Γράφει ο Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης , Αρχιμανδρίτης
Ανάληψη – μια κάπως άγνωστη δεσποτική γιορτή. Μια γιορτή, που επειδή πέφτει πάντοτε σε καθημερινή εργάσιμη μέρα, δεν έχει την ανάλογη θέση στη συνείδηση του λαού, όπως οι μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, Θεοφανίων, Ευαγγελισμού, Αναστάσεως, Πεντηκοστής.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη γιορτή της Μεταμορφώσεως. Ειδικά στην Ανάληψη απέχει μόνιμα η μαθητιώσα νεολαία της χώρας μας. Είναι ημέρα που συνήθως τα σχολεία έχουν εισέλθει στην περίοδο των εξετάσεων, μ’ αποτέλεσμα ν’ αδυνατεί και ο πιο καλοπροαίρετος εκπαιδευτικός να φέρει τους μαθητές στην Εκκλησία. Έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά μας, εισέρχονται μετά στο χώρο της βιοπάλης, και μπορεί να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες και να μην έχουν την ευκαιρία ν’ απολαύσουν και να βιώσουν λατρευτικά τη μεγάλη αυτή γιορτή.
Η Ανάληψη έπεται της Αναστάσεως. Είναι αμέσως μετά το τεσσαρακονθήμερο των εμφανίσεων του Χριστού στους μαθητές του. Ο Χριστός, σ’ αυτές τις σαράντα μέρες, με συνεχείς εμφανίσεις και εξαφανίσεις αφ’ ενός μεν τους αποδεικνύει την αλήθεια της αναστάσεώς του, αφ’ ετέρου δε τους γυμνάζει στη συνεχή σωματική απουσία του. Πρέπει οι μαθητές να χειραφετηθούν από την συνεχή σωματική αίσθηση και αντίληψη του Χριστού. Να παύσουν να τον απολαμβάνουν δια της οράσεως, της ακοής, της αφής. Να παύσουν να έχουν αισθητά ντοκουμέντα της παρουσίας του Χριστού. Η ένσαρκος παρουσία του Χριστού που άρχισε με τη γέννηση του εδώ τελειώνει. Ή μάλλον σταματά για να συνεχίσει στην Β΄ Παρουσία του. Τότε το μυστήριο της ενσαρκώσεως θα ξαναφανεί. Τότε «πάσαι αι φυλαί της γης όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής» (Ματθ. 24,30). Μέχρι τότε οι πιστοί μαθαίνουν να ζουν με την διαρκή αόρατη παρουσία του Χριστού.
«Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. 28,20). Είναι μαζί μας ο Χριστός. συνεχώς αλλά αοράτως. Οι πιστοί αντλούν δύναμη από αυτή την παρουσία του Χριστού αλλά δεν παύουν να νοσταλγούν και να επιθυμούν και να αδημονούν την ένσαρκη Β΄ Παρουσία του Κυρίου. Γι’ αυτό η Εκκλησία θα κραυγάζει συνεχώς έως τότε· «ναι έρχου Κύριε Ιησού». Και η απάντηση του Χριστού θ’ ακούγεται συνεχώς «ναι, έρχομαι ταχύ» (Απόκ. 22,20).
Αναλήφθηκε, λοιπόν εις τους ουρανούς ο Χριστός μας. Την ανθρώπινη φύση, την οποία ένωσε με τη θεία του φύση αχωρίστως, ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως κατά την διδασκαλία της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, την παίρνει και την τοποθετεί υπεράνω Χερουβίμ και Σεραφίμ, αγγέλων και αρχαγγέλων, δίπλα στο θρόνο του Θεού Πατέρα. Άπειρες είναι οι εικόνες και οι μεγαλοπρεπείς εκφράσεις των προφητών και των υμνωδών της Εκκλησίας μας που εξυμνούν και εκθειάζουν και γεραίρουν το θαυμαστό αυτό γεγονός. «Ανέβη ο Θεός εν αλλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος». «Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης» θα πει ο προφητάναξ Δαυίδ. Πίσω απ’ όλες αυτές τις ποιητικές και μεγαλοπρεπείς και ανθρωποπαθείς εκφράσεις, ένα είναι το ουσιαστικό γεγονός, ένα είναι το θαύμα των θαυμάτων, ένα είναι το «καινόν υπό τον ήλιον» όπως λέγει το βιβλίο του Εκκλησιαστού στην Παλαιά Διαθήκη· η ένωση θείας και ανθρώπινης φύσεως.
Η ένωση αυτή η τόσο σωτηριώδης για μας, εν τούτοις, έχει την «αρνητική» πλευρά να παρασύρει στην αορασία και στο μυστήριο την ανθρώπινη φύση του Χριστού μέχρι την Β΄ Παρουσία του. Είναι κάτι για το οποίο ο άνθρωπος, ο οποίος κυριαρχείται από τη σάρκα, ζει και βιώνει κυρίως με την παρουσία και την ενέργεια της, επαναστατεί. Διότι θέλει να υπάρχει το σώμα του Ιησού· να μπορεί να το βλέπει, να το πιάνει, να το ακουμπά, να το αγκαλιάζει, ν’ αρπάζει τη χάρη που εμφωλεύει μέσα του όπως η αιμορροούσα. Γι’ αυτό όπως προαναφέραμε κραυγάζει «ναι έρχου κύριε Ιησού».
Προσοχή όμως! Δεν εξέλειπε εντελώς η σωματική παρουσία του Χριστού. Υπάρχει και θα υπάρχει συνεχώς έως «τερμάτων αιώνος». Που όμως είναι αυτή η σωματική παρουσία; Είναι στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στα είδη του άρτου και του οίνου, που στα ‘‘σα εκ των σων…’’ μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού. Και δύναται ο πιστός όχι απλώς να δει, ν’ ακουμπήσει, να ψηλαφίσει το σώμα του Χριστού, αλλά και να το φάει. Να το βάλει μέσα του. Να εισέλθει μέχρι το τελευταίο κύτταρο του. Να εισδύσει στην ουσία της υπάρξεως του και έτσι να θεωθεί.
Συνεπώς δεν εξέλειπε η σωματική παρουσία του Χριστού μας. Απλώς για να την απολαύσουμε πρέπει να συχνάζουμε εις τας αυλάς του Κυρίου μας. Να μετέχουμε στο κατ’ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας μας, το μυστήριο για το οποίο υπάρχουν όλα τάλλα, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν το κάνουμε αυτό συνειδητά και με μετάνοια, τότε θα ισχύσει και για μας αυτό που λέγει ο Απ. Παύλος· «έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα.» (Α΄ Θεσ. 4,17).