του Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου-Καθηγητού
Ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ανήκει στα ιερά εκείνα πρόσωπα που αποτελούσαν το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Μάλιστα αναφέρεται ως «ο μαθητής ον ηγάπα ο Ιησούς» (Ιωάν.13,23).
Ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης (Ματθ.4,21. Μαρκ.15,40) και αδελφός του αποστόλου Ιακώβου. Η μητέρα τους ήταν πιθανότατα συγγενής, ίσως εξαδέλφη της Θεοτόκου, που σημαίνει ότι οι δυο αδελφοί απόστολοι ήταν κατά σάρκα εξαδέλφια του Κυρίου και σ’ αυτό ίσως έγκειται η οικειότητά τους με Αυτόν, ιδιαίτερα του Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο, ζούσαν με την οικογένειά τους στην Γαλιλαία και διατηρούσαν επικερδή και εύρωστη αλιευτική επιχείρηση, έχοντας δικό τους πλοίο και εργάτες (Μαρκ.1,20). Φαίνεται πως οι οικογένεια τους ήταν εύπορη. Αυτό συμπεραίνεται από το γεγονός ότι η Σαλώμη, η μητέρα τους, ήταν μια από τις μαθήτριες του Κυρίου, η οποία τον υπηρετούσε από των υπαρχόντων της (Λουκ.8,3. Μαρκ.15,40). Η αγορά επίσης των πανάκριβων αρωμάτων για να αλείψουν το νεκρό σώμα του Χριστού μαρτυρεί αυτόν τον ισχυρισμό (Μαρκ.16,1). Ότι επίσης ο Ιωάννης έλαβε την μητέρα του Ιησού υπό την δική του φροντίδα είναι ένδειξη οικονομικής ανέσεως της οικογένειάς του. Φαίνεται επίσης πως η οικογένεια του Ιωάννη είχε και κοινωνική καταξίωση, διότι ήταν γνωστός στον πανίσχυρο και απλησίαστο αρχιερέα Καϊάφα και έτσι δυνήθηκε να εισέλθει στο συνέδριο, που δίκαζε τον Ιησού μαζί με τον Πέτρο (Ιωάν.18,15).
Ο Ιωάννης από μικρός υπήρξε πιστός μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστού. Με μεγάλη προσοχή άκουε από τον μεγάλο ερημίτη και προφήτη τις περί του Μεσσία προαγγελίες του. Επιθυμούσε με λαχτάρα να έρθει στις μέρες του και να τον γνωρίσει. Κάποια μέρα ο Βαπτιστής, έχοντας μαζί του τους δυο μαθητές του, Ιωάννη και Ανδρέα, είδε τον Ιησού να βαδίζει κοντά. Τότε μαρτύρησε γι’ Αυτόν λέγοντας: «ίδε ο Αμνός του Θεού» (Ιωάν.1,37). Αμέσως οι δυο μαθητές ακολούθησαν τον Ιησού και τον ρώτησαν που μένει. Αυτός τους είπε: «έρχεσθε και ίδετε» (Ιωάν.1,40). Αυτοί είδαν που μένει και έμειναν μαζί Του όλη την ημέρα. Ο Ιωάννης συγκινήθηκε αφάνταστα από αυτή τη συνάντηση γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο. Άφησαν την αλιευτική επιχείρηση και ακολούθησαν τον Κύριο (Μαρκ.1,20).
Ο Ιωάννης ανήκε, όπως προαναφέραμε, στον στενό κύκλο των τριών μαθητών του Κυρίου. Συμπεραίνεται ότι ήταν ο μικρότερος στην ηλικία μαθητής του, σχεδόν έφηβος. Ο υπέροχος χαρακτήρας του, η υπακοή του, η πίστη και η αφοσίωσή του στον Κύριο, είχαν ως συνέπεια να είναι λίαν αγαπητός από τον Ιησού και τους άλλους αποστόλους. Εξ’ αιτίας του σπάνιου αυθορμητισμού του επονομάστηκε από τον Κύριο Βοαναργές (= υιός βροντής), όπως και ο αδελφός του Ιάκωβος. Κάποια ημέρα όταν διέρχονταν κάποια κώμη της Σαμάρειας και οι κάτοικοι δεν τους δέχτηκαν, ζήτησε από τον Κύριο να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να τους αφανίσει. Φυσικά ο Χριστός τους απάντησε πως: «Ουκ οίδατε ποίου πνεύματος εστέ υμείς΄ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι» (Λουκ.9,54).
