[…]Μεγάλη τούτη η αρετή της φιλοξενίας των Ιερών Μονών του Όρους μας, πολύ επίπονο το διακόνημα του αρχοντάρη και επί εικοσιτετραώρου βάσεως η εγρήγορσίς του, καθώς τα καραβάνια των προσκυνητών και των επισκεπτών τελειωμό ποτέ δεν έχουν και όλο πολυπληθέστερα αποβαίνουν.
Λησμονάει, πολλές φορές, το ότι είναι προσευχόμενος μοναχός, αφού και στην εκκλησία ακόμη τον ακολουθεί και η υπευθυνότης του καμαριέρη και του τραπεζοκόμου.
Πώς να μη σκουντουφλίση στη Λιτή, πώς να μη νυστάξη στη νυκτερινή ακολουθία, όταν αποκάμνη από τους κόπους της μπουγάδας, του τραπεζώματος και του πλυσίματος των τεντζερέδων και της χιλιάδας των πιάτων;
Και όλα αυτά αυτοβουλήτως, προθύμως, ευχαρίστως και αδιακρίτως προσώπων∙ και μάλιστα εν γνώσει και βεβαιότητι, ότι πολλοί των φιλοξενουμένων, μόλις απομακρηνθούν απ’ τα αρχονταρίκια και τα σύνορά μας, μικρόψυχοι, κρύοι, λιθοκάρδιοι και ασυγκίνητοι απ’ όσα φτωχά ή πλούσια απήλαυσαν, άγγιξαν και είδαν, δεν θα χρησιμοποιήσουν γλώσσα επαινετική, αλλά καυστική και πικρόχολη για τον μοναχισμό και για όλους τους μοναχούς συλλήββδην∙ και τούτη είναι η μεγάλη απογοήτευσις του Άθωνά μας.
Ο Θεός ας τους συγχωρή και ελεή.[…]
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα σελ. 30-31