάθε δε προσπάθεια αυξήσεως ή μειώσεως του αριθμού των πέντε πατριαρχικών θρόνων ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Ακόμη και η Εκκλησία της Κύπρου, καίτοι διέθετε διοικητική αυτονομία δεν μπόρεσε να διεκδικήση πατριαρχικό δίκαιο, δηλαδή η αυτονομία της θεωρήθηκε «ως απλούν διοικητικόν προνόμιον εν τω δικαίω των χειροτονιών και κρίσεων επισκόπων, ασκούμενον υπό την έμμεσον εποπτείαν των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής και δη και του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως».
Βέβαια, εδώ δεν είναι δυνατόν να γίνουν ευρύτερες αναλύσεις για τον θεσμό της Πενταρχίας, αλλά ο αναγνώστης μπορεί, αν έχη μεγαλύτερες αναζητήσεις, να ανατρέξη στα δύο μνημονευθέντα επιστημονικά συγγράμματα του Βλασίου Φειδά για να ενημερωθή πληρέστερα για τα θέματα αυτά.
Μόνον θα πρέπη να τονισθή ότι η Εκκλησία καθοδηγούμενη από το Άγιον Πνεύμα, το οποίο φώτισε τους θεούμενους Πατέρες, συγκροτήθηκε με την πάροδο του χρόνου σ᾿ ένα σύστημα αλληλεξαρτήσεως και όχι ανεξαρτητοποιήσεως για να εξυπηρετήται η ενότητά της ως Σώματος του Χριστού και η σωτηρία των Χριστιανών. Η συγκρότηση αυτή αποτελέσθηκε πρωταρχικά από την διάρθρωση των Εκκλησιών σε μητέρες και θυγατέρες και από την σημαντικότητα των Θρόνων στην διατήρηση της Ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως. Ωστόσο συνετέλεσε και η διοικητική διάρθρωση του Ρωμαικού Κράτους.
Πράγματι η Ρωμαική Αυτοκρατορία ήταν διηρημένη σε Υπαρχίες, Διοικήσεις και Επαρχίες. Οι Υπαρχίες ήταν μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες διαιρούνταν σε άλλα επιμέρους τμήματα, που ονομάζονταν Διοικήσεις και, βέβαια, κάθε Διοίκηση αποτελούνταν από Επαρχίες. Κατά καιρούς υπήρχαν μερικές αλλαγές στις οριοθετήσεις των περιφερειών αυτών. Έτσι έχουμε την διαίρεση του Ρωμαικού Κράτους στις αρχές του Δ’ αιώνος μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, την διαίρεση του Ρωμαικού Κράτους μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου και την διοικητική διαίρεση του Ρωμαικού Κράτους μετά τον θάνατο του Μ. Θεοδοσίου.
Κατά την διοικητική διαίρεση του Ρωμαικού Κράτους, μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, υπήρχαν τρεις Υπαρχίες, ήτοι η Υπαρχία των Γαλλίων, η Υπαρχία Ιταλίας, Αφρικής, Ιλλυρικού και η Υπαρχία Ανατολής.
Η Εκκλησία προσέλαβε την διοικητική διάρθρωση του Ρωμαικού Κράτους, οπότε ο Επίσκοπος της Πρωτευούσης της Διοικήσεως ονομάστηκε Έξαρχος Διοικήσεως και ο Επίσκοπος της Πρωτευούσης της Επαρχίας ονομάστηκε Μητροπολίτης. Φυσικά, κάθε επαρχία ήταν χωρισμένη στις επί μέρους Ενορίες. Μέσα από αυτήν την ανάλυση μπορούμε να αντιληφθούμε τις Επαρχιακές Συνόδους, με «Πρώτο» τον Μητροπολίτη και τις Διοικήσεις με «Πρώτο» τον Έξαρχο της Διοικήσεως.
