Οι γυναίκες στη Σαουδική Αραβία, οι οποίες δεν έχουν το δικαίωμα να οδηγούν αυτοκίνητο ή να ταξιδεύουν χωρίς την άδεια του “κηδεμόνα” τους, εφεξής υφίστανται ένα νέο έλεγχο, μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος που έχουν εγκαταστήσει οι… σαουδαραβικές αρχές, το οποίο θα προειδοποιεί τις οικογένειές τους τη στιγμή ακριβώς που εγκαταλείπουν τη χώρα.
Από την περασμένη εβδομάδα, ο “κηδεμόνας” των γυναικών στη Σαουδική Αραβία, πατέρας, σύζυγος, αδελφός ή δάσκαλος, λαμβάνει στο κινητό του τηλέφωνο ένα SMS που τον ενημερώνει ότι η γυναίκα η οποία είναι υπό τη νόμιμη κηδεμονία του, διέσχισε τα σύνορα της χώρας, ακόμα κι αν ταξιδεύει μαζί του.
Την πληροφορία αυτή ανακοίνωσε στο Twitter η ακτιβίστρια Μανάλ αλ Σέριφ, η οποία αγωνίζεται για το δικαίωμα των γυναικών στην οδήγηση, η οποία ενημερώθηκε σχετικά από ένα ζευγάρι.
Ο σύζυγος, ο οποίος ωστόσο ταξίδευε μαζί με τη γυναίκα του, έλαβε ένα μήνυμα στο κινητό του από την υπηρεσία μετανάστευσης που τον ενημέρωνε ότι η σύζυγός του “αναχώρησε από το διεθνές αεροδρόμιο του Ριάντ”.
“Οι αρχές κατέφυγαν στην τεχνολογία για να ελέγχουν τις γυναίκες”, τονίζει η συγγραφέας και αρθρογράφος Μπαντρίγια αλ Μπισρ, η οποία καταγγέλλει “τις συνθήκες σκλαβιάς στις οποίες παραμένει η γυναίκα στη Σαουδική Αραβία”.
Οι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα να βγουν από τη χώρα χωρίς την άδεια του “κηδεμόνα” τους, που για μια χήρα ή διαζευγμένη μπορεί να είναι ο ίδιος ο γιος της. Για να τούς επιτραπεί η έξοδος από τη χώρα θα πρέπει να επιδείξουν στο αεροδρόμιο ή τα σύνορα ένα “κίτρινο έγγραφο” στο οποίο ο κηδεμόνας, ο οποίος το υπογράφει, θα δίνει την άδειά του.
Το νέο μέτρο ηλεκτρονικού ελέγχου έχει ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών στο Twitter.
“Καλύτερα να μας περάσουν χειροπέδες”, γράφει μια γυναίκα. “Δεν απομένει κάτι άλλο από το να βάλουμε στις γυναίκες μας ηλεκτρονικό τσιπ, για να τις εντοπίζουμε σε όλες τους τις μετακινήσεις”, σχολίασε ειρωνικά ένας άνδρας. “Η τεχνολογία στην υπηρεσία μιας ξεπερασμένης νοοτροπίας. Θέλουν να κρατήσουν τις γυναίκες αιχμάλωτες”, εκτιμά η Μπαντρίγια αλ Μπισρ, η οποία καταγγέλλει στα μυθιστορήματά της την κατάσταση δουλείας των γυναικών στη Σαουδική Αραβία και τονίζει ότι “καλό θα ήταν η κυβέρνηση να ασχοληθεί με τις γυναίκες θύματα της οικογενειακής βίας”.
Οι σαουδαραβικές αρχές εφαρμόζουν αυστηρά τον ισλαμικό νόμο και η χώρα είναι η μοναδική στον κόσμο στην οποία οι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα να οδηγούν. Ακτιβίστριες ανέλαβαν τον Ιούνιο του 2011 εκστρατεία για να καταργηθεί η απαγόρευση αυτή και έστειλαν γραπτό αίτημά τους στο βασιλιά, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο βασιλιάς Αμπντάλα, ο οποίος χαρακτηρίζεται ένας συνετός μεταρρυθμιστής, παραχώρησε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες από τις επόμενες δημοτικές εκλογές το 2015 και χαλάρωσε την πίεση από την τρομερή θρησκευτική αστυνομία, η οποία εντοπίζει τις γυναίκες που δεν έχουν επαρκώς καλυμμένο το πρόσωπό τους ή τα ανύπαντρα ζευγάρια.
Για την ακτιβίστρια Σουάντ αλ Σαμάρι, είναι “το θρησκευτικό κατεστημένο” που ασκεί πιέσεις για τη διατήρηση των περιορισμών σε βάρος των γυναικών, “οι οποίες αντιμετωπίζονται ως ανήλικες σε όλη τους τη ζωή, ακόμα κι αν κατέχουν υψηλές θέσεις στην κοινωνία”. Η αλ Σαμάρι εκτιμά ότι “δεν μπορούν να υπάρξουν πραγματικές αλλαγές στη Σαουδική Αραβία χωρίς αλλαγή της θέσης της γυναίκας και χωρίς ισότητα ανδρών και γυναικών”.
Εκτός από τους περιορισμούς στις μετακινήσεις τους, οι γυναίκες είναι αναγκασμένες να κυκλοφορούν δημοσίως με καλυμμένο το πρόσωπο είτε είναι πολίτες της Σαουδικής Αραβίας είτε ξένες.
Η απαγόρευση της ανάμιξης γυναικών και ανδρών καθιστά εξάλλου δύσκολη την πρόσβαση των γυναικών σε πολλά επαγγέλματα, με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας των γυναικών να ξεπερνά το 30% σύμφωνα με επίσημη έρευνα, τη στιγμή που η χώρα έχει ανάγκη από περίπου οχτώ εκατομμύρια ξένους εργάτες.
Τον Οκτώβριο, ο τοπικός Τύπος είχε δημοσιεύσει μια οδηγία του υπουργείου Δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες δικηγόροι θα μπορούν να αγορεύουν στα δικαστήρια από αυτόν τον μήνα. Το υπουργείο ζήτησε από τα δικαστήρια να επιτρέπουν στις γυναίκες δικηγόρους, κατόχους πτυχίου Νομικής και με τριετή εμπειρία σε δικηγορικό γραφείο, να αγορεύουν ενώπιόν τους, αλλά η οδηγία αυτή έχει παραμείνει “νεκρό γράμμα”.