Ως στενός μαθητής του Χριστού ευτύχησε να δει το θαύμα της Μεταμορφώσεως του Κυρίου (Ματθ.17,1.Μάρκ.9,2), την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου (Μαρκ.5,35.Λουκ.8,51) και να βιώσει την αγωνία του Διδασκάλου Του στον κήπο της Γεθσημανή (Ματθ.26,37.Μαρκ.14,33). Μαζί με τον Πέτρο στάλθηκε να ετοιμάσει τον Πασχάλιο Δείπνο (Λουκ.22,8). Κατά την ώρα του Δείπνου έπεσε στο στήθος του Κυρίου, παρακαλώντας Του να τους αποκαλύψει ποιος είναι ο υποψήφιος προδότης μαθητής (Ιωάν.13,25). Βρήκε το θάρρος και παρέστη στη δίκη του Ιησού (Ιωάν.18,16) και παραστάθηκε περίλυπος κάτω από το σταυρό στον φρικτό Γολγοθά. Ευτύχησε επίσης να γίνει ο προστάτης της Θεομήτορος κατά παράκληση του Εσταυρωμένου Διδασκάλου Του (Ιωάν.19,26). Αξιώθηκε να είναι ο πρώτος μαθητής που είδε το κενό μνημείο (Ιωάν.20,2-4).
Το άτοπο της αιτήσεως πρωτοκαθεδρίας στην εγκόσμιο βασιλεία του Χριστού, όπως εσφαλμένα την φανταζόταν, προκάλεσε την αγανάκτηση των άλλων μαθητών, όμως όπως φαίνεται αμέσως συνετίσθηκε (Μάρκ.10,35).
Μετά την Πεντηκοστή έμεινε κατ’ αρχήν στην Ιερουσαλήμ ως σημαίνον στέλεχος της Εκκλησίας (Γαλ.2,9). Μαζί με τον Πέτρο ποιούσαν, δια του Κυρίου εξαίσια θαύματα (Πράξ.3,7). Στάθηκαν με παρρησία απέναντι στους αρχιερείς και ομολόγησαν τον Χριστό (Πράξ.4,13-22). Απεστάλη μαζί με τον Πέτρο στην Σαμάρεια να κηρύξουν το λόγο του Θεού (Πράξ.8,14).
Αργότερα μετέβη στην Μ. Ασία, όπου κήρυξε το ευαγγέλιο και έγινε επίσκοπος της Εφέσου. Το 95 μ. Χ. κατά τον άγριο και σκληρό διωγμό του ρωμαίου αυτοκράτορα Δομετιανού, εξορίσθηκε στην Πάτμο, όπου έγραψε το βιβλίο της Αποκαλύψεως. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας περί το 100 μ. Χ. στην Έφεσο. Κατά την παράδοση, όταν πραγματοποιήθηκε ανακομιδή δεν βρέθηκε το σεπτό του λείψανο. Η Εκκλησία μας διδάσκει την πίστη ότι μετέστη ενσώματος στον ουρανό από τον Κύριο. Η μετάστασή του εορτάζεται στις 24 Σεπτεμβρίου και επίσης εορτάζεται η μνήμη του στις 8 Μαΐου.
Ο Ιωάννης έγραψε το ομώνυμο Ευαγγέλιο, τρεις Καθολικές Επιστολές και την Αποκάλυψη, τα οποία είναι ενταγμένα στην Καινή Διαθήκη. Θεωρείται ο ευαγγελιστής του Θεού Λόγου, δηλαδή του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, ο οποίος «σάρξ εγένετο» (Ιωάν.1,14), προκειμένου να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από τη δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο και γι’ αυτό η Εκκλησία μας τον προσονόμασε Θεολόγο. Στα ιερά συγγράμματά του είναι έκδηλη η προτροπή του για αγάπη στους ανθρώπους, όπως τη δίδαξε ο Χριστός, γι’ αυτό και αποκαλείται ο ευαγγελιστής της αγάπης. Τέλος ο Ιωάννης θεωρείται και προφήτης, διότι στο θαυμαστό βιβλίο του, την Αποκάλυψη, προλέγει την ολοκληρωτική συντριβή της δύναμης και της εξουσίας του διαβόλου και τον τελικό θρίαμβο του Χριστού και των πιστών Του.