Η ανάλυση που προηγήθηκε έδειξε ότι τα Πρεσβυγενή Ορθόδοξα Πατριαρχεία Παλαιάς Ρώμης, Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, καθώς και η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου, ήταν εξέλιξη των Μητροπολιτικών συστημάτων και αναγνωρίσθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους, με την προϋπόθεση να διοικούνται βάσει των ιερών Κανόνων των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Συνεπώς, στην περίπτωσή τους έχουν εφαρμογή οι Κανόνες, τόσο ο λδ’ Αποστολικός Κανόνας, όσο και τα όσα αναφέρονται για τον «Πρώτο», ο οποίος είναι η Κεφαλή των Μητροπολιτών, και οι Μητροπολίτες αποτελούν την Σύνοδο περί τον «Πρώτο». Οπότε, το σύστημα διοικήσεως είναι επισκοποσυνοδικό.
Τον 11ο αιώνα (1099 μ.Χ.) ύστερα από διάφορες διεργασίες, η Παλαιά Ρώμη αποκόπηκε από την Πενταρχία των Πατριαρχών της Ανατολής και ο θρόνος της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης έμεινε πρώτος, χωρίς την Παλαιά Ρώμη.
Τον 16ο αιώνα και μετά, μόνο του το Οικουμενικό Πατριαρχείο έδωσε Πατριαρχικές αξίες και τιμές σε διάφορες τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες πρόκειται να επικυρωθούν από την μελλοντική Οικουμενική Σύνοδο, εκτός από το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο αναγνωρίσθηκε από τους Πατριάρχες της Ανατολής η Πατριαρχική αξία και τιμή που δόθηκε πρώτα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Επίσης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έδωσε μόνο του και άλλες Αυτοκεφαλίες.
Τα ανωτέρω εγράφησαν πριν δεκαεπτά (17) χρόνια! Και θέλω εδώ να επισημάνω ότι αυτά είναι εκκλησιολογικές πεποιθήσεις μου, που δεν αλλοιώνονται και δεν μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, γιατί είναι βασικές εκκλησιολογικές αρχές.
Ποια συμπεράσματα εξάγονται από το κείμενο το οποίο παρατέθηκε;
Πρώτον. Οι Πατέρες της Εκκλησίας στις Οικουμενικές Συνόδους συγκρότησαν, με τους ιερούς Κανόνες, την ορατή ενότητα της Εκκλησίας, ώστε αυτή να είναι Μία, Αγία, Αποστολική και Καθολική.
Έτσι, από τις πρώτες Αποστολικές Εκκλησίες υπήρξε μια οργανική ανάπτυξη και εξέλιξη της διοργανώσεως του εκκλησιαστικού συστήματος, ώστε οι Πατέρες από το Μητροπολιτικό σύστημα να προχωρήσουν στα «υπερμητροπολιτικά πρεσβεία», στην συνέχεια στο πατριαρχικό σύστημα και τελικά στον θεσμό της Πενταρχίας των Θρόνων.
Δεύτερον. Ο ιερός θεσμός της Πενταρχίας δεν λειτουργούσε στην πρώτη χιλιετία ως ανεξάρτητες πέντε κεφαλές, ωσάν «καπετανάτα ή εκκλησιαστικαί επικράτειαι ξέναι προς αλλήλας» (Παναγιώτης Τρεμπέλας), ούτε ως «κεφαλαρχίες» (Ολιβιέρ Κλεμάν), αλλά «ως αισθήσεις πέντε μιάς κεφαλής αριθμούμεναι και μη μεριζόμεναι» (Βαλσαμών), αφού μια είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός. Ο όρος Αυτοκέφαλες Εκκλησίες πρέπει να νοηθή ως αυτοδιοίκητες Εκκλησίες και όχι ως ανεξάρτητες Εκκλησίες από την όλη Εκκλησία. Πρώτος θρόνος ήταν της Παλαιάς Ρώμης και τα ίσα πρεσβεία τιμής με αυτόν είχε ο θρόνος της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.
Τρίτον. Από τον ενδέκατο αιώνα (1009), που απομακρύνθηκε η Εκκλησία της Παλαιάς Ρώμης από την «Πενταρχία», η Εκκλησία λειτουργούσε ως Τετραρχία, οπότε η Εκκλησία της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως έγινε πρωτόθρονη Εκκλησία και είχε όλες τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας της Παλαιάς Ρώμης.
Ο Επίσκοπος της Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης απέκτησε ιδιαίτερη αξία και τιμή κατά την διάρκεια της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, αλλά και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μέσα από το σύστημα της εθναρχίας που καθόρισε ο Μωάμεθ ο Πορθητής. Αυτό επηρέασε και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Τετραρχία των Θρόνων της Ανατολής, μαζί με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου.
Τέταρτον. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον 16ο αιώνα (1589) έδωσε την Πατριαρχική αξία και τιμή στον Μητροπολίτη Μόσχας και αυτό αναγνωρίσθηκε από τους υπόλοιπους Πατριάρχες της Ανατολής (1590 και 1593). Επίσης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αργότερα μόνος του χορήγησε τις Αυτοκεφαλίες και τις Πατριαρχικές αξίες και τιμές σε διάφορες τοπικές Εκκλησίες και φυσικά έχουν αναγνωρισθή εν τη πράξει από όλες τις Εκκλησίες, διότι όλοι οι Προκαθήμενοι συμμετέχουν σε θείες Λειτουργίες και Συνόδους, με μερικές εξαιρέσεις.
Πέμπτον. Η Εκκλησία της Μόσχας με την θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», την οποία καλλιέργησε και ανέπτυξε από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα, όχι μόνον υπονομεύει την θέση του Οικουμενικού Πατριάρχου ως Πρώτου στο κανονικό σύστημα διοργανώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά αυτοπροβάλλεται εν τοις πράγμασι ως πρώτη Εκκλησία με δύναμη και ισχύ, όπως φαίνεται καθαρά στο θέμα της Ουκρανίας.
Αν προσθέση κανείς ότι από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη θεολογία, σύμφωνα με την οποία η ρωσική θεολογία είναι ανώτερη και από την πατερική θεολογία μέχρι τον 8ο αιώνα και από την σχολαστική θεολογία του 11ου έως 13ου αιώνος, τότε αντιλαμβάνεται καλά ότι το θέμα περί «Τρίτης Ρώμης» δεν έχει μόνο γεωπολιτική υποδομή, αλλά και μεταπατερική θεολογική βάση.
Βεβαίως, για την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, θα πρέπει να σημειωθή ότι δεν ισχύουν και οι θεωρίες μερικών συγχρόνων θεολόγων περί αναγωγής του Πρώτου της Εκκλησίας μέσα στο Μυστήριο της Αγίας Τριάδος, στην οποία Αγία Τριάδα μάλιστα θέτουν κακοδόξως και ιεραρχικότητα!! Άλλο είναι ο ιερός κανονικός θεσμός της Εκκλησίας, που διαθέτει Πρώτον μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, και άλλο είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, που είναι παντελώς απρόσιτο στον άνθρωπο.
Συνεπώς, πρέπει να σεβόμαστε τον κανονικό θεσμό της Εκκλησίας, όπως καθιερώθηκε από τους Πατέρας των Οικουμενικών Συνόδων, και δεν πρέπει να τον υπονομεύουμε. Επίσης, πρέπει να σεβόμαστε την πρωτόθρονη Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Και όταν και από αυτό γίνονται μερικά λάθη, θα πρέπει να διατυπώνουμε με σεβασμό, διάκριση και τιμή την σκέψη μας, χωρίς όμως να κατεδαφίζουμε και να υπονομεύουμε τον ιερό θεσμό της Εκκλησίας που συγκροτήθηκε από το Άγιον Πνεύμα, το Οποίο φώτισε τους Πατέρας των Οικουμενικών Συνόδων να τον καθορίσουν.
Δεν μπορεί να ισχύη στα εκκλησιολογικά θέματα, όπως και σε άλλα θέματα, η αρχή «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι» και να γινόμαστε μητραλοίες και πατραλοίες, δηλαδή υπονομευτές του έργου των αγίων Πατέρων.
Σε ένα επόμενο κείμενό μου θα αναφερθώ ειδικότερα στον όρο «Αυτοκέφαλη Εκκλησία», γιατί θεωρώ ότι από πολλούς παρερμηνεύεται.